Τα κέρδη και οι απώλειες από τα Ίμια – Ένας μεταχρονολογημένος απολογισμός
Ανανεώθηκε:
Τρεις Έλληνες αξιωματικοί έχασαν την ζωή τους στα νερά του Αιγαίου, πάνω από ελληνική επικράτεια, στις 31 Ιανουαρίου 1996.
Σήμερα, 27 χρόνια μετά δεν έχει δοθεί καμία πειστική απάντηση για αίτια της συντριβής του ελικοπτέρου του πολεμικού ναυτικού που έστειλε στον θάνατο τον Υποπλοίαρχο Χριστόδουλο Κραθανάση, τον Υποπλοίαρχο Παναγιώτη Βλαχάκο και τον Αρχικελευστή Έκτορα Γιαλοψό.
Η συγκεκριμένη απώλεια είναι ίσως το πιο ετεροβαρές σημείο της κρίσης που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1995 και κορυφώθηκε τον Ιανουάριο του 1996. Η συγκεκριμένη απώλεια και ο τρόπος με τον οποίο ήρθε θα αποτελεί μαύρη σελίδα στην ιστορία των κρίσεων με την Τουρκία.
Σε επίπεδο διπλωματίας και έχοντας απομακρυνθεί τόσο οι ερευνητές όσο και οι πολιτικοί από την ένταση των στιγμών είναι ξεκάθαρο πως η Ελλάδα προχώρησε σε κινήσεις που είχαν παρά την πίεση μία ξεκάθαρη στρατηγική: να μην συρθεί η χώρα σε ένα τραπέζι στο οποίο θα είχαν τοποθετηθεί ακόμη και οι πλέον ακραίες απαιτήσεις της Τουρκίας προς συζήτηση.
Αυτό συνέβη αφενός γιατί δεν εκτραχύνθηκε η κατάσταση παρά την αποδεδειγμένη πλέον πρόθεση, και σε πολλές περιπτώσεις τις παραινέσεις, της στρατιωτικής ηγεσίας προς αυτή την κατεύθυνση και αφετέρου γιατί όντως ο τρόπος με τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες κινητοποιήθηκαν στον τέλος του δρόμου δεν άφησε περιθώρια και στην τουρκική πλευρά για «στραβοτιμονιές».
Σχεδόν το σύνολο των διπλωματικών πηγών που μέχρι σήμερα έχουν τοποθετηθεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους για την κρίση των Ιμίων καταλογίζουν προχειρότητα στην στρατιωτική διοίκηση και από την άλλη υποστηρίζουν πως η λήξη της συγκεκριμένης διαμάχης με την επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς ουσιαστικά έκλεισε το κεφάλαιο διεκδίκησης ελληνικών νησιών.
Στον αντίποδα αυτής της άποψης υπάρχει πολιτικό προσωπικό που αντιτάσσει πως είναι αυτή ακριβώς η κίνηση της τότε Κυβέρνησης Σημίτη που «γκρίζαρε» και επίσημα όλες τις βραχονησίδες στο Αιγαίο δημιουργώντας ακόμη ένα πρόσχημα και παράλληλα πάτημα στην Τουρκία από την μία να αξιώνει διαπραγματεύσεις και από την άλλη να παραβιάζει συστηματικά από τον αέρα ακριβώς αυτές τις περιοχές σε καθημερινή βάση.
Ο ίδιος ο τότε Πρωθυπουργός όσες φορές έχει κληθεί να τοποθετηθεί για την συγκεκριμένη περίοδο παραπέμπει στο βιβλίο που έχει συγγράψει και αρκείται να δηλώνει «ό,τι έχω να πω το έχω περιγράψει αναλυτικά στο βιβλίο». Είναι γεγονός πάντως πως όσοι έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την ένταση των ημερών και τα ασταθή βήματα της τότε Κυβέρνησης Σημίτη κατηγορώντας την για προδοσία, σήμερα θα πρέπει να έχουν αναθεωρήσει.
Η Τουρκία μπορεί να «αγόρασε» από την συγκεκριμένη κρίση «γκριζάρισμα» αλλά σε καμία περίπτωση δεν κατάφερε σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά να μετακινήσει εκατοστό μπροστά τις νεοθωμανικές της αξιώσεις για «Γαλάζια πατρίδα» που σήμερα πουλά και ο Ερντογάν, όπως επιχείρησε να πράξει τότε και η Τασνού Τσιλέρ χωρίς μεγάλη εκλογική επιτυχία…
Η τότε αντιπολίτευση «χρέωσε» με το «Ευχαριστώ τους Αμερικανούς» την Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και τον ίδιο τον Κώστα Σημίτη, μία χρέωση που ουδόλως επηρέασε όπως αποδείχθηκε την κοινή γνώμη που έδωσε 162 έδρες και 41,49% στον άνθρωπο που έκανε τις επιλογές τη νύχτα των Ιμίων οκτώ μήνες πριν.
Ως απώλεια θα πρέπει να χρεώνεται επίσης, τρεις δεκαετίες μετά τα Ίμια, το γεγονός πως ο πολιτικός κόσμος της χώρας αδυνατεί, παρά τις αλλαγές προσώπων και συσχετισμών, να βρει κοινό τόπο συνεννόησης για την εξωτερική πολιτική με την γείτονα.
Η Τουρκία εφαρμόζει ένα συγκεκριμένο δόγμα από τις αρχές τις δεκαετίας του '70 το οποίο με ελάχιστες αλλαγές κανένας Πρόεδρος δεν θέλει ή δεν τολμά να μεταβάλλει ανεξάρτητα από το διακύβευμα. Στα εντός του οίκου μας εμείς επιχειρούμε κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια να μεταβάλλουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε κάτι παγιωμένο δίνοντας σχεδόν πάντα χρόνο στην γείτονα να ανασυνταχθεί και να αντιπαραβάλλει κάτι σταθερό σε κάθε νέο δικό μας επιχείρημα.
Το ρήγμα με αυτές τις πρακτικές είναι μαθηματικά βέβαιο πως κάποια στιγμή θα υπάρξει και παρά την διαρκώς μεγαλύτερη αμυντική μας δαπάνη υπάρχει ο κίνδυνος να βρεθούμε ξανά μπροστά σε δίλλημα μάχης ή διπλωματίας στο Αιγαίο.