Δημοκρατίες της Βαλτικής: Η διαχρονική δύσκολη σχέση τους με τη Ρωσία
Ανανεώθηκε:
Η απόφαση της Εσθονίας και της Λετονίας να υποβαθμίσουν τις διπλωματικές τους σχέσεις με τη Ρωσία στο κατώτερο δυνατό επίπεδο, μετά και την αντίστοιχη ενέργεια της Ρωσίας, μόνο ως έκπληξη δεν μπορεί να ερμηνευτεί.
Ακόμα κι αυτοί που έχουν επιδερμικές σχέσεις με την διεθνή γεωπολιτική σκακιέρα σίγουρα έχουν διαβάσει ή ακούσει για την παραδοσιακά τεταμένη ατμόσφαιρα ανάμεσα στην μεγάλη Ρωσία και τις τρεις δημοκρατίες στα βορειοδυτικά της σύνορα, οι οποίες αποκαλούνται συχνά «Βαλτικές» επειδή έχουν ακτές στη συγκεκριμένη θάλασσα.
Η Ρωσία το πρωί της Δευτέρας είχε κάνει την αρχή ανακοινώνοντας την υποβάθμιση των διπλωματικών σχέσεών της με την Εσθονία, και την κατηγόρησε για «απόλυτη ρωσοφοβία». Την ίδια ημέρα ήλθε η απάντηση από την Εσθονία, που απαίτησε από τον Ρώσο πρέσβη να εγκαταλείψει τη χώρα μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου.
Την ίδια απόφαση ανακοίνωσε μετά από λίγο και η Λετονία, σε ένδειξη αλληλεγγύης προς τη γειτόνισσά της.
Οι απανταχού διεθνείς αναλυτές ψάχνουν να βρουν τι μπορεί να κρύβεται πίσω απ’ αυτή την κίνηση της Μόσχας, δεδομένου ότι όλες οι Βαλτικές δημοκρατίες ανέκαθεν είχαν προβληματικές, για να μην γράψουμε τεταμένες, σχέσεις με τη Ρωσία. Ως επίσημα μέλη του ΝΑΤΟ, μπορούν να κοιμούνται ήσυχες ότι παρουσία τους και μόνο στη Συμμαχία κόβει την όρεξη της Ρωσίας για επίδειξη δύναμης σε ένα ακόμα μέτωπο;
Το πράγμα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο λόγω και της παρουσίας ισχυρότατων πληθυσμιακά ρωσόφωνων (και ακραιφνώς ρωσόφιλων) μειονοτήτων μέσα στα όριά τους.
Μπορεί να «χρησιμοποιηθούν» αυτοί όπως οι αντίστοιχοι στο Ντόνμπας; Πώς μπορεί να αντιδράσει, έστω και προληπτικά, το ΝΑΤΟ, σε μια περιοχή πολύ ευαίσθητη γεωπολιτικά; Ψάχνουμε τις απαντήσεις με βάση τα ιστορικά στοιχεία και τις διεθνείς αναλύσεις.
Οι διαφορετικές φυλές που αγαπούσαν τους Ρώσους
Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται λίγο ιστορικό ξεκαθάρισμα. Η γεωγραφία της περιοχής (με τα τρία κράτη να έχουν παρόμοια έκταση, μέχρι και σχήμα), αλλά και η κοινή τύχη που είχαν οι τρεις δημοκρατίες στο μεγαλύτερο διάστημα του 20ου αιώνα, ακόμα και το κοινό τους όνομα, βάζει στο μυαλό πολλών ότι είχαν και κοινή ιστορία, ή έστω παρεμφερή στη διάρκεια της πολυετούς παρουσίας τους σ’ εκείνα τα χώματα.
Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική: Εσθονοί, Λετονοί και Λιθουανοί όχι μόνο έχουν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά, αλλά ιστορικά κοιτούσαν και σε πολύ διαφορετικές πλευρές. Οι Εσθονοί προς το βορρά, προς το αδελφικό από πολλές απόψεις έθνος των Φινλανδών, ως εκ τούτου και προς τη Σουηδία, η οποία για αιώνες διαφέντευε τη σημερινή Φινλανδία. Οι Λετονοί προς τους Γερμανούς, ειδικά το βαλτικό παρακλάδι των Γερμανών που κατείχε για αιώνες θέσεις-κλειδιά στις πόλεις τους. Και οι Λιθουανοί προς τους Πολωνούς, με τους οποίους για αιώνες συμπορεύονταν σε ένα από τα σημαντικότερα και ισχυρότερα κράτη στο κέντρο της Ευρώπης.
Αν θέλουμε να το εξετάσουμε και εθνολογικά, οι Εσθονοί είναι αμιγώς ουραλική φυλή (όπως και οι Φινλανδοί, άλλωστε). Οι Λετονοί και οι Λιθουανοί είναι οι κατ’ εξοχήν «Βαλτικοί» λαοί, αν και οι Λετονοί έλκουν την καταγωγή τους από τους Λιβόνιους, οι οποίοι καταχωρίζονται πια στη διεθνή εθνολογία ως Βαλτο-φινικό φύλο, με στοιχεία και επιρροές και από τους δύο.
Ο δεύτερος μύθος είναι ότι οι κάτοικοι της Βαλτικής ανέκαθεν μισούσαν οτιδήποτε ρωσικό, γι’ αυτό και του γύρισαν την πλάτη. Η πραγματικότητα είναι ότι μέχρι τις βίαιες απόπειρες κατ’ αρχάς του τσαρικού καθεστώτος και μετά του σοβιετικού να τους εξαφανίσει από τον χάρτη, οι λαοί της περιοχής είχαν θετική άποψη για τη Ρωσία. Τη θεωρούσαν ένα αντίβαρο στους δικούς τους μεγάλους – και γι’ αυτό επικίνδυνους – γείτονες και επεδίωξαν, μάλιστα, αυτή την γεωπολιτική ισορροπία. Άσχετα αν μετά υιοθέτησαν ακραία αντι-ρωσική στάση, για να διαφυλάξουν την ίδια τους την ύπαρξη.
Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι οι τρεις λαοί της Βαλτικής αποκαλούν τους Ρώσους με διαφορετικά ονόματα! Στα εσθονικά οι Ρώσοι λέγονται «Vene Keel», μια ρίζα που έρχεται μάλλον από τους Βένδους, και στα λετονικά “Krieviski”, από το αρχαίο όνομα των Ρώσων (Kievan Rus). Μόνο στα λιθουανικά οι Ρώσοι αποκαλούνται «rusiskas».
Οι Τεύτονες ιππότες που έγιναν φεουδάρχες
Αν εξαιρέσει κανείς τους Λιθουανούς, οι οποίοι είχαν από νωρίς περιχαρακωθεί σαν αυτόνομο έθνος της κεντρικής Ευρώπης περισσότερο, η Βαλτική κατοικούνταν επί αιώνες από διάφορες φυλές, πρόγονους των σημερινών λαών, με περίεργα ονόματα: Λατγκάλιοι, Λιβόνιοι, Γιοτβίγκοι, Κουρόνιοι, Γκαλίντιοι, Σελόνιοι, Σαμογέτες, Βόροι, Σέτοι. Αυτές οι φυλές μιλούσαν γλώσσες – προγόνους των σημερινών εσθονικών, λετονικών και λιθουανικών.
Ιδιαίτερο κομμάτι στην ιστορία της περιοχής παίζουν οι Γερμανοί.
Πολλές γερμανικές φυλές, οδηγούμενες από τους λεγόμενους Τεύτονες ιππότες, επεκτείνονται προς τα βορειοανατολικά της σημερινής τους επικράτειας από το Μεσαίωνα, νικούν τις ντόπιες φυλές, χωρίζουν τη γη σε τιμάρια και εγκαθίστανται εκεί ως αφέντες-φεουδάρχες. Με τα χρόνια μεταναστεύουν στην περιοχή κι άλλοι συμπατριώτες τους, οι οποίοι ασχολούνται με το εμπόριο και τις τέχνες κι εκτός από την τάξη των ευγενών δημιουργούν και μια μεσαία τάξη, που επεκτείνεται και πληθυσμιακά. Είναι συγκεντρωμένοι, όμως, μόνο στις πόλεις και στα λιμάνια, στην περιφέρεια ο πληθυσμός είναι εξ ολοκλήρου ντόπιος.
Οι άρχοντες της περιοχής δέχτηκαν μαζικά την μεταρρύθμιση του Λούθηρου και αποσπάστηκαν από την καθολική εκκλησία.
Παράλληλα, από τον 15ο αιώνα μ.Χ., η περιοχή άρχισε να διεκδικείται από κράτη-δυνατούς παίκτες: Η Σουηδία, η Ρωσία και η Πολωνία-Λιθουανία συχνά κατέφευγαν στα όπλα για να εξασφαλίσουν τα καλύτερα κομμάτια.
Όπως είναι φυσικό, η περιοχή χωρίστηκε. Από το 1560 η σημερινή Λετονία ορκίστηκε πίστη στην πολωνο-λιθουανική ένωση, ενώ ο βορράς της σημερινής Εσθονίας πέρασε στην κατοχή του Σουηδού βασιλιά.
Το μεγάλο νησί Σααρεμάα, που σήμερα ανήκει στην Εσθονία, πουλήθηκε στον βασιλιά της Δανίας.
Το 1600 οι Σουηδοί επεκτάθηκαν με τα όπλα περαιτέρω προς το νότο, πήραν τη Λιβόνια, αγόρασαν και το Σααρεμάα από τους Δανούς και έγιναν κύριοι της περιοχής.
Κατακτήσεις και διαμελισμοί τους έφεραν στη Ρωσία
Η χρονολογία-σταθμός για τη Βαλτική, που ξεκινάει τις σχέσεις των λαών αυτών με τη Ρωσία, είναι το 1710. Τότε ξέσπασε ο διαβόητος Μεγάλος Βόρειος Πόλεμος μεταξύ Σουηδών και Ρώσων. Από το 1721 και μετά οι νικητές Ρώσοι αποκατέστησαν τα προνόμια της γερμανικής αριστοκρατίας και παρ’ ότι τυπικά τα εδάφη αυτά έγιναν τμήματα (κυβερνεία) της αυτοκρατορίας, στην ουσία η διοίκηση εξασκούνταν από τους ντόπιους Γερμανούς αφεντάδες.
Tο πολωνο-λιθουανικό κράτος κατέρρευσε από την πίεση των ισχυρών γειτόνων του και υπέστη τρεις διαμελισμούς μέσα σε 23 χρόνια (1772, 1793, 1795). Γερμανοί και Αψβούργοι (Αυστροουγγαρία) πήραν τα εδάφη της σημερινής Πολωνίας, η σημερινή Λιθουανία σχεδόν εξ ολοκλήρου έγινε κτήμα του τσάρου.
Όπως είναι φυσικό, οι Λιθουανοί με την μακρά τους παράδοση ανεξαρτησίας ήταν οι πιο ανυπότακτοι. Έκαναν δύο σημαντικές επαναστάσεις εναντίον των Ρώσων, το 1831 και το 1863. Μετά και την κατάπνιξη της δεύτερης επανάστασης ο τσάρος αποφάσισε να απαλλαγεί μια και καλή απ’ αυτούς και διέταξε την πλήρη ρωσοποίηση της περιοχής.
Η γλώσσα απαγορεύτηκε, τα βιβλία κάηκαν, μέχρι και διοικητικά το όνομα της περιοχής έγινε «Βορειοδυτικό Διαμέρισμα».
Οι Λιθουανοί αντέδρασαν με την υποδειγματική οργάνωση ενός μεγάλου δικτύου κυκλοφορίας βιβλίων στα λιθουανικά και την δική τους έκδοση του «κρυφού σχολειού», δάσκαλοι να μαθαίνουν στα παιδιά τη γλώσσα σε υπόγεια και εκκλησίες. Για τα δύο αυτά είναι και μέχρι σήμερα πολύ υπερήφανοι.
Οι Ρώσοι που μετανάστευσαν στην περιοχή της Λιθουανίας ήταν ανέκαθεν λίγοι. Δεν συνέβη το ίδιο, όμως, με τις πιο βόρειες δημοκρατίες. Στην Εσθονία οι πρώτοι Ρώσοι ήταν μερικές χιλιάδες παλαιοημερολογίτες, οι οποίοι μετακινήθηκαν δυτικά για να ξεφύγουν από τους διωγμούς της Ρωσικής Ορθόδοξης εκκλησίας ήδη από το τέλος του 17ου αιώνα.
Αυτοί που ακολούθησαν, όμως, ήταν κυρίως έμποροι, που εγκαταστάθηκαν στα παράλια και τα μεγάλα λιμάνια. Ακόμα περισσότερο συνέβη αυτό στη Λετονία, επειδή το λιμάνι της Ρίγας ήταν από τα σημαντικότερα της γερμανικής Χανσεατικής Λίγκας.
Διαφωτισμός, αφύπνιση και ανεξαρτησία
Από τα μέσα του 19ου αιώνα τοποθετείται χρονικά η λεγόμενη «αφύπνιση» των Εσθονών και των Λετονών. Τότε που οι δύο λαοί όχι μόνο συνειδητοποιούν την διαφορετικότητά τους έναντι των γειτόνων τους, αλλά υιοθετούν και μια ως επί το πλείστον κοινή γλώσσα – συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις συγγενείς φυλές. H παιδεία παίζει κι εδώ καταλυτικό ρόλο, αν και το κίνημα και στις δύο χώρες είναι κυρίως πολιτιστικό και δεν παίρνει τη μορφή απελευθερωτικού αγώνα.
Αυτοί οι εθνικοί διαφωτισμοί, πάντως, δεν πέρασαν απαρατήρητοι από τις ρωσικές αρχές. Από το 1885 με τσαρικό διάταγμα του Αλέξανδρου Γ’ έκανε υποχρεωτική τη χρήση της ρωσικής γλώσσας στα κυβερνεία της Βαλτικής. Αντί να πτοηθούν, Εσθονοί και Λετονοί έγιναν ακόμα πιο αποφασιστικοί. Μετά την πρώτη επανάσταση εναντίον του τσάρου το 1905 δημιουργήθηκαν τα πρώτα αμιγώς εθνικιστικά λετονικά και εσθονικά κόμματα.
To σημείο καμπής που ώθησε τις τρεις χώρες προς την πλήρη ανεξαρτησία ήταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η ολοκληρωτική κατάρρευση του ανατολικού μετώπου από τα τσαρικά στρατεύματα.
Οι Γερμανοί είχαν καταλάβει ήδη την περιοχή της Λιθουανίας από το 1915 και από το 1917 προωθήθηκαν στη Λετονία και την Εσθονία. To 1918 η μία μετά την άλλη οι περιοχές της Βαλτικής ανακήρυξαν την ανεξαρτησία τους από την τσαρική Ρωσία και οι επελαύνοντες Γερμανοί συμφώνησαν να παραδώσουν την εξουσία στους ντόπιους, με το σκεπτικό ότι οι τρεις χώρες θα λειτουργούσαν στην ουσία ως δικά τους προκεχωρημένα φυλάκια.
Με τη συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ τον Μάρτιο του 1918 οι νεόκοποι μπολσεβίκοι αποδέχτηκαν την απώλεια (και) των περιοχών αυτών, προκειμένου να κλείσουν όπως-όπως το εξωτερικό μέτωπο και να ασχοληθούν με την εδραίωση της εξουσίας τους στο εσωτερικό.
Στην σφιχτή και δύσκολη αγκαλιά της ΕΣΣΔ
Στο διάστημα του Μεσοπολέμου οι τρεις βαλτικές δημοκρατίες γνώρισαν τα πρώτα χρόνια ανεξαρτησίας τους. Με προσεκτικές κινήσεις, βέβαια, δεδομένου ότι ένιωθαν την πίεση τόσο της Γερμανίας, όσο και της Σοβιετικής Ένωσης. Δεν περίμεναν, όμως, ότι θα παραδίδονταν στους Σοβιετικούς χωρίς ούτε μία τουφεκιά στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, που υπογράφηκε ανάμεσα σε ΕΣΣΔ και ναζιστική Γερμανία μία εβδομάδα πριν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και πήρε το όνομά του από τα ονόματα των υπουργών εξωτερικών των δύο κρατών, καθόρισε τις τύχες της Βαλτικής, αφού αναγνώρισε τις δημοκρατίες (όπως και τη Φινλανδία και την ανατολική Πολωνία) στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Στην ουσία, οι Σοβιετικοί αφέθηκαν ελεύθεροι να κάνουν ό,τι ήθελαν.
Κι αυτό που ήθελαν, φυσικά, ήταν να ενσωματώσουν τα κομμάτια που έχασαν.
Με εξαίρεση την περιοχή στα παράλια της Λιθουανίας, η οποία καταλήφθηκε από τους Γερμανούς, οι υπόλοιπες βαλτικές δημοκρατίες ήλθαν αντιμέτωπες με τελεσίγραφα: Οι Εσθονοί ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1939, οι Λετονοί τον Οκτώβριο, οι Λιθουανοί τον Ιούνιο του 1940.
Τυπικά τα τελεσίγραφα τους καλούσαν να δεχτούν ένα «σύμφωνο ενιαίας αμυντικής συνεργασίας» με την ΕΣΣΔ, αλλά οι όροι του συμφώνου προέβλεπαν πλήρη παράδοση των αρχών στην εξουσία του Στάλιν. Όπως κι έγινε.
Με την έναρξη της ναζιστικής εισβολής στην ΕΣΣΔ, οι Γερμανοί φρόνιτσαν να «απελευθερώσουν» τις βαλτικές δημοκρατίες. Πλην όμως αντί να αποκαταστήσου την ανεξαρτησία τους, στήριξαν φιλοναζιστικές τοπικές κυβερνήσεις και στο τέλος όλη η περιοχή διοικητικά αποτέλεσε μία ενότητα (την λεγόμενη «ανατολική επαρχία») η οποία είχε αποκλειστικό στόχο να προμηθεύει τη Γερμανία με πρώτες ύλες.
Μετά την ήττα της Γερμανίας, πάντως, το σταλινικό καθεστώς στράφηκε κατά δικαίων και αδίκων. Προφανώς κάποιοι πίστεψαν ότι με την βοήθεια της ναζιστικής Γερμανίας θα μπορούσαν να κατοχυρώσουν την ελευθερία τους, πλην όμως οι Σοβιετικοί με το που επέστρεψαν στράφηκαν εναντίον των λαών συνολικά και δεν έψαξαν να βρουν ενόχους και αθώους. Πολλοί, ειδικά Εσθονοί, βίωσαν τον μαζικό εκτοπισμό σε περιοχές της Σιβηρίας και της Κεντρικής Ασίας, από τις οποίες ελάχιστοι επέστρεψαν.
Τότε ξεκίνησε και ένα πρόγραμμα μαζικού εποικισμού κυρίως της Εσθονίας και της Λετονίας με Ρώσους, ώστε να αλλάξει η εθνολογική σύνθεση της περιοχής. Οι μετανάστες ήταν κυρίως εργάτες και διοικητικοί υπάλληλοι, που εγκαταστάθηκαν στις μεγάλες πόλεις. Στην Εσθονία ο ρωσικός πληθυσμός εκτός από το Ταλίν εγκαταστάθηκε και στις περιοχές των συνόρων με τη Ρωσία και μέχρι σήμερα αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού στις πιο ανατολικές κοινότητες. Στην τελευταία απογραφή της ΕΣΣΔ, το 1989, οι Ρώσοι αποτελούσαν το 30,3% του συνολικού πληθυσμού της Εσθονίας (έναντί μόλις 7,2% το 1935) και το 34% του πληθυσμού της Λετονίας (έναντι 8,8% το 1935).
Οι Σοβιετικοί δεν έμειναν μόνο στον εποικισμό. Η προώθηση της ρωσικής γλώσσας έγινε με τρόπο ώστε να μην μπορεί κανείς να κάνει οτιδήποτε χωρίς να τη γνωρίζει. Ήταν υποχρεωτική για τους δημόσιους υπαλλήλους μετά το 1965, ενώ οι τοπικές γλώσσες (εσθονική, λετονική, λιθουανική) περιορίστηκαν σε προαιρετικές. Όλα αυτά, βέβαια, περισσότερο πείσμωσαν τους ντόπιους πληθυσμούς, παρά τους απομάκρυναν από τις ιδιαίτερες παραδόσεις τους.
Η επανάσταση με τα τραγούδια και το σπριντ προς Ε.Ε. - ΝΑΤΟ
Η Βαλτική ήταν η πρώτη περιοχή που εκμεταλλεύθηκε την «περεστρόικα» και τη «γκλάσνοστ» του Γκορμπατσόφ, με μια άνευ προηγουμένου άνθηση των τοπικών εθνικισμών.
Από το 1987 ξεκίνησε η λεγόμενη «τραγουδιστική επανάσταση», μια σειρά από διαδηλώσεις και ακτιβιστικές ενέργειες, στις οποίες ο κόσμος συμμετείχε μαζικά, αλλά μόνο τραγουδούσε! Στις 23 Αυγούστου 1989 πάνω από 2,5 εκατομμύρια πολίτες και στις τρεις χώρες (δηλαδή σχεδόν το 35% του πληθυσμού τους!) συμμετείχαν στη μεγαλύτερη αντι-σοβιετική διαδήλωση που είχε καταγραφεί ποτέ.
Στις 11 Μαρτίου 1990, σχεδόν 1,5 χρόνο πριν την επίσημη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το Ανώτατο Συμβούλιο της Λιθουανίας ανακοίνωσε την «αποκατάσταση» της δημοκρατίας στη χώρα.
Oι Λετονοί ακολούθησαν στις αρχές Μαϊου. Η Εσθονία έκανε πρώτα δημοψήφισμα (78,4% ψήφισαν υπέρ της ανεξαρτησίας) και ανακήρυξε τη δική της τον Αύγουστο του 1991. Ήταν τα πρώτα κομμάτια της ΕΣΣΔ που αποκόπηκαν από τον ομφάλιο λώρο της.
Τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας, οι Εσθονοί και οι Λετονοί πλήρωσαν τους Ρώσους με το ίδιο νόμισμα. Όχι μόνο δεν τους δέχτηκαν ως πολίτες της χώρας, αλλά αποφάσισαν να τους κάνουν τη ζωή δύσκολη, με σαφή στόχο να μειώσουν το ποσοστό τους στον γενικό πληθυσμό. Δικαίωμα απόκτησης της εσθονικής ή λετονικής υπηκοότητας είχαν μόνο όσοι μπορούσαν να αποδείξουν ότι οι ίδιοι ή οι πρόγονοί τους διέμεναν στη χώρα πριν το 1940. Οι υπόλοιποι ήταν ουσιαστικά απάτριδες, τους έσπρωχναν βέβαια να αποδεχτούν τη ρωσική υπηκοότητα και να μεταναστεύσουν.
Αρκετοί το έκαναν, αλλά οι περισσότεροι επέλεξαν να μείνουν εκεί, δεδομένου ότι οι ευρω-ατλαντικές προοπτικές ήταν από τότε ιδιαίτερα αυξημένες.
Οι ρωσικής καταγωγής Εσθονοί και Λετονοί πολίτες μπήκαν στη διαδικασία μέχρι και να αλλάξουν τα επώνυμά τους, έτσι ώστε να μοιάζουν περισσότερο με βαλτικά παρά με ρωσικά.
Είχαν να αντιμετωπίσουν την υποχρεωτική εκμάθηση της γλώσσας του κράτους, την οποία πριν δεν χρειάζονταν.
Ειδικά στα εσθονικά, οι εξετάσεις τα πρώτα χρόνια ήταν τόσο δύσκολες, που ακόμα και γηγενείς Εσθονοί παραδέχονταν ότι οι ίδιοι θα είχαν πρόβλημα να τις περάσουν.
Με τον καιρό τα θέματα έγιναν ευκολότερα, όμως όποιος θέλει να γίνει πολίτης της χώρας οφείλει εκτός από την γνώση της γλώσσας και της ιστορίας (την οποία έγραψαν από την αρχή, από τη δική τους πλευρά) να ορκιστεί πίστη και στο Σύνταγμα. Η διπλή υπηκοότητα απαγορεύεται.
Ως εκ τούτου, ακόμα και σήμερα, πάνω από 30 χρόνια μετά την ανεξαρτησία, υπάρχει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό 8,7% στην Εσθονία και 5,8% στη Λετονία που θεωρούνται «απάτριδες». Πρόκειται κυρίως για ηλικιωμένους, οι οποίοι δεν θέλησαν να φύγουν από τα σπίτια τους, αλλά ούτε και να εγκαταλείψουν τη ρωσική τους καταγωγή.
Υπερδιπλάσιο εισόδημα από τους Ρώσους
Από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας τους, οι Βαλτικές δημοκρατίες προσανατολίστηκαν αποκλειστικά προς τη Δύση.
Οι γερμανικές επενδύσεις στην Λιθουανία είχαν φτάσει σε τέτοια ύψη, που η χώρα από οικονομικής άποψης είχε μεταβληθεί σε γερμανικό κρατίδιο.
Σε ρυθμούς εξπρές οι τρεις χώρες έγιναν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ την ίδια χρονιά, το 2004. Το υποδέχτηκαν με ανακούφιση, διότι πάντα υπήρχε στο μυαλό τους η ανησυχία για τυχόν επανάληψη του ρωσικού επεκτατισμού.
Σήμερα οι Ρώσοι στην Εσθονία υπολογίζονται σε 315.000.
Η γεωγραφική τους κατανομή (το μεγαλύτερο ποσοστό ζει σε περιοχές κοντά στα ρωσικά σύνορα) προσομοιάζει με την περίπτωση των ρωσόφωνων του Ντόνμπας, όμως δεν υπάρχει καταγεγραμμένη ούτε μία φωνή, ούτε καν ακραία, που να καταγγέλλει καταπίεση σε τέτοιο βαθμό, που να δικαιολογούσε τη ρωσική παρέμβαση.
Το βιοτικό επίπεδο, άλλωστε, των Ρώσων της Εσθονίας όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι υπερδιπλάσιο (27.941 δολάρια) έναντι ακόμα και των κατοίκων της Αγίας Πετρούπολης (12.400 δολάρια) και τετραπλάσιο σε σχέση με το Καλίνινγκραντ (7.300 δολάρια), του ρωσικού θύλακα στη Βαλτική, που χρησιμεύει σχεδόν αποκλειστικά σαν στρατιωτική-ναυτική βάση.
Oι Ρώσοι της Λετονίας υπολογίζονται σε περίπου 450.000, δηλαδή 24% του πληθυσμού. Παρά το ότι δεν έχουν ίδιο γεωγραφικό προσδιορισμό (είναι συγκεντρωμένοι αποκλειστικά στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στη Ρίγα) έχουν περιχαρακωθεί περισσότερο.
Σε πολιτικό επίπεδο, μάλιστα, έχουν και το δικό τους κόμμα, την «Ένωση Ρώσων της Λετονίας», το οποίο εκπροσωπείται μάλιστα και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Στη Λιθουανία το ποσοστό των Ρώσων έχει περιοριστεί στο 5%, σύμφωνα με την περσινή απογραφή. Ανέκαθεν η παρουσία τους στη χώρα ήταν αναιμική σε σχέση με τα άλλα δύο κράτη.
Συμπέρασμα: Η Ρωσία μπορεί να αντιδρά όσο θέλει, αρκεί να είναι μόνο διπλωματικά.
Πλέον είναι ο μόνος δρόμος που της έχει απομείνει, εκτός αν αποφασίσει να πάει σε μετωπική και ανοιχτή σύγκρουση με το ΝΑΤΟ.
Κάτι που, ειδικά μετά την εμπλοκή της στην Ουκρανία, φαίνεται να μην το επιθυμεί. Οι μειονότητες στις δύο χώρες μπορούν να παίζουν έναν ρόλο, όμως επ’ ουδενί δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αφορμές για μονομερείς επεμβάσεις. Κάτι τέτοιο, εκτός του ότι θα ήταν τραβηγμένο από τα μαλλιά σαν επιχείρημα, δεν θα συναντούσε ούτε καν τη σύμφωνη γνώμη των ηγετών των μειονοτήτων.