FOCUS

Ρωγμές στη βρετανική αγορά εμπορικών ακινήτων από τις μετασεισμικές δονήσεις του Brexit

Ρωγμές στη βρετανική αγορά εμπορικών ακινήτων από τις μετασεισμικές δονήσεις του Brexit
CNN Greece

Η αβεβαιότητα εξακολουθεί να διαβρώνει τη βρετανική χρηματαγορά, έχοντας τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια των εμπορικών ακίνητων περιουσιών. Είχε προβλεφθεί ως μετασεισμός του Brexit. Πολλοί τώρα αναρωτιούνται αν έχει κι άλλον.

Σε διάστημα πέντε ημερών συναλλαγών, η αγορά είδε μια μερίδα σημαντικών διαχειριστών περιουσιακών στοιχείων να παγώνουν κεφάλαια με έκθεση στην αγορά των εμπορικών ακινήτων. Αυτή ήταν η φανερή συνέπεια από την οξεία διόρθωση της βρετανικής λίρας, που έπεσε κατακόρυφα από το προ του δημοψηφίσματος υψηλό των 1,50 δολαρίων σε χαμηλό 31 ετών.

Οι επενδυτές του κλάδου ανησυχούν ότι η διόρθωση της τάξης του 20% είναι μεν σημαντική, όμως το ποσοστό των απωλειών είναι μικρότερο από το ήμισυ των απωλειών που είχε προκαλέσει η κρίση του ευρωπαϊκού μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών (ERM) το 1992-1993 ή η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση της περιόδου 2008-2010.

Τα επενδυτικά κεφάλαια είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένα σε γραφεία και άλλες προνομιακές εμπορικές ιδιοκτησίες στη Βρετανία, που δεν είναι εύκολο να ξεφορτωθούν αρκετά γρήγορα οι επενδυτές, ζητώντας πίσω τα λεφτά τους.

Η ιδιοκτησία δεν αποτελεί από τη φύση της ρευστό διαθέσιμο, ενώ ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας Μαρκ Κάρνεϊ (Mark Carney) αποκάλεσε το τρέχον φαινόμενο «αναντιστοιχία ρευστότητας». Παρουσιάζοντας την εξαμηνιαία έκθεση για την κατάσταση της βρετανικής οικονομίας, σημείωσε ότι οι συναλλαγές στον κλάδο του εμπορικού real estate έχουν υποχωρήσει κατά 50% από το υψηλότερο σημείο που είχαν ανέλθει πέρυσι.

Συνολικά, έξι επενδυτικά κεφάλαια πάγωσαν περιουσιακά στοιχεία αξίας σχεδόν 19 δισ. δολαρίων μετά από την πίεση των επενδυτών για ρευστοποίηση των συμμετοχών τους.

Με το δραστικό αυτό μέτρο να έχει σημάνει συναγερμό, οι σχεδιαστές στρατηγικής υπαινίσσονται ότι δεν υπήρχαν πολλές, διαθέσιμες επιλογές από την ώρα που ο πανικός άρχισε να καταλαμβάνει την αγορά.

«Η ουσία του πράγματος είναι ότι στα επενδυτικά κεφάλαια ανοικτού τύπου υπάρχει πάντα ένας κίνδυνος που απορρέει από την αβεβαιότητα πως το χρήμα θα κινηθεί εκτός· και αυτό είναι δύσκολο να εναρμονιστεί με τη μη ρευστοποιήσιμη φύση των κεφαλαίων αυτών», είπε ο Λίαμ Μπέιλι (Liam Bailey), επικεφαλής ερευνών της συμβουλευτικής Knight Frank.

Ο Μπέιλι δηλώνει πως εάν συνεχιστούν οι πωλήσεις σε αυτό το βαθμό, τα επόμενα δύο με τρία χρόνια είναι πιθανόν να υπάρξει έλλειψη επαγγελματικών χώρων στο κέντρο του Λονδίνου.

Στον κλάδο των κατοικιών, οι ερευνητές της Knight Frank παρατηρούν μείωση των τιμών κατά 1,4% από τα τέλη του 2015, αλλά αυτό είχε προηγηθεί του σοκ από τη ψήφο στο Brexit.

Μετά από πολλές και διαδοχικές συζητήσεις με διαχειριστές επενδυτικών κεφαλαίων, με παίκτες των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων, ακόμα και με οδηγούς ταξί, δύο είναι τα στρατόπεδα που διαμορφώνονται αυτήν τη στιγμή εδώ στο Λονδίνο: από τη μία αυτοί που περιμένουν και ελπίζουν για κάποιου είδους εμπορική συμφωνία με την ΕΕ που θα σταθεροποιήσει τη λίρα και από την άλλη αυτοί που βλέπουν στη συναλλαγματική διόρθωση έναν καλό λόγο για να προχωρήσουν σε αγορές ακινήτων.

Ο Έντουαρντ Μέρμελσταϊν (Edward Mermelstein), συνιδρυτής της ειδικευμένης στη στεγαστική αγορά νομικής εταιρείας Rheem Bell & Mermelstein, δήλωσε ότι οι επενδυτές από τις χώρες του Περσικού και από την Ασία κατά πάσα πιθανότητα θα περιμένουν να κατακάτσει ο πολιτικός κουρνιαχτός προτού επανέλθουν στην αγορά.

«Προφανώς, είναι πολύ νευρικοί. Ένα μεγάλο κομμάτι των χαρτοφυλακίων τους εδράζεται στο Λονδίνο. Όταν η αξία στο πορτφόλιο πέφτει 20%-30% μέσα σ’ έναν ή δύο μήνες, έχεις μεγαλύτερη αγωνία για το τι θα συμβεί στη συνέχεια», είπε ο Μέρμελσταϊν.

Άγνωστο παραμένει αν θα βρεθεί διάδοχος του Ντέιβιντ Κάμερον (David Cameron) στο 10 της Downing Street που να είναι φιλικός στις επιχειρήσεις. Η προσπάθεια να μειωθούν οι απολαβές των CEO και να κλείσει το χάσμα ανάμεσα στο ανώτερο 1% και όλους τους υπολοίπους αποτελεί μια συνηθισμένη τάση όταν αναζητείται κομματική στήριξη.

Αυτό που θέλουν να ακούσουν οι επενδυτές στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι αν το πιο διεθνοποιημένο χρηματοπιστωτικό κέντρο του πλανήτη θα παραμείνει ανοιχτό στον έξω κόσμο.

Ο σημερινός υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Όσμπορν (George Osborne) συγκάλεσε συνάντηση με μια ομάδα διευθυνόντων συμβούλων από διεθνείς τράπεζες, που δημοσίως δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν να στηρίζουν το Λονδίνο. Αλλά, δεν υπήρξε κάποια σαφής δέσμευση ή αναγγελία νέων επενδύσεων.

Στο μεσοδιάστημα, οι βρετανικές τράπεζες και εταιρείες ανάπτυξης εξακολουθούν να δέχονται έντονες πιέσεις. Οι μετοχές τους είδαν διορθώσεις της τάξης των τριάντα και πλέον ποσοστιαίων μονάδων από τη στιγμή που οι οπαδοί της αποχώρησης κλείδωσαν τη νίκη τους.

Σ’ αυτό το στάδιο, οι οίκοι αξιολόγησης έχουν αρχίσουν να προειδοποιούν για τις επιπτώσεις της ψήφου.

«Κατά τη γνώμη μας, το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος του Ιουνίου του 2016 για τη συμμετοχή στη ΕΕ έχει αυξήσει τον κίνδυνο δυσμενών οικονομικών εξελίξεων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ως εκ τούτου, διακρίνουμε αρνητικές τάσεις στο οικονομικό ρίσκο του βρετανικού τραπεζικού τομέα», είπε η S&P σε ανακοίνωσή της.

Ο οίκος αξιολόγησης πρόσθεσε: «η βρετανική οικονομία έχει πλέον εισέλθει σε φάση διόρθωσης».

Οι περισσότεροι άνθρωποι με τους οποίους έχω μιλήσει πιστεύουν ότι η εξυγίανση (shakeout) μόλις άρχισε. Το χτίσιμο της φήμης του Λονδίνου ως μιας από τις πιο επιδραστικές πόλεις–κράτη –στο πνεύμα της Νέας Υόρκης, του Χονγκ Κονγκ, της Σιγκαπούρης και του Ντουμπάι– πήρε χρόνια· η ανάκτηση αυτού του ρόλου μετά το σοκ δεν θα συμβεί σε μια νύχτα.

* John Defterios is CNNMoney Emerging Markets Editor