Δημοψηφίσματα και θεσμικές αλλαγές σε Ελλάδα και Ευρώπη
Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης επιτάχυνε τον πολιτικό χρόνο στην Ευρώπη, φέρνοντας τις πολιτικές ηγεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιμέτωπες με πρωτοφανείς οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις, στον πυρήνα των οποίων διακρίνονται κρίσιμα ζητήματα ολοκλήρωσης και νομιμοποίησης εθνικών και υπερεθνικών θεσμών.
Τα δημοψηφίσματα που διεξήχθησαν τα τελευταία χρόνια και τα εκλογικά αποτελέσματα της κρίσης, καταδεικνύουν την ύπαρξη ενός μεγάλου κενού ανάμεσα στους Ευρωπαίους πολίτες –και δη τους μη προνομιούχους– και την εκτελεστική εξουσία.
Το ερώτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης διατυπώνεται παράλληλα με την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η αδυναμία τόσο των εθνικών όσο και των υπερεθνικών θεσμών στη Γηραιά Ήπειρο να αντιμετωπίσουν μείζονες κρίσεις έχει κατακερματίσει το ερώτημα σε ένα πλήθος αλληλοτροφοδοτούμενων συγκρούσεων –κομματικών, ταξικών και εθνικών–, η έκβαση των οποίων θα κρίνει το μέλλον των ευρωπαϊκών κοινωνιών και την πολιτική ταυτότητα της ένωσής τους.
Μέχρι σήμερα, οι ηγέτες της ΕΕ βρίσκονται διαρκώς πίσω από τις εξελίξεις, προσπαθώντας να διαχειριστούν το πολιτικό και οικονομικό τους κεφάλαιο με τρόπο που θυμίζει μετάθεση ευθυνών στο μέλλον· είτε αυτό αφορά στη διαχείριση του χρέους ή στη διαχείριση των προσφυγικών ροών, είτε αυτό αφορά στην ανασυγκρότηση της παραγωγής ή στην αντιμετώπιση της ανεργίας. Η αντοχή των πολιτικών συστημάτων δοκιμάζεται με γεωμετρικούς ρυθμούς.
Από τις εσωκομματικό χάσμα των Τόρηδων που οδήγησε στην προκήρυξη του βρετανικού δημοψηφίσματος μέχρι τη διπρόσωπη στάση της γερμανικής δεξιάς στο προσφυγικό και από την αβελτηρία των σοσιαλιστικών κυβερνήσεων Ολάντ μέχρι την ανερμάτιστη παρουσία της κυβερνώσας αριστεράς στον ευρωπαϊκό νότο –συν τις ακροδεξιές παρεκκλίσεις στο πρόγραμμα και τη σύνθεση των κυβερνήσεων των πρώην ανατολικών χωρών–, το μόνο που φαίνεται να ενώνει την Ευρώπη είναι οι όροι σταθερότητας του ευρώ και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, προσαρμοσμένοι στις ανάγκες και επιδιώξεις της γερμανικής ως ισχυρότερης ευρωπαϊκής οικονομίας.
Είναι γύρω από το αδιέξοδο της λογικής αυτής και των γεωπολιτικών της προεκτάσεων που (δεν) παράγεται πολιτική στην Ευρώπη.
Η είσοδος του κτιρίου Justus Lipsius στις Βρυξέλλες, έδρα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μετατόπιση του ενδιαφέροντος –από το Berlaymont, την έδρα της Κομισιόν, πενήντα μέτρα μακρύτερα στο Justus Lipsius, όπου πραγματοποιούνται οι σύνοδοι κορυφής και οι συναντήσεις του eurogroup– συμβολίζει για πολλούς τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στην ΕΕ - Πηγή: The European Union
Το νόημα της πολιτικής συγκυρίας
Ένα σχεδόν χρόνο μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, το ζήτημα της διεξαγωγής δημοψηφισμάτων επανήλθε στην ελληνική επικαιρότητα εν αναμονή των προτάσεων της κυβέρνησης για την συνταγματική αναθεώρηση, που θα παρουσιαστούν –όπως επικοινωνείται– από τον πρωθυπουργό στις 24 Ιουλίου και την 42η επέτειο της αποκατάστασης της δημοκρατίας.
Αφορμή για την ανακίνηση της συζήτησης υπήρξαν δηλώσεις της κυβερνητικής εκπροσώπου. Κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών την Τρίτη 7 Ιουνίου, η Όλγα Γεροβασίλη ερωτήθηκε αν η κυβέρνηση σκέπτεται να θέσει τις προτάσεις της σε δημοψήφισμα. Η απάντησή της ότι «δεν έχει συζητηθεί ή αποφασιστεί κάτι, αλλά δεν αποκλείεται κιόλας», άνοιξε ένα νέο γύρο αντιπαράθεσης εντός και εκτός κυβέρνησης, αύτη τη φορά στο κεφάλαιο «θεσμικές αλλαγές».
Φωτογραφία από τα θεωρεία στην Αίθουσα της Ολομέλειας κατά τη δεύτερη ημέρα συζήτηση στη Βουλή των άρθρων και του συνόλου του σχεδίου νόμου του υπουργείου Οικονομικών «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις», την Κυριακή 22 Μαΐου 2016 - Πηγή; EUROKINISSI/Γιώργος Κονταρίνης
Η Νέα Δημοκρατία, που στις αρχές Ιουνίου είχε παρουσιάσει προσχέδιο εννέα προτάσεων για τη συνταγματική αναθεώρηση, προειδοποίησε το Μαξίμου «να μην επιδοθεί σε άσκηση συνταγματικού λαϊκισμού».
«Μετά από πεντάμηνη καθυστέρηση η κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να ανοίξει τη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση. Ελπίζουμε να αντιμετωπίσει το θέμα με την απαραίτητη σοβαρότητα», ανέφερε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην ανακοίνωση που εξέδωσε.
Για τη συντηρητική παράταξη η συνταγματική αναθεώρηση αποτελεί ένα μεγάλο χαμένο στοίχημα, καθώς ήταν ο Αντώνης Σαμαράς τον Απρίλιο του 2014, που είχε ανοίξει το θέμα με 31 θέσεις στον απόηχο της πολυδιαφημιζόμενης εξόδου στις αγορές με την έκδοση πενταετούς ομολόγου, της κορωνίδας του success story.
Ήδη από τον Φεβρουάριο εκείνου του έτους, οι Σαμαράς–Βενιζέλος είχαν καταλήξει ότι η εκκίνηση της διαδικασίας για την αναθεώρηση του συντάγματος θα ανέκοπτε τη δημοσκοπική υπεροχή του ΣΥΡΙΖΑ. Εν μέσω προεκλογικής περιόδου (ευρωεκλογές–αυτοδιοικητικές Μαΐου), η κυβέρνηση θα παρουσιαζόταν ως η πραγματική μεταρρυθμιστική δύναμη της χώρας, η ΝΔ θα επανασυσπείρωνε τους ψηφοφόρους της, φέρνοντας στην ημερήσια διάταξη προτάσεις για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων ή την κατάργηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων.
Στο στρατόπεδο του ΣΥΡΙΖΑ, η πρωτοβουλία Σαμαρά είχε ερμηνευτεί ως «συνταγματοποίηση του μνημονίου», ενσωμάτωση δηλαδή στον καταστατικό χάρτη της πολιτείας των –νεοφιλελεύθερης κοπής– βασικών παραδοχών των προγραμμάτων διάσωσης για την οικονομική διαχείριση και πολιτική διακυβέρνηση στην Ελλάδα. «Στόχος των προτάσεων είναι η δημιουργία ενός κράτους ακόμα πιο εχθρικού προς τον λαό και τα συμφέροντά του», είχε πει το ΚΚΕ.
Το Ποτάμι είχε χαρακτηρίσει τότε «προσχηματική» την αναγγελία συνταγματικής αναθεώρησης. Αιχμές για τον προεκλογικό χρόνο των προτάσεων είχε αφήσει το ΠΑΣΟΚ, τονίζοντας ότι «μόνο μέσα σε ένα κλίμα υπευθυνότητας και συναίνεσης αποκτά νόημα η διαδικασία αναθεώρησης, αλλιώς κινδυνεύουμε να μετατρέψουμε το Σύνταγμα από εγγύηση εθνικής ενότητας σε γήπεδο μικροκομματικής αντιπαράθεσης και θεσμικής δημαγωγίας».
Το εκλογικό αποτέλεσμα του Μαΐου και η πέμπτη αξιολόγηση του δεύτερου προγράμματος (που δεν έκλεισε ποτέ) έδειξαν τα όρια των ελιγμών της τότε κυβέρνησης, η οποία –παρόλα αυτά– πόνταρε στη συνταγματική αναθεώρηση μέχρι τέλους.
Τον Νοέμβριο του 2014, ο Αντώνης Σαμαράς θα όριζε τον Προκόπη Παυλόπουλο πρόεδρο της επιτροπής της ΝΔ για την αναθεώρηση του συντάγματος. Αρχές Δεκεμβρίου, ο πρώην πρωθυπουργός θα παρουσίαζε στους βουλευτές του κόμματος τις προτάσεις του, υποστηρίζοντας ότι, αν δεν προχωρήσει η αναθεώρηση, νέο σύνταγμα μπορεί να υπάρξει μόνο μετά το 2021. «Ή τώρα ή ποτέ», γράφτηκε στους τίτλους των ειδήσεων. Το κλίμα από Βρυξέλλες και Βερολίνο προμήνυε ότι η κυβέρνηση μετρούσε μέρες.
Στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης νόμου για την αναθεώρηση του Συντάγματος, που κατέθεσαν οι βουλευτές της ΝΔ στη Βουλή των Ελλήνων στις 6 Δεκεμβρίου 2014, γινόταν λόγος για «θεσμική και πολιτική κόπωση» ορισμένων διατάξεων του αρχικού συντάγματος του 1975 και «κοινώς παραδεδεγμένες ατέλειες» των μετέπειτα αναθεωρήσεών του, ενώ «η βαθειά κοινωνική και οικονομική κρίση –η οποία, σημειωτέον αφορά όχι μόνο την Ελλάδα αλλά όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και, κυρίως, την Ευρωζώνη– καθιστά επιβεβλημένη την επέλευση εκείνων των αλλαγών στο κανονιστικό corpus του Συντάγματος, οι οποίες θα δρομολογήσουν την άμεση αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεών της, με προτεραιότητα το πεδίο του κοινωνικού κράτους δικαίου».
Ο τότε φιλοκυβερνητικός τύπος έκανε λόγο για σαρωτικές αλλαγές και βαθύτατες τομές στο πολιτικό σύστημα, ανάκτηση της αξιοπιστίας του, διασφάλιση όρων λειτουργικότητας και αποτελεσματικότητάς του. Στην αναθεωρητική πρωτοβουλία, μεταξύ άλλων, προτεινόταν η «διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των θεσμών άμεσης δημοκρατίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον θεσμό του δημοψηφίσματος», και ειδικότερα η προκήρυξη δημοψηφίσματος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για κρίσιμα εθνικά θέματα «με δική του, αποκλειστικώς, πρωτοβουλία», αλλά και «υπό τις πρόσφορες προϋποθέσεις και δια της οδού της λαϊκής πρωτοβουλίας».
Στις 9 Δεκεμβρίου, ο Αντώνης Σαμαράς θα ανακοίνωνε το όνομα του Σταύρου Δήμα ως υποψηφίου για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας:
Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας είχε μετατραπεί το τελευταίο διάστημα σε πρόσχημα εκβιασμού πρόωρων εκλογών. Κι έτσι, ενώ οικονομικά είχαμε σταθεροποιηθεί και είχαμε μπει επιτέλους στην ανάκαμψη, δημιουργήθηκαν και πάλι σύννεφα πολιτικής αστάθειας μέσα στην Ελλάδα και πολιτικής αβεβαιότητας για την Ελλάδα στο εξωτερικό.
Όπως όφειλε να κάνει, η κυβέρνησή μας αποφάσισε να απομακρύνει αυτή την αβεβαιότητα και να αποκαταστήσει πλήρως την πολιτική σταθερότητα, επισπεύδοντας την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Εξάλλου, η χθεσινή απόφαση του Eurogroup να εγκρίνει την πιστωτική γραμμή της Ελλάδας και να δώσει τεχνική παράταση δύο μηνών για την ολοκλήρωση της νέας συμφωνίας, δείχνει ότι και στην Ευρώπη συνειδητοποιούν πλέον ότι η Ελλάδα θα περάσει στην επόμενη μέρα. Κι αυτό είναι ιδιαίτερα θετικό για τη χώρα.
Έτσι, με την εκλογή Προέδρου από την Ελληνική Βουλή ως το τέλος του μήνα, θα έχουν καθαρίσει τα σύννεφα πια και η χώρα μας θα είναι έτοιμη να μπει και επισήμως στη μετά το μνημόνιο εποχή.
Αν πιστέψει κανείς μεταγενέστερο ρεπορτάζ της Καθημερινής, Σόιμπλε και Τόμσεν είχαν ήδη δώσει τη χαριστική βολή.
Στις 11 Δεκεμβρίου, ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας θα γνωστοποιούσε στον πρόεδρο της Βουλής Ευάγγελο Μεϊμαράκη την απόφαση του ΣΥΡΙΖΑ να μην συμμετάσχει στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος της Βουλής, που επρόκειτο να συγκροτηθεί σε σώμα το προσεχές διάστημα.
Κανένας στο αυτοαποκαλούμενο συνταγματικό τόξο δεν περίμενε ότι κάποτε –πολύ σύντομα– θα προκηρυσσόταν δημοψήφισμα για το ίδιο το μνημόνιο.
Στην πρωτη γραμμή οι Κυριάκος Μητσοτάκης, Μάκης Βορίδης, Αντώνης Σαμαράς και Γιάννης Τραγάκης παρακολουθούν την επεισοδιακή συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για το δημοψήφισμα, το Σάββατο 27 Ιουνίου 2015 - Πηγή: EUROKINISSI/Γιώργος Κονταρίνης
Επικοινωνιακά πυροτεχνήματα
Στο τέλος άλλης μιας αξιολόγησης, κυβέρνηση και αντιπολίτευση επιβεβαιώνουν με τις τοποθετήσεις τους το ύφος των παρεμβάσεων, με το οποίο αναγνωρίζεται η παρουσία τους στα δημόσια πράγματα τα τελευταία χρόνια.
«Ουσιαστική συζήτηση χωρίς επικοινωνιακά πυροτεχνήματα» ζήτησε από τα υπόλοιπα κόμματα το Ποτάμι, καλώντας την κυβέρνηση «να πει άμεσα και ξεκάθαρα τι πρεσβεύει» και «να μην χρησιμοποιεί τον εκλογικό νόμο και το Σύνταγμα ως παραβάν της αποτυχημένης της πολιτικής».
Χρησιμοποιώντας παρόμοια φρασεολογία, η Δημοκρατική Συμπαράταξη κάλεσε την κυβέρνηση «να αντιμετωπίσει τουλάχιστον το μείζον αυτό θέμα με τη δέουσα σοβαρότητα και όχι να το χρησιμοποιεί ως “πυροτέχνημα” για αντιπερισπασμό και εξυπηρέτηση μικροκομματικών στόχων».
Η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Φώφη Γεννηματά, ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Θανάσης Θεοχαρόπουλος, ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης και ο επιφαλής του Ποταμιού Σταύρος Θεοδωράκης παρίστανται στην εκδήλωση που συστήθηκε με πρωτοβουλία των κομμάτων τους –την Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016, στο αμφιθέατρο του Αθηνα 9,84 στην Τεχνόπολη στο Γκάζι και– είχε θέμα «Οι μεγάλες θεσμικές αλλαγές που είναι αναγκαίες για μια νέα αρχή στη χώρα», με βασικούς ομιλητές του καθηγητές Νικηφόρο Διαμαντούρο, Γιώργο Σωτηρέλλη και Ξενοφώντα Κοντιάδη - Πηγή: EUROKINISSI/Γιώργος Κονταρίνης
Από την πλευρά του, ο γενικός γραμματέας της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ, χαρακτήρισε «αποπροσανατολιστική» τη σχετική συζήτηση. Μιλώντας στην ΕΡΤ, ο Δημήτρης Κουτσούμπας σημείωσε ότι το ζήτημα «είναι πρώτο θέμα στους τηλεοπτικούς δέκτες, το πρώτο θέμα για τον λαό είναι άλλο» και έδειξε προς το φθινόπωρο και τα νέα μέτρα που αναμένονται να ζητηθούν από τους θεσμούς στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος.
«Πρόκειται για κοροϊδία και υποκρισία, δημοψήφισμα γίνεται για συγκεκριμένο ζήτημα, έτσι η κυβέρνηση θα ρωτήσει τον λαό αν συμφωνεί με την κατάργηση του άρθρου 16 στο Σύνταγμα και αν ο λαός πει “ναι”, τότε θα πει ότι έχω την λαϊκή έγκριση για να υλοποιήσω την πολιτική της ΕΕ και των ιδιωτικών συμφερόντων. Αν ο λαός πει “όχι”, τότε υπάρχει πείρα πώς το “όχι” γίνεται “ναι” καθώς η κυβέρνηση θα πει ότι διαπραγματεύθηκε σκληρά, θα επικαλεστεί μετά μείζονες λόγους και θα πει “ναι”», εξήγησε ο κ. Κουτσούμπας από τηλεοράσεως.
Φωτογραφία από την επίσκεψη του γενικού γραμματέα της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα στον Αη Στράτη, το Σάββατο 11 Ιουνίου 2016, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα εκατό χρόνια του κόμματος, εις μνήμην όσων εξορίστηκαν στο ακριτικό νησί - Πηγή: EUROKINISSI/Σωτήρης Δημητρόπουλος
Πιο οξύς εμφανίστηκε ο Ευάγγελος Βενιζέλος, σχολιάζοντας από το Facebook ότι «συνταγματικές αλλαγές με “διαβούλευση” και “δημοψήφισμα” επιχείρησε μόνο η δικτατορία το 1968 και το 1973». Η ακαδημαϊκή υπεροχή και πολιτική εμπειρία του γενικού εισηγητή της συνταγματικής αναθεώρησης του 2001 και πρώην προέδρου του ΠΑΣΟΚ τού επιτρέπει να διεκδικεί το ρόλο εθνικού ερμηνευτή του καταστατικού πολιτειακού χάρτη. Δεν τον προφυλάσσει, όμως, πάντα από στιγμές υπερβολής, όπως όταν είχε πέρυσι χαρακτηρίσει αντισυνταγματική την παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου στην κοινοβουλευτική συνεδρίαση για τη συγκρότηση επιτροπής δημόσιου χρέους, εκφράζοντας «θεσμική οδύνη».
Με την τελευταία του παρέμβαση, ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Σαμαρά κατηγόρησε την κυβέρνηση για «καθεστωτική αλλαγή», ενώ σε συνέντευξή του στον ραδιοσταθμό Αθήνα 9,84 υπογράμμισε ότι «όποιος παίζει με τη διαδικασία αναθεώρησης βρίσκεται ένα βήμα πριν από την κατάλυση του Συντάγματος».
Θα έλεγε κανείς ότι δεν είχε περάσει ημέρα από το 2014. Επανερχόμενη η Όλγα Γεροβασίλη την επόμενη ημέρα Τετάρτη –αυτήν τη φορά στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ– δικαιολογήθηκε ότι «στο πλαίσιο ενός μεγάλου διαλόγου, μίας ευρείας διαβούλευσης με τον ελληνικό λαό, προφανώς και θα συζητήσουμε όλα τα ενδεχόμενα. Και δεν καταλαβαίνω γιατί αυτό πρέπει να ποινικοποιηθεί». Έκανε δε λόγο για «φόβο του πολιτικού συστήματος απέναντι στη λαϊκή κρίση».
Ήταν η πολλοστή φορά που μια κυβέρνηση φώναζε «λύκος».
Η κυβερνητική εκπρόσωπος Όλγα Γεροβασίλη ενημερώνει τους πολιτικούς συντάκτες, την Τρίτη 1 Μαρτίου 2016 - Πηγή: EUROKINISSI/Γιάννης Παναγόπουλος
Το αριστερό Σύνταγμα του 2021
Μεταξύ του eurogroup της 24ης Μαΐου, οπότε και εκλεισε ουσιαστικά η δεύτερη αξιολόγηση, και του βρετανικού δημοψηφίσματος, που διεξάγεται σήμερα, η κυβέρνηση δεν δυσκολεύτηκε να αλλάξει την ατζέντα. Εξάλλου, οι Ευρωπαίοι εταίροι διατείνονταν ότι αυτή θα ήταν μία νεκρή περίοδος, καθώς προείχε η υπόθεση Brexit.
Η αναφορά στην πολιτικά φορτισμένη λέξη «δημοψήφισμα» είχε το νόημά της. Από τις ανακοινώσεις αντιπολίτευσης και αντιπολιτευόμενων κανένας δεν βγήκε σοφότερος. Η δημιουργική ασάφεια στο δημόσιο λόγο επιτάθηκε με τις τοποθετήσεις των κυβερνητικών στελεχών, που ακολούθησαν την εκπρόσωπο της κυβέρνησης.
Την επομένη των δηλώσεων Γεροβασίλη, ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και συνταγματολόγος Κώστας Χρυσόγονος υποστήριξε πως δεν νοείται δημοψήφισμα επί της συνταγματικής αναθεώρησης, ακόμα και αν έχει συμβουλευτικό και όχι δεσμευτικό χαρακτήρα για την κυβέρνηση.
Όπως δήλωσε στον ραδιοσταθμό Βήμα FM, την Τετάρτη: «Κατά το άρθρο 110 του Συντάγματος, την αναθεώρηση τη διενεργεί η αναθεωρητική Βουλή, αφού έχουν προηγηθεί, η διαπίστωση της ανάγκης αναθεώρησης από την προηγούμενη Βουλή και η μεσολάβηση βουλευτικών εκλογών. Τώρα ενδέχεται οι εκλογές αυτές να προσλάβουν έναν οιονεί, δημοψηφισματικό χαρακτήρα, στο βαθμό που τυχόν τα προγράμματα των κομμάτων και τελικώς οι επιλογές των ψηφοφόρων να αναδεικνύουν ως κεντρικό ζήτημα την αναθεώρηση του Συντάγματος ή μη. Δεν μπορεί να υπάρξει ούτε συμβουλευτικό δημοψήφισμα. Προφανώς, δεν είχε το νόημα ότι η κυβέρνηση προτίθεται να διεξάγει δημοψήφισμα, νομίζω ότι εννοούσε αυτό που σας είπα, ότι μπορεί να προσλάβουν οιονεί, δημοψηφισματικό χαρακτήρα οι βουλευτικές εκλογές».
Υπέρ των δημοψηφισμάτων για σειρά πολιτικών ζητημάτων εθνικού χαρακτήρα τάχθηκε ο Γιώργος Κατρούγκαλος, διευκρινίζοντας ότι πρόκειται για προσωπική του άποψη. Μιλώντας την ίδια μέρα στον ραδιοσταθμό Παραπολιτικά, ο υπουργός Εργασίας ανέφερε ότι η διαδικασία για την αναθεώρηση θα εξελιχθεί «προφανώς» και «ακριβώς» όπως ορίζει το άρθρο 110. «Εάν, όμως, για ορισμένα θέματα από αυτά θελήσουμε να έχουμε και τη γνώμη του λαού, ο λαός είναι κυρίαρχος. Ποιος φοβάται τον λαό;» διερωτήθηκε και συμπλήρωσε ότι στα δημοψηφίσματα, όπως και στις δημοσκοπήσεις, όλα εξαρτώνται «από τον τρόπο που θα τεθεί το ερώτημα».
Ο κ. Κατρούγκαλος έκανε λόγο για την ανάγκη να υπάρχει «ομοφωνία» σε πολλά θέματα, όπως το «απαράδεκτο καθεστώς της ασυλίας των υπουργών», ζητώντας να αλλάξει το άρθρο 86 που ρυθμίζει την ποινική ευθύνη των υπουργών.
Σε συνέντευξη τύπου την Πέμπτη 9 Ιουνίου, ο Νίκος Βούτσης διαβεβαίωσε ότι η διαδικασία για τη συνταγματική αναθεώρηση θα πραγματοποιηθεί με τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες που προβλέπει το άρθρο 110 του Συντάγματος. Ωστόσο, ο πρόεδρος της Βουλής δεν απέκλεισε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για άλλα ζητήματα, υποστηρίζοντας –όπως η κ. Γεροβασίλη– ότι δεν έχει γίνει καμία σχετική συζήτηση:
«Το δημοψήφισμα πρέπει να συζητηθεί. Ήταν λάθος που σαράντα χρόνια δεν είχε γίνει κανένα. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να περάσουμε σε κατάσταση Ελβετίας. Το Σύνταγμα είναι αυστηρό και δίνει κατεύθυνση για το τι είδους και σε τι ζητήματα μπορεί (...) Δεν τίθεται θέμα για δημοψηφίσματα σε θέματα ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ή για μεγάλα δημοσιονομικά θέματα (...) Δεν υπάρχει απόφαση για δημοψήφισμα π.χ. για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, τις σχέσεις εκκλησίας–κράτους (...) Υπάρχουν προτάσεις για ενίσχυση ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας μέσω εκλογής του από λαό».
Την ίδια Πέμπτη, συνεδρίασε η πολιτική γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ. Κύριο θέμα συζήτησης ήταν η συνταγματική αναθεώρηση και η αλλαγή του εκλογικού νόμου. Εκεί, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αναφέρθηκε στην ανάγκη για μια «βαθιά δημοκρατική τομή» με χρονικό ορίζοντα το 2021 –το «Σύνταγμα της Ελλάδας του 2021», όπως φέρεται να είπε χαρακτηριστικά. Οι άλλες φράσεις του, που έδωσαν τους τίτλους σε ρεπορτάζ και πρωτοσέλιδα, ήταν πως «η πρώτη κυβέρνηση της αριστεράς οφείλει να αφήσει αποτύπωμα διεκδίκησης μεγάλων αλλαγών σε κράτος, πολιτικό σύστημα και θεσμούς», αλλά και πως «δεν πρέπει να έχουμε ταμπού για την αναθεώρηση».
Την Παρασκεύη, τρίτωσαν οι παρεμβάσεις Γεροβασίλη. Από τη συχνότητα του Kontra Channel, η κυβερνητική εκπρόσωπος εξήγησε πως η επίμαχη δήλωσή της μεταφράστηκε «ότι με δημοψήφισμα θα αλλάξουμε το Σύνταγμα». Πρόσθεσε δε ότι «τη συζήτηση για τα δημοψηφίσματα δεν θα την κάνουμε με ταμπού».
Ο τότε υπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης Νίκος Βούτσης και ο τότε αναπληρωτής του Γιώργος Κατρούγκαλος δίνουν συνέντευξη τύπου για το δημοψήφισμα, την Τρίτη 30 Ιουνίου 2015. Είχε προηγηθει η συνεδρίαση της άτυπης διακομματικής επιτροπής, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι και των επτά πολιτικών κομμάτων σε Βουλή και ευρωβουλή, με σκοπό την επίλυση όσων ζητημάτων σχετίζονται με την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος - EUROKINISSI/Χρήστος Μπόνης
Η εβδομάδα, που ως προς την πολιτική και παραπολιτική της διάσταση περιστράφηκε γύρω από το ζήτημα των θεσμικών αλλαγών και το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος, έκλεισε με τους Νίκο Βούτση και Γιώργο Κατρούγκαλο.
Μιλώντας ο πρώτος στην ΕΡΤ, απέκλεισε το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος για τη συνταγματική αναθεώρηση. Όπως τόνισε, «το δημοψήφισμα δεν είναι ταμπού για επιμέρους ζητήματα», ενώ από τις σελίδες της εφημερίδας Αγορά σημείωσε ότι «αποτελεί υποχρέωση της κυβέρνησης να τεθούν σε συζήτηση οι μεγάλες θεσμικές τομές στο πολιτικό σύστημα που θα δώσουν ανάσα δημοκρατίας».
Απαντώντας δε στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης για επικοινωνιακά πυροτεχνήματα, είπε «αλίμονο αν η πολιτική ζωή του τόπου έμενε εγκλωβισμένη, στάσιμη και σε μεγάλο βαθμό χειραγωγημένη από τις συζητήσεις και τις δεσμεύσεις της χώρας για την οικονομική συμφωνία με τους δανειστές».
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος –που αναμένεται να συμμετάσχει στην επιτροπή συνταγματικής αναθεώρησης του Μαξίμου, μαζί με τον Κώστα Χρυσόγονο, τον Χριστόφορο Βερναρδάκη, τον Ηλία Νικολόπουλο και τον Νίκο Παρασκευόπουλο– έκανε λόγο για μετάβαση στη Δ΄ Ελληνική Δημοκρατία «με νέους θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, ενίσχυσης των ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων και θωράκιση του πολιτεύματος απέναντι στη νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση».
Από τις σελίδες της Realnews, χαρακτήρισε την «επανεκκίνηση και ανάταξη του πολιτικού συστήματος» ως κατεξοχήν «κρίσιμο εθνικό θέμα, για το οποίο το άρθρο 44, παρ. 2 του Συντάγματος, προβλέπει τη διενέργεια δημοψηφίσματος».
Έχοντας κερδίσει δύο εκλογικές αναμετρήσεις και ένα δημοψήφισμα, ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε εκεί όπου βρισκόταν η Νέα Δημοκρατία δύο χρόνια πριν· με τη διαφορά ότι έχει μπροστά του περισσότερο χρόνο, όντας στην αρχή της κυβερνητικής του θητείας.
Το ζητούμενο της συνταγματικής αναθεώρησης
Οι αναγνώσεις του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου παραμένουν ετερόκλητες υπό το φως των μεταγενέστερων εξελίξεων. Όμως, το αποτέλεσμά του παραμένει η πιο καθαρή και αξιόπιστη αποτύπωση του ταξικού ρήγματος που έχει προκληθεί τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία· ρήγμα που οι θεσμικές σταθερές του συστήματος δεν κατάφεραν να καλύψουν σε συνθήκες πρωτοφανούς οικονομικής και πολιτικής κρίσης.
Οι πρώτες ώρες από τη μεγαλειώδη συγκέντρωση, που πραγματοποιήθηκε υπέρ του «Όχι» στην πλατεία Συντάγματος, την Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015 - Πηγή: EUROKINISSI/Τατιάνα Μπόλαρη
Είναι η αναντιστοιχία των θεσμών με την κοινωνική πραγματικότητα ή η ανάγκη των κομμάτων εξουσίας για πολιτικούς ελιγμούς αυτή που τροφοδοτεί το αίτημα για θεσμικές αλλαγές;
«Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι δημοσιονομικό και οι Ευρωπαίοι άργησαν να το καταλάβουν», έχει υποστηρίξει ο Γάλλος δημοσιογράφος Ζαν Κατρεμέρ (Jean Quatremer).
Για τον δημιουργό του ντοκιμαντέρ «Ελλάδα, η επόμενη μέρα», που βγήκε στον αέρα του γαλλικού Arte στις 20 Οκτωβρίου και μέρη του επαναπροβλήθηκαν προσφάτως στην εκπομπή «Ιστορίες» του ΣΚΑΪ, «είναι πρόβλημα δομής του κράτους, κράτους δικαίου, απονομής δικαιοσύνης, πρέπει όλα να αλλάξουν. Η Ελλάδα χρειάζεται μια πραγματική επανάσταση. Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ έφτασαν στο όριο των δυνατοτήτων τους ως προς τη μεταρρύθμιση του κράτους, επειδή αυτό το διεφθαρμένο κράτος –το πελατειακό και αναποτελεσματικό που απομυζά την οικονομία για το χατίρι λίγων– είναι δικό τους δημιούργημα».
Παραλλαγές αυτής της άποψης ακούγονται πολλές κατά καιρούς. Ξεκινώντας από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι οι ρίζες της ελληνικής κρίσης θα πρέπει να αναζητηθούν στη δημόσια διοίκηση και την οργάνωση του κράτους. Ή ακόμα ότι η αδυναμία να διέλθει η χώρα από την κρίση οφείλεται στην ανεπαρκή δημόσια διοίκηση και την απαράδεκτη οργάνωση του κράτους.
Πέραν, όμως, από τις συγκλίνουσες διαπιστώσεις εκτός συνόρων, υπάρχουν οι αποκλίνουσες προσδοκίες περί πολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας εντός αυτών.
Για τα κόμματα που προσβλέπουν στην εξουσία η συνταγματική αναθεώρηση αποκτά διττό σκοπό: μέσα από την παγίωση των συνταγματικών κανόνων να αναδειχθεί η νέα κυρίαρχη αφήγηση και μέσω αυτής να αναδειχθεί ο εκάστοτε φορέας της.
Το περιεχόμενο των θεσμικών αλλαγών και η παγίωσή τους στην πολιτική ζωή δεν είναι ουδέτερα, αλλά έχουν ιδεολογικό πρόσημο· πρόσημο που μπαίνει μπροστά από το πολιτικό πρόγραμμα της εκάστοτε κυβέρνησης, από τη στιγμή που το σύνταγμα είναι οι κανόνες που παραμένουν αμετάβλητοι.
Εδώ και πολλά χρόνια, οι συζητήσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση περιστρέφονται γύρω από το άρθρο 16 του Συντάγματος, που ορίζει μεταξύ άλλων την οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης, το άρθρο 106 του Συντάγματος, που ορίζει μεταξύ άλλων ότι «το κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη χώρα», ότι «η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας») και για το οποίο είχε ζητήσει αλλαγές ο ΣΕΒ τον Μάιο του 2004, το άρθρο 86 περί ευθύνης υπουργών, το άρθρο 23 περί συνδικαλιστικής ελευθερίας, το άρθρο 62 για τη βουλευτική ασυλία, τον διαχωρισμό εκκλησίας–κράτους.
Πιο πρόσφατα, στο τραπέζι μπήκε η ενδεχόμενη αύξηση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας και το αν αυτή θα συνοδεύεται από αλλαγή του τρόπου εκλογής του, η θέσπιση ασυμβίβαστου υπουργών–βουλευτών και ορίου στην κοινοβουλευτική θητεία, η διατήρηση ή μη του ΕΣΡ, η σύσταση του θεσμού της εποικοδομητικής ψήφου εμπιστοσύνης (όπως πρότειναν προσφάτως οι Νίκος Αλιβιζάτος, Παναγής Βουρλούμης, Γιώργος Γεραπετρίτης, Γιάννης Κτιστάκις, Στέφανος Μάνος, Φίλιππος Σπυρόπουλος).
Η επιδίωξη τέτοιων αλλαγών συνδιαμορφώνεται με την προοπτική και κατοχύρωση της εξουσίας, καθώς επηρεάζει όλους εκείνους τους μηχανισμούς που την αναδεικνύουν και τη συντηρούν.
Στιγμιότυπο από τη συγκέντρωση υπέρ του «Ναι» στην πλατεία Συντάγματος, την Τρίτη 30 Ιουνίου 2015 - Πηγή: EUROKINISSI/Γιώργος Κονταρίνης
Αναζητώντας την εκτελεστική εξουσία
Από όλο το θεματολόγιο της συνταγματικής αναθεώρησης, ο δημόσιος διάλογος των ημερών φάνηκε να εξαντλείται στον τρόπο εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας.
Την περασμένη Πέμπτη 16 Ιουνίου, η ομάδα των «53» του ΣΥΡΙΖΑ διατύπωσε την αντίθεσή της στην ανακίνηση του θέματος από την κυβέρνηση.
«Άποψη σοβαρών συνταγματολόγων είναι ότι τα προβλήματα που προκύπτουν, απορρέουν από τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και όχι από τις υπάρχουσες συνταγματικές ρυθμίσεις. Ουσιαστικό πρόβλημα, που συνδέεται ευθέως με το Σύνταγμα, είναι μόνο αυτό της ποινικής ευθύνης των υπουργών, που ρυθμίζεται με απαράδεκτο τρόπο και όντως πρέπει να αναθεωρηθεί».
Οι «53» τάχθηκαν υπέρ της καθιέρωσης απλής αναλογικής και κατά της άμεσης εκλογής Προέδρου από το λαό, καθώς «έχουμε ανάγκη ενίσχυσης των εξουσιών του κοινοβουλίου και όχι μείωσής τους».
Στην πιο ηχηρή παρέμβαση κατά των σχεδίων του Μαξίμου, η θεωρούμενη ως εσωκομματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ διαμήνυσε ότι η σχετική συζήτηση «απομακρύνει» την κυβέρνηση από τον «κεντρικό στόχο» της «παραγωγής έργου» ή, όπως έγραψε, «τις μεγάλες μεταρρυθμιστικές τομές που υποστήριζε πάντα η Αριστερά, όσο και την αντιμετώπιση προβλημάτων καθημερινότητας».
Ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι παρίστανται στο Brussels Economic Forum, Belgium, την Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016. Η κενή θέση ανάμεσά τους προορίζεται για τον αντιπρόεδρο της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόφσκις - Πηγή: REUTERS/Francois Lenoir
Στο ζήτημα της εκλογής ΠτΔ επικεντρώθηκε και η παρέμβαση του Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Μετά από πολύμηνη σιωπή, υποστήριξε με άρθρο του στην εφημερίδα Realnews (19/6) ότι το κοινοβούλιο θα πρέπει να διατηρήσει την κυρίαρχη ισχύ του και να αποσυνδεθεί από τις προεδρικές εκλογές. Ο πρώην πρόεδρος της Βουλής πρότεινε καταφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία μόνο αν δεν έχουν αποτέλεσμα οι τρεις διαδοχικές ψηφοφορίες στη Βουλή, καθώς η άμεση εκλογή ΠτΔ από το λαό θα οδηγήσει σε «διπολικό σύστημα εκτελεστικής εξουσίας».
Το ερώτημα «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο» επανέρχεται κάθε φορά που το πολιτικό σύστημα μιας χώρας προσκρούει σε αδιέξοδο κυριαρχίας των θεσμών της.
Με το Σύνταγμα να εξασφαλίζει πανίσχυρο πρωθυπουργό, η Ελλάδα μέχρι τα πρώτα χρόνια της κρίσης διέθετε ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις, η κυβέρνηση ήλεγχε τον διορισμό χιλιάδων κρατικών αξιωματούχων και την κατανομή των κρατικών πόρων, ενώ οι νομοθέτες υπόκειντο στον κανόνα μιας σιδηράς κομματικής πειθαρχίας.
Αν υπάρχει νόημα στη συζήτηση για ενδεχόμενες αλλαγές στην εκτελεστική εξουσία, αυτό αποτυπώνεται στην εικόνα του Γιώργου Παπανδρέου –ενός πανίσχυρου πρωθυπουργού του 43,92%– να ανακοινώνει από το Καστελλόριζο την έλευση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην πλατεία Συντάγματος.
Στιγμιότυπο από την επίσκεψη του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου στο Καστελλόριζο, την Παρασκευή 23 Απριλίου 2010, συνοδεία της υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, Λούκας Κατσέλη - Πηγή: EUROKINISSI/Τατιάνα Μπόλαρη
Η ευρωπαϊκή περιπέτεια των μεγάλων αλλαγών
Αυτό που παραμένει ανομολόγητο ή τουλάχιστον εκφέρεται εμμέσως είναι πως η βίαια αναδιάταξη της ελληνικής οικονομίας υπό τις επιταγές των τριών προγραμμάτων στήριξης δεν πρόκειται να αφήσει ανέπαφο τον πυρήνα των θεσμών που τις τελευταίες δεκαετίες μορφοποίησαν στρατηγικούς εθνικούς στόχους –όπως την ένταξη στο ευρώ ή το άνοιγμα του χρηματοπιστωτικού συστήματος– και ταυτόχρονα συνέτειναν στη διαμόρφωση συνθηκών χρεοκοπίας.
Η μνημονιακή εμπειρία των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (ΠΝΠ) άλλαξε δραματικά την όποια ισορροπία ανάμεσα στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, εγείροντας ερωτήματα για το τι σημαίνει τελικά η συνταγματική διατύπωση στο άρθρο 30 «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ρυθμιστής του πολιτεύματος». Όπως με τις πρόωρες εκλογές στο όνομα της Κύπρου, έτσι και στις ΠΝΠ η ερμηνεία των εκτάκτων περιπτώσεων εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης κατέστη έρμαιο πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Όμως, τα θεσμικά δράματα σε συνθήκες πολιτικής και οικονομικής ασφυξίας δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Η αποκάλυψη της αδυναμίας των ευρωπαϊκών θεσμών στην αντιμετώπιση δύο μεγάλων κρίσεων (ευρωζώνη, προσφυγικό) ερέθισε τα συντηρητικά αντανακλαστικά των ευρωπαϊκών κοινωνιών, επιφέροντας απροσδόκητες ανακατατάξεις στο πολιτικό σκηνικό.
Ο υπουργός Οικονομίας Εμανουέλ Μακρόν (Emmanuel Macron), ο Γάλλος πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς και ο υφυπουργός κοινοβουλευτικών σχέσεων Ζαν Μαρί Λε Γκεν (Jean-Marie Le Guen) στη γαλλική εθνοσυνέλευση, την Τετάρτη 22 Ιουνίου - Πηγή: REUTERS/Jacky Naegelen
Η παρολίγον κατάκτηση του ανώτατου πολιτειακού αξιώματος στην Αυστρία από τον υποψήφιο ενός ακροδεξιού κόμματος με ναζιστικό παρελθόν καταγράφεται ως η πιο απειλητική εξέλιξη στο πρόβλημα πολιτικής νομιμοποίησης που αντιμετωπίζει η εκτελεστική εξουσία σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Το περασμένο φθινόπωρο, η απόφαση του Πορτογάλου προέδρου Ανίμπαλ Καβάκο Σίλβα (Aníbal Cavaco Silva) να αναθέσει το σχηματισμό κυβέρνησης μειοψηφίας στον απερχόμενο πρωθυπουργό Πέδρο Πάσους Κοέλιου (Pedro Passos Coelho) είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις.
Στις βουλευτικές εκλογές της 4ης/10/2015 ο κεντροδεξιός συνασπισμός του Κοέλιου δεν έβγαζε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Απεναντίας, οι Σοσιαλιστές του Αντόνιο Κόστα (Antonio Costa) σε συνδυασμό με τα δύο ενισχυμένα κόμματα της Αριστεράς (Κομμουνιστικό Κόμμα και Μπλοκ της Αριστεράς) μπορούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση· είχαν μάλιστα διακηρύξει την πολιτική τους βούληση προς αυτήν την κατεύθυνση, προκαλώντας ανησυχίες σε Βρυξέλλες και Βερολίνο.
Με διάγγελμά του στις 22/10/2015, ο Καβάκο Σίλβα θα ανέθετε τον σχηματισμό κυβέρνησης στον Κοέλιου όχι μόνο «επειδή η παράδοση της χώρας επιτάσσει να δίδεται εντολή στον επικεφαλής του πρώτου κόμματος», αλλά και επειδή «έξω από την ΕΕ και το ευρώ το μέλλον της Πορτογαλίας θα είναι καταστροφικό», εξηγώντας ότι «είναι καθήκον μου να κάνω τα πάντα για να αποφύγω να δοθούν λάθος μηνύματα σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, επενδυτές και αγορές».
Σύμφωνα με το πορτογαλικό σύνταγμα του 1976/1982/1989 και το άρθρο 120, «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκπροσωπεί την Πορτογαλική Δημοκρατία, εγγυάται την εθνική ανεξαρτησία, την ενότητα του κράτους και την εύρυθμη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών και είναι ex officio ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων». Άραγε, ποια από όλες αυτές τις εγγυήσεις περιγράφει τις αγορές;
Ο Πορτογάλος πρόεδρος Άνιμπαλ Καβάκο Σίλβα, ο Ιταλός ομόλογός του Τζόρτζιο Ναπολιτάνο και ο βασιλιάς της Ισπανίας Χουάν Κάρλος (σ.σ. όλοι σήμερα έχουν αποσυρθεί από το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα) παρίστανται στην απονομή των βραβείων του ισπανικού Nueva Economía Fórum στο Teatro de la Zarzuela της Μαδρίτης, την Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012. Ο πρώην βασιλιάς παραδίδει το βραβείο του 2012 στον Ναπολιτάνο και το βραβείο του 2011 στον Σίλβα. Τη διετία 2011-2012, Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία βρέθηκαν στο επίκεντρο της οικονομικής κρίσης στην ευρωζώνη - Πηγή: Carlos Alvarez/Getty Images
Ιταλία: Η επόμενη κρίση
Είναι στην Ιταλία που αποτυπώθηκε με τον πιο εμβληματικό τρόπο η μετατροπή ενός αρχηγού κράτους με ρόλο εθιμοτυπικό και χωρίς ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες σε στυλοβάτη της ευρωπαϊκής λιτότητας στο όνομα της σταθερότητας.
Μια σειρά δραματικών πολιτικών αλλαγών συνδέει την καταλυτική απόφαση ενός πρώην κομμουνιστή προέδρου με το δημοψήφισμα που αναμένεται να διεξαχθεί τον προσεχή Οκτώβριο στη χώρα.
Στις εθνικές εκλογές του Φεβρουαρίου του 2013 πρώτο κόμμα θα αναδεικνυόταν το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα. Το αποτέλεσμα θεωρήθηκε ράπισμα στον τεχνοκράτη πρωθυπουργό Μάριο Μόντι (Mario Monti), που είχε διαδεχθεί τον παραιτηθέντα Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Silvio Berlusconi) τον Νοέμβριο του 2011.
Η απομάκρυνση του τελευταίου από την πρωθυπουργία είχε συμπέσει με το ελληνικό δράμα των Καννών και είχε θεωρηθεί από πολλούς αναλυτές ως ωμή παρέμβαση των Βρυξελλών στις ιταλικές υποθέσεις. Τα διεθνή μέσα δεν είχαν αφήσει ασχολίαστη την κίνηση του Ιταλού προέδρου Τζόρτζιο Ναπολιτάνο (Giorgio Napolitano) να ορίσει πρωθυπουργό τον Μόντι, θεωρώντας ότι συνιστά θεσμική υπέρβαση. Ένα χρόνο σχεδόν στην πρωθυπουργία, ο τελευταίος προώθησε μνημονιακής λογικής μεταρρυθμίσεις (αύξηση φόρων, μείωση κρατικών δαπανών, ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας) υπό τις ευλογίες των ευρωπαϊκών θεσμών, που είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση κατά δύο μονάδες της ανεργίας.
Οι εκλογές του Φεβρουαρίου επανέφεραν στην πολιτική ατζέντα το αίτημα για αλλαγές στο σύνταγμα ως απάντηση στην διαχρονική πολιτική και οικονομική κρίση της χώρας. Το άδειασμα του νέου πρωθυπουργού Ενρίκο Λέτα (Enrico Letta) από τον γενικό γραμματέα των σοσιαλδημοκρατών Μάριο Ρέντσι (Matteo Renzi) και η ανάδειξη του τελευταίου στην πρωθυπουργία τον Φεβρουάριο του 2014, σήμανε την αρχή της σχετικής συζήτησης.
Ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι μιλά σε συνέντευξη τύπου στο πρωθυπουργικό μέγαρο Κίτζι (Palazzo Chigi) στη Ρώμη, τη Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016, μία ημέρα μετά από το δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών στην Ιταλία. Το κόμμα του καταγράφηκε πρώτη δύναμη με διαφορά μερικών δεκάδων ψήφων από το δεύτερο Κίνημα των Πέντε Αστέρων, χάνοντας επιπλέον το δήμο της Ρώμης από την υποψήφια του τελευταίου, που χθες ζήτησε δημοψήφισμα για το ευρώ - REUTERS/Tony Gentile
Ο νεότερος πρωθυπουργός στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας έκανε τη συνταγματική αναθεώρηση σημαία της θητείας του. Σημεία αιχμής των προτεινόμενων αλλαγών ήταν η αλλαγή του εκλογικού νόμου και ο περιορισμός των εξουσιών της ιταλικής Γερουσίας με την μετατροπή της σε Γερουσία των αυτόνομων ιταλικών περιφερειών (σ.σ. σύστημα που προσομοιάζει ως προς την εκλογή των μελών του με την ολλανδική Γερουσία). Μετά από αλλεπάλληλες ψηφοφορίες στα δύο κοινοβουλευτικά σώματα της χώρας, ο νέος εκλογικός νόμος πέρασε τον Μάιο του 2015 και η μεταρρύθμιση της Γερουσίας στις αρχές του 2016.
Για την τελευταία, όμως, απομένει η επικύρωση μέσω δημοψηφίσματος, την οποία είχε προαναγγείλει ο Ρέντσι στα τέλη του περασμένου έτους από τη στιγμή που δεν εξασφαλίστηκαν τα δύο τρίτα των νομοθετών σε κάθε σώμα. Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι θα θεωρήσει ως προσωπική αποτυχία ένα αρνητικό αποτέλεσμα στο δημοψήφισμα.
Η σφοδρή αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει ανάμεσα σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση γύρω από τις επιχειρούμενες συνταγματικές αλλαγές μετατρέπει το δημοψήφισμα του Οκτωβρίου σε ψήφο εμπιστοσύνης και στοίχημα καριέρας για τον 41χρονο πρωθυπουργό. Αναμένεται δε να κρίνει όχι μόνο το μέλλον της κυβέρνησής του, αλλά και την πολιτική σταθερότητα στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης και όγδοη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, με το δεύτερο μεγαλύτερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ΕΕ και πέμπτο αντίστοιχα στον κόσμο· και ένα τραπεζικο σύστημα ντε φάκτο χρεοκοπημένο.
Το παράδειγμα της Τουρκίας
Η παράμετρος «δημοψήφισμα» στην μεταβλητή «Πρόεδρος της Δημοκρατίας» χαρακτηρίζει την αδύνατη πολιτική εξίσωση της Τουρκίας. Διακηρυγμένος στόχος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (Recep Tayyip Erdoğan) είναι να προκηρύξει δημοψήφισμα για την επέκταση των αρμοδιοτήτων του ως προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας, μετατρέποντας το πολίτευμά της χώρας σε προεδρικό με τον ίδιο απόλυτο κυρίαρχο. Τον Σεπτέμβριο του 2010, οι Τούρκοι πολίτες είχαν εγκρίνει με δημοψήφισμα την προτεινόμενη συνταγματική αναθεώρηση, που προέβλεπε τη σύγκλιση του καταστατικού χάρτη της χώρας στα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η Άγκυρα ευελπιστούσε ότι με αυτόν τον τρόπο θα διευκόλυνε την ενταξιακή της πορεία στην ΕΕ.
Έκτοτε, η πολιτεία του Ερντογάν αποδεικνύεται μια διαρκής διολίσθηση στον αυταρχισμό. Το μόνο που χωρίζει τον ηγέτη του AKP από την προεδρία είναι οι 367 κοινοβουλευτικές ψήφοι που απαιτούνται για τη συνταγματική αναθεώρηση των προεδρικών εξουσιών ή 330 ώστε να τεθούν αυτές σε δημοψήφισμα. Αυτή τη στιγμή το AKP εκπροσωπείται από 317 βουλευτές στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση και μόνο με τους 134 των Κεμαλιστών του CHP ή τους 40 των εθνικιστών του MHP μπορεί να εκκινήσει τη σχετική διαδικασία, με δεδομένο ότι οι 59 του τρίτου φιλοκουρδικού HDP αποκλείονται από κάθε τέτοια συναίνεση για ευνόητους λόγους.
Με δεδομένο ότι η Τουρκία είναι δεμένη πλέον με την ΕΕ, μέσω της αμφιλεγόμενης συμφωνίας για το προσφυγικό, το πολιτειακό ζήτημα της Άγκυρας μετατρέπεται σε πρόβλημα των Βρυξελλών, που έχουν ήδη πάρει μία γεύση από τις κινήσεις αντιπερισπασμού του Τούρκου ηγέτη.
Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο παλάτι του Γιλντίζ (Yildiz) στην Κωσταντινούπολη, την Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015 - Πηγή: Guido Bergmann/Bundesregierung via Getty Images
Γαλλία–Ολλάνδια: Προειδοποίηση από το πρόσφατο παρελθόν
Στην Ευρώπη, η λέξη «δημοψήφισμα» συνδέθηκε με ένα σύνταγμα, όμως αυτό ήταν το φιλόδοξο σχέδιο της Κομισιόν για τη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού καταστατικού χάρτη. Η απόρριψη του ευρωσυντάγματος από Γάλλους και Ολλανδούς το 2005, αλλά και η πρώτη απόρριψη από τους Ιρλανδούς –πάλι με δημοψήφισμα το 2008– της Συνθήκης της Λισαβόνας (που θα λειτουργούσε ως τροποποίηση των υφιστάμενων συνθηκών και όχι ως αντικατάστασή τους όπως το ευρωσύνταγμα) έδωσαν άλλη διάσταση στον ευρωσκεπτικισμό, μεταφέροντας για πρώτη φορά μετά από το Μάαστριχτ τις ευρωπαϊκές υποθέσεις στο εγχώριο πεδίο των κομματικών αντιπαραθέσεων. Η ανερχόμενη ακροδεξιά θα αποκτούσε πολιτικό πρόγραμμα για τα επόμενα δέκα χρόνια.
Ερμηνεύοντας το μεγάλο «όχι» των Γάλλων, οι συντάκτες της έκθεσης «The European Constitution: Post-referendum survey in France», που δημοσίευσε το Ευρωβαρόμετρο (Ιούνιος 2005) συμπέραναν ότι η ευρωπαϊκή θεώρηση ενθάρρυνε το «ναι», ενώ η εθνική το «όχι», οριοθετώντας το κίνητρο της ψήφου πάνω στον άξονα ευρωπαϊκή–εθνική ολπροοπτική. Η συμμετοχή στο 69,3% θεωρήθηκε μαζική. Η πολυπλοκότητα του κειμένου και η έλλειψη πληροφόρησης (ιδίως στους νέους) υπήρξαν δύο από τους κύριους λόγους για τους οποίους οι υπόλοιποι επέλεξαν να απέχουν. Παρόλα αυτά, η πλειοψηφία όσων προσήλθε δήλωσε ότι είχε επαρκή πληροφόρηση.
Νεαρός Γάλλος περπατά δίπλα από προεκλογικές αφίσες στο Παρίσι, την Πέμπτη 26 Μαΐου 2005, τρεις ημέρες πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, όπου επικράτησε το «Όχι» - Πηγή: Pascal Le Segretain/Getty Images
Από τα ευρήματα εκείνης της έρευνας προέκυψε ότι, αν και το 29% γνώριζε τι θα ψηφίσει από την πρώτη ημέρα προκήρυξης του δημοψηφίσματος, η προεκλογική καμπάνια βάρυνε ιδιαίτερα στις αποφάσεις των περισσότερων. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι το στρατόπεδο του «όχι» ενισχύθηκε περισσότερο από το στρατόπεδο του «ναι» τις τελευταίες εβδομάδες πριν από το δημοψήφισμα, όμως οι αναποφάσιστοι της τελευταίας ημέρας επέλεξαν τελικά «ναι».
Η απόρριψη του ευρωπαϊκού συντάγματος υπήρξε έντονη στα ηλικιακά γκρουπ 18-24 και 40-54 και ιδιαίτερα έντονη ανάμεσα στους χειρωνάκτες εργαζόμενους, ενώ συγκέντρωσε μεγαλύτερη πλειοψηφία στα άκρα του πολιτικού φάσματος από την πλειοψηφία που κατέγραψε στα συστημικά κόμματα πέριξ του κέντρου. Ισχυρότερο υπήρξε το «όχι» στην επαρχία από ό,τι στα αστικά κέντρα, με το «ναι» να πλειοψηφεί στη γαλλική πρωτεύουσα. Για τους υποστηρικτές του «ναι» κίνητρο υπήρξε η πεποίθηση πως το ευρωσύνταγμα αποτελεί ουσιαστική κίνηση προς στην κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Για τους υποστηρικτές του «όχι» κίνητρο υπήρξαν οι κοινωνικές ανησυχίες και η ανεργία, ενώ μια μικρή μειοψηφία ανέφερε το ζήτημα της τουρκικής υποψηφιότητας.
Παρόλα αυτά, εννιά στους δέκα Γάλλους δήλωσαν ότι σε κάθε περίπτωση στηρίζουν την συμμετοχή της χώρας τους στην ΕΕ, με εξαίρεση τους ψηφοφόρους του Εθνικού Μετώπου που εμφανίστηκαν περίπου μοιρασμένοι. Ενδιαφέρον, τέλος, στοιχείο είναι πως τρεις στους τέσσερις ψηφοφόρους –ανεξαρτήτως του τι ψήφισαν– δήλωσαν πως το ευρωσύνταγμα είναι απαραίτητο για την οικοδόμηση της ενωμένης Ευρώπης.
Αν στο γαλλικό παράδειγμα προστεθεί το ολλανδικό, τα ευρήματα μοιάζουν ως προπομπός των πολιτικών εξελίξεων αναφορικά με τη θέση των ευρωπαϊκών κοινωνιών στον χάρτη της ΕΕ.
Η εμπειρία των δημοψηφισμάτων στα κράτη–μέλη της ΕΕ –με πιο πρόσφατο το συμβουλευτικό δημοψήφισμα στην Ολλανδία για την αποδοχή ή μη της εμπορικής σύνδεσης ΕΕ–Ουκρανίας–, δείχνει ότι η δημοψηφισματική διαδικασία πυροδοτεί σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο τη γενικευμένη αμφισβήτηση της θεωρούμενης ως κατεστημένης τάξης πραγμάτων. Η οικονομική δυσπραγία και η κρίση του πολιτικού συστήματος, που στην Ολλανδία εν προκειμένω εκφράζεται με τη δημοσκοπική καθίζηση των συγκυβερνώντων σοσιαλδημοκρατών (βλ. φωτ.), δεν μοιάζουν άσχετες με την παραπάνω τάση. Έχοντας μπει στα αχαρτογράφητα νερά μετά από την υπερδεκαετή επικράτηση της λιτότητας, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν μοιάζουν ικανές να προσφέρουν εναλλακτικές στο δυσαρεστημένο ακροατήριο των ψηφοφόρων τους.
Η κυνική διαπίστωση δε πολλών αναλυτών και σχολιαστών ότι ανεξαρτήτως αποτελέσματος σε δημοψήφισμα, η ΕΕ παίρνει τελικά αυτό που θέλει (με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις το δεύτερο ιρλανδικό δημοψήφισμα του 2009 και το ελληνικό του 2015) δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερες συνθήκες απαξίωσης των θεσμών σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γηραιάς Ηπείρου.
Brexit: Οι αντοχές των πολιτικών συστημάτων
Ενδεικτικό είναι πως στο σημερινό βρετανικό δημοψήφισμα, πίσω από τις μεγαλοστομίες περί ευρωπαϊκότητας ή βρετανικότητας ανταγωνίζονται κατ’ ουσίαν οι δύο εκφράσεις του βρετανικού συντηρητισμού, που διακρίνονται για τις διαφορετικές διαβαθμίσεις της ίδιας αυστηρής μεταναστευτικής πολιτικής και της ίδιας λογικής λιτότητας.
Η περίπτωση της Βρετανίας καταδεικνύει ότι η επικράτηση του New Normal στην οικονομική ζωή δοκιμάζει τις θεσμικές αντοχές του πολιτικού συστήματος.
Η ιστορία του βρετανικού δημοψηφίσματος ξεκίνησε στις 23 Ιανουαρίου 2013, όταν ο Ντέιβιντ Κάμερον (David Cameron) –υπό την πίεση της δεξιάς πτέρυγας των Τόρηδων– ανακοίνωνε από το βήμα συνεδρίου του Bloomberg στο Λονδίνο ότι σε περίπτωση που η κυβέρνησή του κερδίσει τις εκλογές του Μαΐου του 2015 (όπως και έγινε) θα επαναδιαπραγματευόταν τη συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ επί τη βάσει τριών όρων, προκηρύσσοντας στη συνέχεια δημοψήφισμα το αργότερο έως τα τέλη του 2017.Για τον Βρετανό πρωθυπουργό, η ΕΕ είχε να αντιμετωπίσει τρεις προκλήσεις:
- την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην ευρωζώνης, ώστε να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη λειτουργία της ενιαίας αγοράς για τα κράτη–μέλη που δεν συμμετέχουν στο ευρώ,
- την κρίση ανταγωνιστικότητας,
- την έλλειψη δημοκρατικής λογοδοσίας.
Αντίστοιχα, ζητούσε από την ΕΕ να προστατέψει τα κράτη–μέλη της που δεν συμμετέχουν στο ευρώ, να ολοκλήρωσει την ενιαία αγορά (ιδίως στους τομείς των υπηρεσιών, ενέργειας και ψηφιακής τεχνολογίας), να ενισχύσει το ρόλο των εθνικών κυβερνήσεων, περιγράφοντας την ΕΕ του 21ου αιώνα ως «ευέλικτη ΕΕ».
Ο δρόμος για το δημοψήφισμα άνοιξε με την υπερψήφιση του σχετικού νόμου («European Union Referendum Bill») στις 27 Μαΐου 2015.
Μιλώντας στο Chatham House στις 10 Νοεμβρίου 2015, ο Κάμερον εξειδίκευσε τις τρεις προκλήσεις σε ένα στοίχημα που έμοιαζε «ή τώρα ή ποτέ»:
- Δεν υπάρχει λόγος το ενιαίο νόμισμα και η ενιαία αγορά να έχουν κοινά σύνορα. Αναγνώριση ότι στην ΕΕ υπάρχουν περισσότερα νομίσματα από το ευρώ. Προστασία των φορολογουμένων κρατών–μελών εκτός ευρώ από το κόστος των διασώσεων στην ευρωζώνη. Αναγνώριση των αρμοδιοτήτων εθνικών θεσμών, όπως η Τράπεζα της Αγγλίας στην εποπτεία και σταθερότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
- Μείωση των ρυθμιστικών κανόνων στην επιχειρηματική και εμπορική δραστηριότητα υπέρ της ανταγωνιστικότητας.
- Όχι στην εμβάθυνση της ΕΕ, διεύρυνση της ΕΕ μόνο με ομόφωνη απόφαση των κρατών–μελών, μεγαλύτερη συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων στην ευρωπαϊκή νομοθεσία, η εθνική ασφάλεια αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών–μελών, αλλαγή της σχέσης του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου με αντικατάσταση του σχετικού νόμου των Εργατικών από το 1998 με έναν βρετανικό νόμο για τα δικαιώματα (British Bill of Rights).
Μετά το πέρας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 17-18 Δεκεμβρίου 2015, ο Κάμερον ανακοίνωσε ότι το δημοψήφισμα θα διεξαγόταν έως τον Ιούλιο του 2016, προαναγγέλλοντας μία τελική συμφωνία με τις Βρυξέλλες έως τον ερχόμενο Φεβρουάριο. Την επομένη του δραματικού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 18ης-19ης Φεβρουαρίου, ανακοίνωσε την ημερομηνία διεξαγωγής: Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016.
Πολλοί κατηγορούν σήμερα τον Βρετανό πρωθυπουργό ότι μετέτρεψε ένα χρόνιο εσωκομματικό πρόβλημα σε εθνική κρίση με ανυπολόγιστες συνέπειες, πρώτα απ' όλα για το ίδιο του το κόμμα.
Εν τούτοις, μπορεί το Brexit ή το Bremain να μην αφορά στο ρόλο του αρχηγού ενός κράτους που δεν έχει γραπτό σύνταγμα (ακόμα και αν αυτή δύο ημέρες πριν από το δημοψήφισμα ρωτά με νόημα από τους συνδαιτημόνες της να της δώσουν «τρεις καλούς λόγους για να παραμείνουμε στην ΕΕ») ή τις εξουσίες ενός κοινοβουλευτικού σώματος. Αποκτά, όμως, σαφώς χαρακτήρα θεσμικής μεταρρύθμισης, από τη στιγμή που η είσοδος του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ το 1973 συνοδεύτηκε με την αποδοχή της υπεροχής του ευρωπαϊκού δικαίου επί του βρετανικού (European Communities Act 1972) και επικυρώθηκε με δημοψήφισμα το 1975.
Μπορεί η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να υφίσταται ξέχωρα από τους θεσμούς της ΕΕ –έχοντας υπογραφεί από τα 47 μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης– έχει όμως θεμελιώδη επίδραση στην ευρωπαϊκή νομολογία και κατ’ επέκταση στη βρετανική– και έχει θεματική συγγένεια με τα σημερινά ευρωπαϊκά συντάγματα. Η ενσωμάτωση της σύμβασης το 1998 στο βρετανικό δίκαιο (1998 Human Rights Act) αποτελεί εδώ και πολλά χρόνια πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα σε Εργατικούς και Συντηρητικούς, με τον Ντέιβιντ Κάμερον (David Cameron) να έχει υποσχεθεί την αντικατάστασή της με μiα βρετανική εκδοχή, όπου σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τον πρώτο λόγο θα έχει το βρετανικό κοινοβούλιο.
Αν, επομένως, για την Ελλάδα η δημοψηφισματική διαδικασία άγγιξε τις θεσμικές αντοχές του πολιτικού συστήματος με το ερώτημα «ναι» ή «όχι» σε ένα πρόγραμμα διάσωσης, για τη Μ. Βρετανία συνιστά κάτι παραπάνω από αυτό: ένα θεσμικό ορόσημο.
Το πρώτο φως της ημέρας πάνω από το βρετανικό κοινοβούλιο (Houses of the Parliament) και το άγαλμα του Γουίνστον Τσόρτσιλ (Winston Churchill) στο Γουεστμίνστερ (Westminster), την Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016 - Πηγή: REUTERS/Toby Melville
Η μεγάλη ασυνέχεια
Συμπεραίνει κανείς ότι οι θεσμικές προτεραιότητες των κομμάτων δεν αίρουν αυτόματα την αναντιστοιχία της κοινωνικής με την πολιτική πραγματικότητα. Παλεύοντας για την εξουσία, οι κυβερνήσεις επιδιώκουν να ικανοποιήσουν ταυτόχρονα δύο συνέχειες: τη συνέχεια του κόμματος απέναντι στους ψηφοφόρους και τη συνέχεια του κράτους απέναντι στους Ευρωπαίους εταίρους.
Η πραγματικότητα, που έχει διαμορφωθεί στο οικονομικό παράδειγμα εμβάθυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει δείξει ότι οι δύο αυτές συνέχειες δεν μπορούν να ικανοποιηθούν ταυτόχρονα, ιδίως όταν αποκλίνουν από τον πανευρωπαϊκό δημοσιονομικό κανόνα. (Εκτός αν με κάποιο τρόπο επιτυγχάνεται η ταύτιση κόμματος και κράτους, ίδιον της διαφθοράς σε ένα πολιτικό σύστημα).
Για την Ελλάδα, η σύνδεση της συνταγματικής αναθεώρησης με δημοψηφισματικές διαδικασίες –πέραν του ότι δεν προβλέπεται από το σύνταγμα όπως διεμήνυσε στο Μαξίμου ο Προκόπης Παυλόπουλος– συνιστά μη διαχείρισιμη κατάσταση για το πολιτικό σύστημα εν μέσω επιτροπείας και ως εκ τούτου, πάρα τη ρητορική έξαρση, οι όποιες αλλαγές επέλθουν δεν μπορούν παρά να είναι το αποτέλεσμα μεγαλύτερης ή μικρότερης συναίνεσης.
Εξάλλου, όπως εξάλλου προβλέπει το Σύνταγμα: «Το εκλογικό σύστημα και οι εκλογικές περιφέρειες ορίζονται με νόμο που ισχύει από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός και αν προβλέπεται η ισχύς του άμεσα από τις επόμενες εκλογές με ρητή διάταξη που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών».
Η συναίνεση δεν είναι πάντα δεδομένη, ούτε όμως τελικά μπορεί να αποκλειστεί a priori. Η πόλωση στην πολιτικη σκηνή της Ρώμης δεν είναι τίποτα μπροστά στις επιθέσεις που είχε εξαπολύσει ο Ντέιβιντ Κάμερον κατά του μουσουλμάνου Εργατικού Σαντίκ Χαν (Sadiq Khan) και τα υπονοούμενα για σχέσεις του υποψηφίου δημάρχου του Λονδίνου με εξτρεμιστές. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο ηγέτης των Συντηρητικών θα εμφανιζόταν στο πλάι του νέου δημάρχου Χαν, κάνοντας λόγο για «έναν περήφανο Μουσουλμάνο που μπορεί να γίνει δήμαρχος της σπουδαιότερης πόλης του κόσμου και αυτό κάτι δείχνει για τη χώρα».
Η πολιτική σκοπιμότητα απέκτησε άλλο νόημα σε εκείνο το επεισόδιο του βρετανικού δημοψηφίσματος. Ανεξαρτήτως προθέσεως ψήφου, οι Βρετανοί διαπίστωσαν για άλλη μια φορά πως οι πολιτικοί είναι ικανοί να πουν και να υποστούν τα πάντα για να κερδίσουν σε μια μάχη, ώστε να διασφαλίσουν τη συνέχεια της εξουσίας τους.
Έρευνα, που είχε δημοσιευθεί προεκλογικά στη Μ. Βρετανία στις 26 Μαρτίου του 2015, έδειχνε ότι το 63% των Βρετανών ήταν ευρωσκεπτικιστές. Στο ερώτημα παραμονή ή όχι στην ΕΕ, δήλωναν κατά 57% υπέρ της παραμονής έναντι 35% υπέρ της αποχώρησης –ποοσοστό, όμως, που ήταν το μεγαλύτερο από το 1985. Παρόλα αυτά, ο ευρωσκεπτικισμός παράμενε στα ίδια επίπεδα από το 2005. Ταυτόχρονα, όμως, όσοι δήλωναν «Ευρωπαίοι» παρέμεναν σταθερά στο 15% από το 1996. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο ήταν ότι το 7% των αυτοαποκαλούμενων «Ευρωπαίων» επιθυμούσαν την αποχώρηση, ενώ το το 43% αυτών επιθυμούσαν μείωση των εξουσιών της ΕΕ. Δηλαδή, οι μισοί από τους φιλοευρωπαίους Βρετανούς εξέφραζαν σοβαρές αντιρρήσεις για τις σχέσεις της χώρας τους με την ΕΕ.
Στο δε ζήτημα της μετανάστευσης από χώρες της ΕΕ, το 41% δήλωνε ότι τα κόστη υπερβαίνουν τα οφέλη με μόλις το 17% να πιστεύει το αντίθετο. Την ίδια στιγμή, όμως, το 69% ανέφερε ότι είναι σημαντικό για τους Βρετανούς να μπορούν να εργάζονται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Τέλος, το 42% πίστευε ότι οι ισχυρότεροι δεσμοί της χώρας με την ΕΕ δεν αλλάζει τίποτα στην βρετανική οικονομία. Το 35% δήλωνε ότι μια τέτοια σχέση θα ήταν επωφελής και το 17% ότι θα την επηρέαζε αρνητικά.
Χαμένοι στη μετάφραση των πολιτικών ελιγμών, αναζητώντας ερμηνεία στο νόημα των μεγάλων πολιτικών και θεσμικών αλλαγών, οι Βρετανοί, οι Έλληνες, οι Ιταλοί και όλοι Ευρωπαίοι πολίτες σε αυτό το ανέκδοτο παραμένουν μετέωροι: έως πότε θα διαλέγουν το μικρότερο από δύο κακά;
Η ευρωπαϊκή περιπέτεια των θεσμών συνεχίζεται.
H Union Jack, η σημαία του Ηνωμένου Βασιλείου από το 1801, κυματίζει στο Westminster δίπλα στη σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης - Πηγή: REUTERS/Toby Melville