Εκλογές στην Κύπρο, η ιστορία: Απαγωγές, εκπλήξεις και μάχες στο όριο
Την Κυριακή 5 Φεβρουαρίου, η Κύπρος ανοίγει το «χορό» των κρίσιμων εκλογικών αναμετρήσεων για το 2023 στην ευαίσθητη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Οι Ελληνοκύπριοι στο πανέμορφο και πολύπαθο νησί θα προσέλθουν για πρώτη φορά στην κάλπη προκειμένου να επιλέξουν τους δύο υποψήφιους, οι οποίοι την προσεχή Κυριακή 12 Φεβρουαρίου θα διεκδικήσουν την προεδρία στη μεταξύ τους εκλογική μάχη του δεύτερου γύρου.
Το πρόσωπο που θα εκλεγεί θα είναι ο 8ος διαφορετικός ανώτατος πολιτειακός άρχοντας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ποιοι ήταν οι προηγούμενοι επτά;
Ακόμα κι αυτοί που έχουν επιδερμική σχέση με την πρόσφατη ιστορία του νησιού έχουν διαβάσει ή ακούσει τα ονόματα: Μακάριος, Κυπριανού, Βασιλείου, Κληρίδης, Παπαδόπουλος, Χριστόφιας, Αναστασιάδης…
Η ιστορία, όμως, των εκλογικών αναμετρήσεων στην Κύπρο από το 1959 και μετά είναι γεμάτη από ιστορίες δράματος και αγωνίας.
Εκλογικές αναμετρήσεις που ματαιώθηκαν σε ένδειξη ομοψυχίας, μάχες που κρίθηκαν σε μερικές εκατοντάδες ψήφους, εκπλήξεις και πρόσωπα που σημάδεψαν με την παρουσία και την διαδρομή τους τον σύγχρονο Ελληνισμό.
1959: Το «αμελητέο» 1/3 και ο γιος που δεν στηρίζει τον πατέρα
Δεν είχε συμπληρωθεί ούτε χρόνος από τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου (Φεβρουάριος 1959), με τις οποίες μπήκαν οι υπογραφές για το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονταν στη συμφωνία, οι δύο κοινότητες θα προχωρούσαν σε ξεχωριστές εκλογές: οι Ελληνοκύπριοι για την εκλογή προέδρου και οι Τουρκοκύπριοι για να αναδείξουν τον «αντιπρόεδρο» του ψευδοκράτους.
Οι κάλπες στήθηκαν στις 13 Δεκεμβρίου 1959, για την ανάδειξη του πρώτου προέδρου του κράτους, ο οποίος θα αναλάμβανε τα καθήκοντά του στις 16 Αυγούστου 1960.
Ο αντιπρόσωπος των Ελληνοκύπριων στις συμφωνίες Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ μπήκε στον πολιτικό στίβο ως υπερασπιστής των όσων είχαν συμφωνηθεί και υπογραφεί.
Διατυμπάνιζε τότε ότι η ανεξαρτησία της Κύπρου ήταν «το εφικτόν και ουχί το ευκταίον» και ότι αν η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν συμφωνούσε, θα βρισκόταν αντιμέτωπη μ’ ένα ακόμα χειρότερο σενάριο, αυτό της διχοτόμησης του νησιού.
Όσοι, όμως, διαφωνούσαν με τις συνθήκες και επιζητούσαν τη συνέχιση του αγώνα για τον τελικό σκοπό της ένωσης με την Ελλάδα, απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, αποφάσισαν να αντιπαρατεθούν με τον ιεράρχη.
Υποψήφιός τους ο Ιωάννης Κληρίδης, δικηγόρος και πρώην δήμαρχος Λευκωσίας (με την στήριξη τότε του αριστερού ΑΚΕΛ).
Τα κύρια χαρακτηριστικά της αναμέτρησης ήταν το ετερόκλητο αντι-μακαριακό μέτωπο και μια οικογενειακή απόφαση που τάραξε τα νερά.
Ο Κληρίδης υποστηρίχθηκε με την ίδια ένταση τόσο από εκπροσώπους της γριβικής ακροδεξιάς, που επιθυμούσαν μέχρι και την συνέχιση του ένοπλου αγώνα, αλλά και το αριστερό ΑΚΕΛ, το οποίο χαρακτήριζε «κολοβωμένη» τη Δημοκρατία που επρόκειτο να δημιουργηθεί, με βάσεις τις διατάξεις των συνθηκών και ζητούσε από τον Μακάριο την επαναδιαπραγμάτευσή τους.
Σ’ αυτή την διαπαραταξιακή στήριξη, πάντως, δεν συμπεριλαμβανόταν ο ίδιος του ο γιος!
Ο Γλαύκος Κληρίδης, δικηγόρος και κατοπινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ξεκαθάρισε και μάλιστα ενώπιον του πατέρα του ότι θα στήριζε την εκλογή του Μακαρίου.
Στην ηθική κατηγορία ότι παραβιάζει τη θεϊκή εντολή «τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου» απαντούσε με το αρχαίο ρητό «πατρός τε και μητρός τε και των άλλων προγόνων απάντων τιμιότερον και αγιότερον εστίν η πατρίς»
Δημοσκοπήσεις δεν υπήρχαν τότε.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, ο Μακάριος προεξοφλούσε την επικράτησή του με άνεση και μάλιστα τόνιζε σε συνεργάτες του ότι ο αντίπαλός του θα έπαιρνε το πολύ ένα 10% των ψήφων.
Εξελέγη μεν, αλλά έπεσε έξω: ο Κληρίδης συγκέντρωσε το 33,18% των ψήφων.
Ο Μακάριος είχε μεν την στήριξη των 2/3, αλλά οι αντίπαλοί του είχαν ήδη κατοχυρώσει το αφήγημα περί διχασμένου λαού.
1968: Ύβρεις, ιπτάμενα γιαούρτια και συντριπτική νίκη
Πέρασαν εννέα χρόνια για να ξαναστηθούν κάλπες στο νησί. Η θητεία του Μακαρίου θεωρητικά έληγε με τη συμπλήρωση μιας πενταετίας από την ανεξαρτησία (Αύγουστος 1965).
Η Βουλή των Αντιπροσώπων, ωστόσο, με ειδικό νόμο αποφάσισε να παρατείνει τη θητεία του για δύο χρόνια, εξαιτίας της έκρυθμης κατάστασης στην οποία βρισκόταν το νησί μετά τις σοβαρές και αιματηρές δικοινοτικές ταραχές της περιόδου 1963-64. Λίγο πριν τη λήξη της διετούς παράτασης έγινε και το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα, το οποίο μπέρδεψε ακόμα περισσότερο τη διαδικασία.
Τελικά ως ημερομηνία ορίστηκε η 25η Φεβρουαρίου 1968. Ο Μακάριος, όπως ήταν φυσικό, διεκδίκησε και πάλι την προεδρία, σ’ ένα εκλογικό σώμα που είχε πια πειστεί για το εφικτό και όχι το ευκταίο, άλλωστε έβλεπε και με ανησυχία τις εξελίξεις στην Ελλάδα.
Σε αυτή τη μάχη ο ιεράρχης είχε και την υποστήριξη του ΑΚΕΛ, εκτός από αυτή του Πατριωτικού Μετώπου.
Οι αντίπαλοι του Μακάριου, πλέον ένα ισχνό κομμάτι υποστηρικτών της ένωσης, διάλεξαν ως ανθυποψήφιο τον ψυχίατρο Τάκη Ευδόκα.
Φαινόταν εξαρχής ότι ο Μακάριος θα κέρδισε την εκλογή με ευκολία, ωστόσο το κλίμα στις προεκλογικές συγκεντρώσεις ήταν κάτι παραπάνω από τεταμένο. Οι υποστηρικτές του Ευδόκα, που διαμαρτυρόταν για τον αποκλεισμό του από τα μέσα ενημέρωσης, διέκοπταν τις ομιλίες του με συνθήματα που περιείχαν χυδαίο υβρεολόγιο κατά του Μακαρίου.
Μόλις δύο ημέρες πριν τις εκλογές, οπαδοί του Μακάριου όρμησαν στην πλατεία Σολωμού κατά τη διάρκεια της τελευταίας προεκλογικής ομιλίας του Ευδόκα και τη διέκοψαν, πετώντας γιαούρτια και αυγά κατά του υποψήφιου και των συνεργατών του.
Το αποτέλεσμα, πάντως, ήταν από τις πιο συντριπτικές νίκες που έχουν καταγραφή σε αμιγώς δημοκρατική εκλογή: ο Μακάριος επικράτησε με ποσοστό 96,26%.
Μόλις 8.577 ψηφοφόροι επέλεξαν τον Ευδόκα.
1973: Δεν υπάρχει άλλος
Τα ταραγμένα χρόνια του Ελληνισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και η συντριπτική ήττα που είχε υποστεί το αντι-μακαριακό μέτωπο στις προηγούμενες εκλογές αποθάρρυναν οποιονδήποτε υποψήφιο σκεφτόταν να καταγράψει έστω τις δυνάμεις του απέναντι στον αδιαμφησβήτητο πια ηγέτη Μακάριο.
Οι προεδρικές εκλογές προκηρύχθηκαν για τις 18 Φεβρουαρίου 1973, αλλά δεν έγιναν ποτέ. Ο Μακάριος ήταν το μόνο πρόσωπο που έθεσε υποψηφιότητα μέχρι το τέλος της προθεσμίας (10 μέρες πριν την εκλογική διαδικασία) και ελλείψει αντιπάλου ανακηρύχθηκε για τρίτη φορά Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Το αξίωμα το κράτησε μέχρι το θάνατό του στις 3 Αυγούστου 1977, με την οδυνηρή παρένθεση του πραξικοπήματος εναντίον του τον Ιούλιο του 1974, η οποία έδωσε και την κατάλληλη αφορμή στην τουρκική εισβολή και κατοχή σχεδόν του 40% του νησιού.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, μετά τον θάνατό του ανέλαβε πρόεδρος ως το τέλος της θητείας (και με τη σύμφωνη γνώμη όλων των κομμάτων) ο μέχρι τότε πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Σπύρος Κυπριανού.
1978: «Πατέρα, θα με εκτελέσουν!», ομοψυχία και αμφισβήτηση
Οι πρώτες κυπριακές εκλογές χωρίς την φυσική παρουσία του Μακαρίου είχαν προγραμματιστεί για τις 5 Φεβρουαρίου 1978.
Αναμένονταν, μάλιστα, με τεράστιο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι εκτός του προέδρου Σπύρου Κυπριανού (από το ΔΗΚΟ) είχε ανακοινώσει την υποψηφιότητά του ο Γλαύκος Κληρίδης (από τον ΔΗΣΥ) κι αναμενόταν ο Βάσος Λυσσαρίδης από την ΕΔΕΚ.
Ήταν μια ευκαιρία σαφούς καταγραφής των πολιτικών δυνάμεων, η οποία όμως δεν διεξήχθη ποτέ.
Στις 14 Δεκεμβρίου 1977 δύο άγνωστοι πλησίασαν το στρατόπεδο που υπηρετούσε ως ανθυπολογαχός των ΛΟΚ ο Αχιλλέας Κυπριανού, πρωτότοκος γιος του προέδρου.
Του ζήτησαν να πάνε «κάπου ήσυχα» να μιλήσουν, ο ίδιος τους πρότεινε ένα κοντινό καφενείο στους Καπέδες.
Έκτοτε χάθηκαν τα ίχνη του.
Η απαγωγή του Αχιλλέα Κυπριανού συντάραξε το πολιτικό σκηνικό. Οι απαγωγείς έστειλαν μαγνητοταινία, στην οποία ο ίδιος ο Αχιλλέας διάβαζε ένα μήνυμα που ζητούσε αμνηστία προς όλους τους πολιτικούς κατάδικους, υπόδικους και καταζητούμενους.
Το μήνυμα κατέληγε με τη σπαρακτική φράση:
«Εν εναντία περίπτωση θα έχετε την κεφαλή μου».
Δεκάδες χιλιάδες κόσμου βγήκαν στους δρόμους για να διαδηλώσουν υπέρ της απελευθέρωσης του νεαρού.
Για το επόμενο διάστημα οι απαγωγείς διαπραγματεύονταν με την κυβέρνηση.
Ως αρχηγός τους ταυτοποιήθηκε ένας με το ψευδώνυμο «Γιατρός», ο οποίος είχε συμμετάσχει στο πραξικόπημα κατά του Μακαρίου.
Στις 16 Δεκεμβρίου ο Κληρίδης ανακοίνωσε ότι αποσύρει την υποψηφιότητά του, ενόψει των «φοβερών κινδύνων» για τη Δημοκρατία, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε.
Τα ρεπορτάζ της εποχής έκαναν λόγο μέχρι και για επικείμενο πραξικόπημα, οπότε η απόσυρση της υποψηφιότητας έγινε για να τονιστεί η ομοψυχία του πολιτικού κόσμου και για να μην συρθεί η χώρα σε προεκλογική αντιπαράθεση, την οποία κάποιοι ίσως εκμεταλλευθούν.
Εντελώς αναπάντεχα, κι ενώ οι διαπραγματεύσεις έδειχναν να μην προχωρούν, στις 18 Δεκεμβρίου ο Αχιλλέας Κυπριανού αφέθηκε ελεύθερος.
Αυτά που δήλωσε αργότερα ήταν πολύ συγκεχυμένα: Ότι δεν γνώριζε τους απαγωγείς του, αφού είχε συνεχώς δεμένα μάτια. Ότι δεν μπορούσε να καταλάβει πού βρισκόταν το κρησφύγετό τους. Ότι δεν θυμάται ούτε πώς τον απήγαγαν, ούτε πώς τον απελευθέρωσαν.
Αυτά, σε συνδυασμό με κάποια άλλα στοιχεία (ότι τον είδαν να ακολουθεί με προθυμία τους αγνώστους που ζήτησαν να τον δουν στο στρατόπεδο, ότι απελευθερώθηκε χωρίς να ικανοποιηθεί κανένα αίτημα των απαγωγέων, και κυρίως ότι η απελευθέρωση έγινε μόλις δύο μέρες μετά τη σαφή δήλωση Κληρίδη) έριξαν βαριά σκιά στην όλη ιστορία.
Κάποιοι έφτασαν στο σημείο να μιλήσουν μέχρι και για «στημένη» απαγωγή, με μοναδικό στόχο να αποσυρθεί ο Κληρίδης.
Οι εκλογές, πάντως, δεν έγιναν. Ο Κυπριανού εξελέγη χωρίς αντίπαλο για άλλη μία πενταετία.
1983: «Μίνιμουμ Πρόγραμμα» μίνιμουμ διάρκειας
Η αναμέτρηση μεταξύ των τριών πολιτικών προσώπων που δεν έγινε το 1978 έγινε τελικά πέντε χρόνια αργότερα. Κυπριανού, Κληρίδης και Λυσσαρίδης ήταν οι βασικοί υποψήφιοι που διεκδίκησαν την ψήφο των εκλογέων, ωστόσο ο ένοικος της Προεδρίας δεν άλλαξε: Ο Κυπριανού νίκησε και στην κάλπη τον Κληρίδη, και μάλιστα στον πρώτο γύρο, με ποσοστό 56,54% έναντι 33,93% του βασικού του αντιπάλου και 9,53% του Λυσσαρίδη.
Ο Κυπριανού είχε δεσμευτεί για την σύγκληση πολυεθνικής διάσκεψης για το Κυπριακό, στην προσπάθειά του να προωθήσει ένα σχέδιο λύσης, ωστόσο η πολιτική κίνηση που διευκόλυνε την εκλογή του ήταν το λεγόμενο «Μίνιμουμ Πρόγραμμα». Μια προγραμματική σύγκληση με το αριστερό ΑΚΕΛ, το οποίο έφερε για πρώτη φορά στελέχη της κυπριακής αριστεράς σε θέσης ευθύνης, αν και το κόμμα δεν χαρακτηριζόταν ως συμπολιτευόμενο.
Το «Μίνιμουμ Πρόγραμμα» συμφωνήθηκε το 1982 και, φυσικά, προεξοφλούσε τη στήριξη του ΑΚΕΛ στον Κυπριανού για μία ακόμη θητεία, εκτός φυσικά της στήριξης που απολάμβανε από το κόμμα του (ΔΗΚΟ).
Οι ψήφοι του ΑΚΕΛ μέτρησαν αποφασιστικά στη μάχη και την εκλογή του Κυπριανού από τον πρώτο γύρο. Ιστορικά στελέχη, ωστόσο, του ΑΚΕΛ όπως ο επί σειρά ετών γ.γ. Ιζεκίας Παπαϊωάννου παραδέχτηκαν αργότερα ότι επρόκειτο για πολιτικό καιροσκοπισμό.
Από το βράδυ των εκλογών, μάλιστα, ο Παπαϊωάννου θυμόταν ότι ο Κυπριανού δεν ήθελε να εμφανιστούν μαζί στο μπαλκόνι για τα επινίκια. Ο Κυπριανού κατήγγειλε μονομερώς το «Μίνιμουμ Πρόγραμμα» τον Δεκέμβριο του 1984.
1988: Η πόλωση και ο αιφνιδιασμός του τεχνοκράτη
Οι εκλογές του 1988 σημαδεύτηκαν κυρίως από την απροθυμία των πολιτικών κομμάτων να καταλήξουν σε κάποια κοινά πρόσωπα που θα διεκδικούσαν την προεδρία.
Οι τέσσερις κοινοβουλευτικές πολιτικές δυνάμεις είχαν αποφασίσει να στηρίξουν διαφορετικό υποψήφιο. Στις τρεις περιπτώσεις, οι υποψήφιοι ήταν και οι πρόεδροι των κομμάτων (Σπύρος Κυπριανού του ΔΗΚΟ, Γλαύκος Κληρίδης του ΔΗΣΥ και Βάσος Λυσσαρίδης της ΕΔΕΚ). Ίδια πρόσωπα με την προηγούμενη αναμέτρηση.
Το ΑΚΕΛ, αναμφισβήτητος ρυθμιστής των πραγμάτων λόγω της δύναμής του, αποφάσισε να στηρίξει τον Γιώργο Βασιλείου, έναν επιχειρηματία που προσωποποίησε για πρώτη φορά τον όρο «τεχνοκράτης» στην κυπριακή πολιτική ζωή.
Οικονομολόγος και ρεαλιστής, ο Βασιλείου μπήκε στη μάχη χωρίς πολιτική εμπειρία, αλλά εκμεταλλεύθηκε το γεγονός ότι δεν είχε φθαρεί από το παρελθόν. Οπαδός της άμεσης λύσης του Κυπριακού, αλλά και της επίσπευσης των διαδικασιών για ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., θεωρήθηκε ως υπερβατική υποψηφιότητα, παρά το γεγονός ότι η οικογένειά του είχε μακρά ιστορία στο αριστερό κίνημα. Και νίκησε, σε μια μάχη που για πρώτη φορά χρειάστηκε δεύτερο γύρο.
Η πρώτη έκπληξη ήταν ο αποκλεισμός του ως τότε προέδρου Κυπριανού από τον δεύτερο γύρο. Συγκέντρωσε 27,29% των ψήφων, έναντι 33,32% του Κληρίδη και 30,11% του Βασιλείου. Ο Κληρίδης περίμενε να συγκεντρώσει το σύνολο όσων ψήφισαν Κυπριανού στον πρώτο γύρο (ο Λυσσαρίδης και η ΕΔΕΚ στήριξαν ανοιχτά τον Βασιλείου), αλλά όπως αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων τουλάχιστον ένα 30% των ψηφοφόρων του Κυπριανού επέλεξαν την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού.
Στον δεύτερο γύρο που έγινε στις 21 Φεβρουαρίου 1988, ο Βασιλείου επικράτησε με διαφορά περίπου 10.000 ψήφων (51,63% έναντι 48,37% του Κληρίδη). Η εκλογή του ως τρίτου Προέδρου της Δημοκρατίας σχολιάστηκε τότε ως το καινούργιο που έψαχνε ο λαός.
1993: Νίκη στο νήμα, οι ιδέες στα σκουπίδια
Η μάχη της επόμενης πενταετίας είχε τους ίδιους πρωταγωνιστές και όλοι περίμεναν να έχει και την ίδια κατάληξη. Ο Πρόεδρος Βασιλείου, με τη στήριξη του ΑΚΕΛ και του σοσιαλιστικού ΑΔΗΣΟΚ (που είχε προκύψει από στελέχη του ΑΚΕΛ) με τις μεταρρυθμίσεις που είχε προχωρήσει φαινόταν έτοιμος να απευθυνθεί σε μεγαλύτερο ακροατήριο και να πείσει περισσότερους.
Ο Κληρίδης με την υποστήριξη του ΔΗΣΥ είχε σίγουρο τον δεύτερο γύρο, αλλά απέτυχε να εξασφαλίσει στήριξη από ευρύτερες δυνάμεις. Μετά από παρασκηνιακές ενέργειες που αποδίδονται και στην Αρχιεπισκοπή, το κεντρώο ΔΗΚΟ και το σοσαλδημοκρατικό ΕΔΕΚ κατέληξαν σε κοινή υποψηφιότητα, του οικονομολόγου Πασχάλη Πασχαλίδη, πρώτου υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας της ανεξάρτητης Κύπρου.
Ο πρώτος γύρος επιβεβαίωσε την αίσθηση. Ο Βασιλείου συγκέντρωσε 44,15%, σε αριθμό ψήφων όσες είχε πάρει ο Κληρίδης στον δεύτερο γύρο της προηγούμενης εκλογικής αναμέτρησης, ως εκ τούτου του χρειάζονταν λίγες ψήφοι για να κερδίσει δεύτερη θητεία.
Ο Κληρίδης είχε 36,74% και ο Πασχαλίδης έμεινε στο 18,64%.
Το κύριο θέμα αντιπαράθεσης της προεκλογικής εκστρατείας έκρινε και την εκλογή. Οι λεγόμενες «δέσμες ιδεών Γκάλι», ένα πρωτόλειο σχέδιο λύσης από τον τότε Αιγύπτιο Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, έβρισκε σύμφωνους Βασιλείου και Κληρίδη – τουλάχιστον για συζήτηση - και αντίθετους τα κόμματα που υποστήριξαν τον Πασχαλίδη.
Ο Βασιλείου έφτασε στο σημείο να προτείνει στον Κληρίδη να μην κατέβει στον δεύτερο γύρο, ώστε να υπάρξει ενιαίο μέτωπο στις συζητήσεις που θα ακολουθούσαν.
Ο Κληρίδης όχι μόνο δεν αποσύρθηκε, αλλά και με συμφωνία που έκανε με το ΔΗΚΟ δεσμεύτηκε ότι αν εκλεγόταν αυτός θα απέρριπτε τη «δέσμη ιδεών Γκάλι» στο σύνολό της.
Αυτή η αλλαγή στάσης του έδωσε την ώθηση που χρειαζόταν, όπως και το μεγαλύτερο ποσοστό (σχεδόν 70%) όσων είχαν ψηφίσει Πασχαλίδη στον πρώτο γύρο. Στις 14 Φεβρουαρίου 1993 ο Κληρίδης επικράτησε με το οριακότατο 50,31% έναντι 49,69% του Βασιλείου. Πήρε 48.000 ψήφους περισσότερες στον β’ γύρο έναντι μόλις 19.000 του Βασιλείου και νίκησε με διαφορά μόλις 2.136 ψήφων.
1998: Οι πύραυλοι έδωσαν τη δεύτερη θητεία
Η σύγκλιση του ΔΗΣΥ με το ΔΗΚΟ έσπασε πριν τις εκλογές του 1998. Όπως υποστήριξαν τα στελέχη του ΔΗΚΟ, ο Κληρίδης τους είχε υποσχεθεί ότι δεν θα διεκδικούσε δεύτερη θητεία και θα στήριζε την υποψηφιότητα του Σπύρου Κυπριανού για τη δική του επιστροφή.
Με το που ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του, ο Κληρίδης δεν ασχολήθηκε με συμμαχίες.
Το ΔΗΚΟ πλησίασε το ΑΚΕΛ και μαζί κατέληξαν να στηρίξουν τον Γιώργο Ιακώβου, επί δέκα χρόνια υπουργό Εξωτερικών της Κύπρου (1983-1993), τόσο επί Κληρίδη, όσο και επί Γιώργου Βασιλείου.
Στον πρώτο γύρο των εκλογών συμμετείχαν επτά υποψήφιοι, οι περισσότεροι αρχηγοί κομμάτων. Ο Αλέξης Γαλανός από το ΔΗΚΟ διαφώνησε με την επιλογή Ιακώβου και κατέβηκε ανεξάρτητος. Συμμετείχε, επίσης, ο πρώην πρόεδρος Βασιλείου, με τη στήριξη μόνο του κόμματος που είχε ιδρύσει ο ίδιος (Ενωμένοι Δημοκράτες).
Όπως αναμενόταν, οι δύο βασικοί υποψήφιοι συγκέντρωσαν μεγάλα ποσοστά από τον πρώτο γύρο. Επικράτησε οριακά ο Ιακώβου με 40,61% έναντι 40,06% του Κληρίδη και 10,59% του Λυσσαρίδη. Ο Βασιλείου καταποντίστηκε στο 3,00%.
Το κύριο θέμα της προεκλογικής εκστρατείας ήταν η αγορά και εγκατάσταση των ρωσικών πυραύλων S-300 σε κυπριακό έδαφος. Ο Κληρίδης υποσχέθηκε ότι θα τελείωνε τη δουλειά, ως μέσο και πίεσης και προς την τουρκική πλευρά, αλλά και προς Βρετανία-ΗΠΑ, ώστε να επισπευσθεί ένα σχέδιο λύσης.
Στην εβδομάδα ανάμεσα στον πρώτο και το δεύτερο γύρο ο Κληρίδης εξασφάλισε την επίσημη υποστήριξη τεσσάρων από τους πέντε υποψηφίους που αποκλείστηκαν και την ουδετερότητα του Λυσσαρίδη, ο οποίος προέτρεψε τους ψηφοφόρους της ΕΔΕΚ να ψηφίσουν κατά συνείδηση.
Για δεύτερη συνεχόμενη φορά η μάχη κρίθηκε στο νήμα. Ο Κληρίδης επικράτησε με 50,82% έναντι 49,18% του Ιακώβου, με διαφορά 6.500 ψήφων αυτή τη φορά.
2003: Αλλαγή από τον πρώτο γύρο
Το σχέδιο Ανάν, η πιο σοβαρή προσπάθεια λύσης του Κυπριακού από τον Γκανέζο τότε Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ, ήταν το βασικό πολιτικό θέμα πριν τις εκλογές του 2003.
Η αρχική του μορφή δόθηκε το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο του 2002 και οι εκλογές προγραμματίστηκαν για τις 16 Φεβρουαρίου 2003 και τα δημοψηφίσματα ορίστηκαν για τον Απρίλιο του 2004.
Αυτές οι ημερομηνίες καθόρισαν και τη στρατηγική των εκλογών. Ο Κληρίδης είχε αποφασίσει ως ΔΗΣΥ να στηρίξει την υποψηφιότητα του Γιαννάκη Ομήρου, προέδρου τότε του ΚΙΣΟΣ (μετονομασία της σοσιαλδημοκρατικής ΕΔΕΚ).
Τις παραμονές των εκλογών, όμως, αποφάσισε να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα για τρίτη θητεία, την οποία ο ίδιος δεσμεύτηκε να περιορίσει στους 16 μήνες, δηλαδή αμέσως μετά τα δημοψηφίσματα για το σχέδιο Ανάν θα παραιτούταν. Η υποψηφιότητά του, πάντως, στηρίχθηκε μόνο από μικρά και εξωκοινοβουλευτικά κόμματα.
Τα τρία μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης (ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ, ΚΙΣΟΣ) κατέληξαν για πρώτη φορά στα χρονικά να στηρίξουν κοινό υποψήφιο από τον πρώτο γύρο.
Ο νομικός και πρώην αγωνιστής της ΕΟΚΑ Τάσσος Παπαδόπουλος ήταν το πρόσωπο κοινής αποδοχής, με σταθερές και ξεκάθαρες επιφυλάξεις για το σχέδιο Ανάν.
Απρόσμενα, η μάχη κρίθηκε από τον πρώτο γύρο.
Ο Παπαδόπουλος σάρωσε με ποσοστό 51,51% έναντι μόλις 38,80% του Κληρίδη, ο οποίος πλήρωσε και την κόπωση από την δεκαετή παραμονή του στην εξουσία. Όπως είναι γνωστό, ο Παπαδόπουλος κάλεσε τους ψηφοφόρους να απορρίψουν το σχέδιο Ανάν στα δημοψηφίσματα, κάτι που έγινε. Για πρώτη φορά, πάντως, όρισε σε υπουργικούς θώκους στελέχη του ΑΚΕΛ.
2008: Πρώτη και καθαρή φορά αριστερά
Όπως έχει διαπιστωθεί ήδη, η υποστήριξη του ΑΚΕΛ έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο στις προεδρικές εκλογές, πλην όμως ποτέ κάποιο προβεβλημένο στέλεχος του κόμματος (ή ο ηγέτης του) δεν είχε διεκδικήσει την προεδρία.
Η ώθηση που χρειαζόταν για κάτι τέτοιο έγινε με την απόφαση των υπουργών του ΑΚΕΛ να αποσυρθούν από την κυβέρνηση Παπαδόπουλου, κατηγορώντας τον για νεοφιλελεύθερες πρακτικές.
Ο γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ Δημήτρης Χριστόφιας είχε εξαρχής δηλώσει ότι θα ήταν υποψήφιος για τις εκλογές, που έγιναν στις 17 Φεβρουαρίου 2008.
Αντίπαλοί του ήταν τόσο ο Παπαδόπουλος, ο οποίος διεκδικούσε την δεύτερη θητεία του, όσο και ο Ιωάννης Κασουλίδης, πρώην υπουργός Εξωτερικών και ευρωβουλευτής, που είχε τη στήριξη του ΔΗΣΥ. Η μάχη φυσικά πολώθηκε από τον πρώτο γύρο, αφού σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις οι τρεις υποψήφιοι παρουσίαζαν, πάνω-κάτω, την ίδια δυναμική.
Αυτό βγήκε και στην κάλπη.
Ο Κασουλίδης πήρε οριακότατα την πρώτη θέση με 33,51% (150.996 ψήφοι) και ο Χριστόφιας την δεύτερη με 33,29% (150.016 ψήφοι).
Ο απερχόμενος πρόεδρος Παπαδόπουλος συγκέντρωσε 31,79% και 143.249 ψήφους. Κανείς άλλος από τους έξι υποψήφιους δεν έφτασε το 1% των ψήφων.
Η ανακοίνωση στήριξης του ΔΗΚΟ (Παπαδόπουλος) στην υποψηφιότητα Χριστόφια ήταν το σημείο που έγειρε την πλάστιγγα.
Η κυπριακή «πρώτη φορά αριστερά» συνέβη στις 24 Φεβρουαρίου, και μάλιστα με αξιοσημείωτη διαφορά που ξεπέρασε τις 30.000 ψήφους.
Ο Χριστόφιας εξελέγη με 53,37% έναντι 46,63% του Κασουλίδη.
2013: Οι δεσμεύσεις δεν απέτρεψαν την κρίση
Ο Χριστόφιας είχε δεσμευτεί ότι θα διεκδικούσε μόνο μία προεδρική θητεία, έτσι σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε μέχρι τότε δεν έβαλε υποψηφιότητα για μια δεύτερη.
Το ΑΚΕΛ αποφάσισε να στηρίξει την υποψηφιότητα του Σταύρου Μαλά, γενετιστή και υπουργού υγείας στην κυβέρνηση Χριστόφια, αν και προερχόμενο από τους ΕΔΗ του πρώην προέδρου Βασιλείου. Ο ΔΗΣΥ είχε εξαρχής ξεκαθαρίσει ότι θα κατέβαζε τον πρόεδρό του από το 1997 και νομικό Νίκο Αναστασιάδη. Η νέα γενιά εκπροσωπήθηκε από τον Γιώργο Λιλλήκα, πολιτικό επιστήμονα που είχε θητεύσει κοντά στον Γιώργο Βασιλείου και εξελέγη βουλευτής με την υποστήριξη του ΑΚΕΛ, ωστόσο σ’ αυτές τις εκλογές είχε την στήριξη της ΕΔΕΚ.
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, που συμπαρέσυρε και την Κύπρο λόγω της μεγάλης έκθεσης των κυπριακών τραπεζών στα ελληνικά ομόλογα που κουρεύτηκαν, ήταν το κύριο πολιτικό θέμα. Ο Αναστασιάδης προχώρησε σε μια σειρά δεσμεύσεων για αποφυγή της έντασης της κρίσης στην Κύπρο και την πρόνοια για να αποφευχθεί το κούρεμα καταθέσεων, κάτι που τελικά δεν μπόρεσε να αποφύγει.
Από τον πρώτο γύρο ο Αναστασιάδης (με στήριξη και από το ΔΗΚΟ) έβαλε τις βάσεις για την εκλογή του, εξασφαλίζοντας το μεγαλύτερο ποσοστό πρώτου γύρου που είχε καταγραφεί (45,46%). Ο Μαλάς πέρασε στον δεύτερο γύρο με 26,91% έναντι 24,93% του Λιλλήκα. Η απόφαση της ΕΔΕΚ να προτρέψει τους ψηφοφόρους της να ψηφίσουν κατά συνείδηση (όπως κάνει διαχρονικά) μετέτρεψε τον δεύτερο γύρο σε τυπική διαδικασία.
Ο Αναστασιάδης κέρδισε την πρώτη του θητεία με ποσοστό 57,48% έναντι 42,52% του Μαλά.
2018: Η δεύτερη ευκαιρία του Αναστασιάδη
Η τελευταία εκλογική αναμέτρηση πριν από αυτήν της Κυριακής είχε τους ίδιους βασικούς πρωταγωνιστές.
Ο απερχόμενος πρόεδρος Αναστασιάδης με τη στήριξη του ΔΗΣΥ και ο Σταύρος Μαλάς με τη στήριξη του ΑΚΕΛ διεκδίκησαν για δεύτερη συνεχόμενη φορά την ψήφο των πολιτών.
Ο Λιλλήκας έθεσε επίσης υποψηφιότητα, αυτή τη φορά όμως όχι με τη στήριξη του ΕΔΕΚ, αλλά μόνο της Συμμαχίας Πολιτών, του κόμματος που είχε ιδρύσει ο ίδιος.
Ο Νικόλας Παπαδόπουλος, δικηγόρος και γιος του Τάσσου Παπαδόπουλου, ήταν μια υποψηφιότητα που φανέρωσε δυναμική, όμως όχι τέτοια που να μπορέσει να μπει σφήνα στο κομματικό δίπολο ΔΗΣΥ-ΑΚΕΛ.
Ο Παπαδόπουλος στηρίχθηκε από το ΔΗΚΟ, την ΕΔΕΚ και άλλα μικρότερα κόμματα.
Ο πρώτος γύρος έφερε τον Αναστασιάδη στην πρώτη θέση με 35,51% έναντι 30,24% του Μαλά και 25,74% του Παπαδόπουλου.
Η υποψηφιότητα του Χρίστου Χρίστου (από το ακροδεξιό ΕΛΑΜ, κατά δήλωση παρακλαδιού της Χρυσής Αυγής) συγκέντρωσε το 5,65% των ψηφοφόρων.
Ο Λιλλήκας περιορίστηκε στο 2,18%.
Τα κόμματα που στήριξαν τον Παπαδόπουλο κάλεσαν τους ψηφοφόρους να μην στηρίξουν κανέναν από τους δύο υποψήφιους και να απέχουν. Μόλις 2.000 ψηφοφόροι τους άκουσαν, αλλά οι αριθμοί δείχνουν ότι οι ψηφοφόροι του Παπαδόπουλου χωρίστηκαν ακριβώς στη μέση. Ο Αναστασιάδης κέρδισε τη δεύτερη θητεία του με ποσοστό 55,99% έναντι 44,01% του Μαλά.