FOCUS

Διαδηλώσεις στην Κίνα: Τοίχοι με συνθήματα, σφαγές σε πλατείες και ασκήσεις ευεξίας

Σε αυτή τη φωτογραφία αρχείου της 5ης Ιουνίου 1989, ένας άνδρας στέκεται μόνος του για να εμποδίσει μια γραμμή αρμάτων μάχης που κατευθύνεται ανατολικά στη λεωφόρο Cangan του Πεκίνου στην πλατεία Τιενανμέν AP Photo / JEFF WIDENER

H εικόνα εκατοντάδων χιλιάδων Κινέζων να βγαίνουν στους δρόμους και να στήνουν μέχρι και οδοφράγματα σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τους συνεχιζόμενα σκληρά μέτρα κατά της εξάπλωσης του COVID-19 δεν είναι ό,τι πιο σύνηθες μπορεί να δει κανείς.

Η διεθνής ειδησεογραφία έχει πολλά να ασχοληθεί, δεν δίνει στο γεγονός τη σημασία που πρέπει. Όπως δεν έχει δώσει (ή δεν είχε στοιχεία για να δώσει) σημασία σε πολλά ακόμα περιστατικά, στα οποία ο κινεζικός λαός εξέφρασε μ’ αυτόν τον τρόπο την αντίθεσή του προς τις αποφάσεις του καθεστώτος.

Στη δυτική συλλογική μνήμη, Κίνα και ταραχές ίσον Τιενανμέν. Κι είναι αλήθεια ότι τα γεγονότα του 1989 στην πλατεία της «Ουράνιας Γαλήνης», αυτό το σύμβολο όχι μόνο για το Πεκίνο, αλλά για ολόκληρη την κινεζική κοσμοθεωρία, ταρακούνησαν τη Δύση σε μεγάλο βαθμό. Απέδειξαν ότι ο λαός δεν είναι ούτε τόσο συμβιβασμένος, ούτε τόσο φοβισμένος, όσο περίμεναν.

Η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας την 1η Οκτωβρίου γιόρτασε τα 73 χρόνια επίσημης ύπαρξής της. Σήμερα 4 Δεκεμβρίου γιορτάζει 40 χρόνια από την τελευταία αναθεώρηση του συντάγματός της. Το καθεστώς, που προέκυψε από έναν φονικότατο (και υπέρμετρα σκληρό σε πολλές περιπτώσεις) εμφύλιο πόλεμο δεν εδραιώθηκε στη χώρα χωρίς αντίσταση. Ούτε και σ’ αυτά τα χρόνια ύπαρξής του δεν έτυχε αποδοκιμασίας από μεγάλες μάζες του πληθυσμού, αν όχι την πλειοψηφία.

Σ’ αυτές τις σχεδόν άγνωστες πτυχές αντίδρασης ανατρέχει το ιστορικό οδοιπορικό που θα διαβάσετε. Για να αντιληφθούμε καλύτερα ότι οι σημερινές διαδηλώσεις είναι ένας ακόμα κρίκος σε μια μακρά αλυσίδα μικρών ή μεγάλων εντάσεων. Και ότι οι Κινέζοι έπαιρναν αφορμές από διάφορα γεγονότα, ακόμα και από ήττες στο ποδόσφαιρο (!), για να διατρανώσουν τη θέλησή τους για περισσότερη ελευθερία.

Πάνω από 180.000 διαδηλώσεις το χρόνο

Ας ξεκινήσουμε από τους αριθμούς. Το 2006, λοιπόν, η κρατική Ακαδημία Κοινωνικών Επιστημών της Κίνας ανακοίνωσε ότι την προηγούμενη χρονιά καταγράφηκαν ούτε μία, ούτε δύο, αλλά 90.000 μαζικές διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη χώρα! Ο αριθμός ήταν πιο πάνω κιόλας απ’ αυτόν που είχε εκτιμήσει άρθρο του Economist το 2005 (87.000), που αναφερόταν στην οικονομική ανάπτυξη της κινεζικής ενδοχώρας.

Το 2010 ο διάσημος (και στη Δύση) καθηγητής κοινωνιολογίας Σουν Λιπίνγκ εκτίμησε ότι ο αριθμός που είχε δοθεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχε διπλασιαστεί, έφτασε δηλαδή τις 180.000! Από τότε δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, ή δεν ανακοινώνονται. Για να αντιληφθείτε τη διαφορά, αρκεί να αναφερθεί ότι το 1993 ο αριθμός των «μαζικών διαδηλώσεων» είχε εκτιμηθεί σε λιγότερες από 9.000.

Τα κίνητρα αυτών των διαδηλώσεων είναι ποικίλα. Σε τοπικό επίπεδο, οι διαμαρτυρίες κυρίως αφορούν περιπτώσεις εξόφθαλμης διαφθοράς κυβερνητικών στελεχών ή κυβερνητικές αποφάσεις όπως η βίαιη μετεγκατάστασης και η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Ιδιαίτερο κεφάλαιο, βέβαια, αποτελούν οι διαμαρτυρίες στις λεγόμενες «ευαίσθητες» περιοχές στα δυτικά της χώρας (στο Θιβέτ και το Ξινγκιάνγκ), όπου έχουν εθνολογικό υπόβαθρο. Το καθεστώς όχι μόνο δεν δίνει στοιχεία για τον αριθμό και την έντασή τους, αλλά προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποκρύψει ακόμα και την ύπαρξή τους.

Γενικά, πάντως, τα τελευταία χρόνια η Κίνα προσπαθεί με τη δημοσιοποίηση αυτών των στοιχείων να αλλάξει τη γνώμη που έχει σχηματίσει ο κόσμος, ότι όποιος διαμαρτύρεται στην Κίνα φυλακίζεται, ξυλοκοπείται, ή ακόμα τον τρώει το μαύρο σκοτάδι. Ο Σουν Λιπίνγκ, μάλιστα, ισχυρίστηκε ότι το καθεστώς επιτρέπει (με τον απαραίτητο «έλεγχο») τις διαμαρτυρίες, έτσι ώστε να αφουγκράζεται τις τοπικές κοινωνίες και να ξεμπροστιάζει τα όποια κυβερνητικά στελέχη βάζουν το δάχτυλο στο μέλι.

Η προσπάθεια αλλαγής του προσώπου έγινε, αλλά τα αποτελέσματα είναι μάλλον πενιχρά. Κι αυτό διότι ο κόσμος θυμάται ακόμα εικόνες αστυνομικών να κυνηγούν με τεράστιες απόχες (!) όσους έβγαιναν από το σπίτι τους να πάρουν αέρα στην περίοδο των λοκντάουν, ή να ξυλοκοπούνται από τις δυνάμεις ασφαλείας όσοι αντιτίθεται στην «zero COVID» πολιτική του καθεστώτος, επειδή φοβάται ότι δεν μπορεί να ελέγξει αλλιώς την πανδημία.

Ο άγνωστος ξεσηκωμός των χωρικών

Ο ιστορικός ηγέτης της Κίνας Μάο Τσε ΤουνγκAP Photo / Uncredited

Το πρώτο πραγματικά μεγάλο κύμα αντίδρασης κατά του καθεστώτος συνέβη μόλις το 1953, όταν ο Μάο Τσετούνγκ αισθανόταν παντοδύναμος. Εκείνο το χρόνο ψηφίστηκε η διάταξη για την αλλαγή ιδιοκτησίας της γης από ιδιωτική σε συλλογική. Στην Ανώτατη Διάσκεψη του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διοίκησης (ένα είδος εκτελεστικού γραφείου ή υπουργικού συμβουλίου) βγήκαν τα μαχαίρια. Ο διανοούμενος Λιανγκ Σουμίνγκ, μια εμβληματική φιγούρα του κινεζικού δημοκρατικού κινήματος, αλλά αποδεκτός ως σύμβολο και από τους κομουνιστές, αμφισβήτησε ανοιχτά την χρησιμότητα του μέτρου.

Οι χωρικοί, που είδαν σε μια μέρα να χάνουν την όποια μικρή περιουσία τους, αντιστάθηκαν. Πόσο και σε ποιο βαθμό, παραμένει ακόμα μαύρη τρύπα στην κινεζική ιστορία. Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία ούτε για τις πράξεις αντίστασης, ούτε για τα θύματα. Ο Λιανγκ Σουμίνγκ, ο οποίος πίστευε μεν στον σοσιαλιστικό δρόμο, αλλά απεχθανόταν το μαρξισμό, παραπέμφθηκε σε δίκη. Δεν δήλωσε μετάνοια. Το καθεστώς δεν τον πείραξε, αλλά τον ξεδόντιασε πολιτικά. Πέθανε σε ηλικία 94 ετών, το 1988.
Όποια στοιχεία μπορεί να αντλήσει κανείς για να διαπιστώσει το μέγεθος της αντίστασης δίνονται διά της… πλαγίας οδού. Παρατηρείται π.χ. σημαντική «εσωτερική μετανάστευση» από τα αστικά κέντρα σε αγροτικές περιοχές, προκειμένου να δουλέψουν τα χωράφια. Υπάρχουν, επίσης, αναφορές για υπετριπλασιασμό των έγκλειστων στα λεγόμενα «στρατόπεδα αναμόρφωσης», όπου παράλληλα με καταναγκαστικά έργα οι κρατούμενοι υφίσταντο και ιδεολογική πλύση εγκεφάλου.

Θιβέτ: 200.00 νεκροί στην αντίσταση του Δαλάι Λάμα

Κομμουνιστικά στρατεύματα του Κόκκινου Στρατού πυροβολούν με βαριά πυροβόλα στην κοιλάδα της Λάσα, στο Θιβέτ, στις 17 Μαρτίου 1959, συντρίβοντας την εξέγερση των Θιβετιανών κατά της κινεζικής κατοχής.AP Photo / Uncredited (File)

Τα γεγονότα που συνέβησαν στο Θιβέτ στο διάστημα 10-23 Μαϊου 1959 καταγράφονταν στην επίσημη ιστοριογραφία ως «Θιβετιανή Εξέγερση». Στο τελευταίο βιβλίο ιστορίας γίνεται λόγος για “Θιβετιανές ταραχές», μια πιο ουδέτερη προσέγγιση. Όπως κι αν το αναφέρει κανείς, σ’ αυτά τα γεγονότα έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από 90.000 άνθρωποι, σύμφωνα με τις πιο μετριοπαθείς εκτιμήσεις.

Το Θιβέτ, ένα τεράστιο απομακρυσμένο οροπέδιο σε πολύ ευαίσθητη γεωστρατηγικά περιοχή (ακουμπάει στην Ινδία και στα πανύψηλα βουνά των Ιμαλαΐων) είχε ένα ιδιότυπο καθεστώς ημι-ανεξαρτησίας από τις αρχές του 20ου αιώνα. Με το που ανέβηκε στην εξουσία το κινεζικό κομουνιστικό καθεστώς βιάστηκε να αποσαφηνίσει το θέμα με την λεγόμενη «συμφωνία των 17 σημείων» του 1951, στην οποία υπήρχαν πρόνοιες για την προστασία της θρησκείας και της ιδιαίτερης κουλτούρας των γηγενών και ιδιαίτερα του προσώπου του Δαλάι Λάμα.

Στις 10 Μαρτίου 1959 έγιναν οι πρώτες, ειρηνικές, διαδηλώσεις στη Λάσα, πρωτεύουσα του Θιβέτ, μετά από πληροφορίες ότι το καθεστώς θα καταργούσε αυτή τη συμφωνία και θα συλλάμβανε τον Δαλάι Λάμα (ο οποίος βρήκε καταφύγιο στην Ινδία). Είναι αλήθεια ότι στην περιοχή από έναν χρόνο πριν δρούσαν ένοπλες ομάδες Θιβετιανών ανταρτών (γνωστοί ως Τσούσι Γκανγκντούκ) και ότι όσο περνούσαν οι μέρες εμφανίζονταν στις διαδηλώσεις και άνδρες που έφεραν όπλα. Οι διαδηλώσεις ήταν τόσο μαζικές, ώστε οι αντάρτες κάποια στιγμή ανακοίνωσαν ότι έχουν τη Λάσα υπό τον έλεγχό τους.

Οι αρχές ασφαλείας αποφάσισαν να δράσουν χωρίς έλεος. Στρατεύματα μπήκαν στη Λάσα κι άνοιξαν πυρ κατά δικαίων και αδίκων, ενόπλων και άοπλων, με συνέπεια έναν τεράστιο αριθμό θυμάτων, που ακόμα αμφισβητείται (θιβετιανές πηγές κάνουν λόγο μέχρι και για 200.000 νεκρούς). Οι αντάρτικες ομάδες, υποστηριζόμενες ενεργά από τις CIA ως τουλάχιστον το 1972, ήταν ενεργές σε απομακρυσμένες περιοχές ως το 1974.

Το «Τείχος της Δημοκρατίας» έμεινε όρθιο ένα χρόνο

Αυτή είναι μια φωτογραφία αρχείου του 1978 του Deng Xiaoping της Κίνας. Ο Ντενγκ, ο βετεράνος κομμουνιστής επαναστάτης που οδήγησε την Κίνα από το πολιτικό χάος και την οικονομική καταστροφή προς την ευημερία.AP Photo

Ο θάνατος του Μάο Τσετούνγκ θεωρείται κομβικό γεγονός για την νεότερη κινεζική ιστοριογραφία, δεδομένου ότι πυροδότησε διάφορες προσπάθειες αλλαγών, αλλά και προσδοκίες για εκδημοκρατισμό. Το 1978 ο διάδοχος του Μάο στην ηγεσία της Κίνας, ο Ντενγκ Ξιαοπίνγκ, εξήγγειλε τη θεωρία των «Τεσσάρων Εκσυγχρονισμών», ένα πρόγραμμα αλλαγών που αφορούσαν στη γεωργία, τη βιομηχανία, την άμυνα και την τεχνολογία. Στόχος, να είναι παρούσα στις αλλαγές η Κίνα στον κόσμο που άλλαζε ραγδαία.

Ο νεαρός τότε ακτιβιστής Γουέι Τζινγκσένγκ, άρχισε να πιέζει προς έναν «Πέμπτο Εκσυγχρονισμό», δηλαδή τον εκδημοκρατισμό του καθεστώτος, μ’ έναν παράξενο και συμβολικό τρόπο: Το Νοέμβριο το 1978 άρχισε να γράφει συνθήματα και να αναρτά πανό με συνθήματα σ’ έναν τοίχο από τούβλα στην οδό Ξιντάν, στο κεντρικό διαμέρισμα Ξισένγκ του Πεκίνου. Το καθεστώς αντέδρασε με αμηχανία, δεν έκανε τίποτα για να το σταματήσει.

Το παράδειγμα του Τζινγκσένγκ ακολούθησαν χιλιάδες άλλοι πολίτες του Πεκίνου. Οι οποίοι πήγαν με τη σειρά τους κι έγραψαν συνθήματα στον τοίχο. Με τον καιρό το γεγονός πήρε δημοσιότητα ακόμα και στα διεθνή μέσα και ο ταπεινός τοίχος από τούβλα ονομάστηκε «Το Τείχος της Δημοκρατίας».

Το καθεστώς το αντιμετώπισε με σκεπτικισμό μέχρι τη στιγμή που εκτίμησε ότι δεν μπορούσε να το ελέγξει. Ένα πρωί του Δεκεμβρίου 1979 στρατιωτικές δυνάμεις απέκλεισαν την πρόσβαση στον τοίχο και στους γύρω δρόμους, απομάκρυναν τους όποιους ακτιβιστές είχαν μείνει εκεί για να υπερασπιστούν τη διαμαρτυρία τους και… άσπρισαν τον τοίχο για να μην φαίνονται τα συνθήματα. Υπήρξαν λίγες προσπάθειες έκτοτε, με την (παράνομη) κυκλοφορία εφημερίων με συνθήματα εκδημοκρατισμού και άρθρα γραμμένα στο χέρι, αλλά το κίνημα ξέφτισε. Ο Τζινγκσένγκ, στα 72 του πια, παραμένει στο Πεκίνο, ενεργός υποστηρικτής του εκδημοκρατισμού της χώρας του.

Η ήττα στη μπάλα έφερε διαδηλώσεις

Ένα από τα εντονότερα απωθημένα των Κινέζων φιλάθλων για δεκαετίες ήταν να καμαρώσουν την εθνική τους ομάδα ποδοσφαίρου σε μια τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου. Στην προκριματική φάση του 1982 έφτασαν μια ανάσα από τα τελικά, όμως η εθνική ηττήθηκε στον τελευταίο αγώνα μπαράζ με 2-1 από τη Νέα Ζηλανδία. Η ομάδα, πάντως, πρόβαλλε ως φαβορί για την πρόκριση στην προκριματική φάση του Μουντιάλ 1986.

Ο προκριματικός όμιλος, που θα οδηγούσε την πρώτη ομάδα στα νοκ-άουτ της τελικής φάσης, ήταν κάτι παραπάνω από βατός. Η Κίνα είχε να ανταγωνιστεί τα… ξαδέλφια της Χογκ Κονγκ και Μακάο, δυνάμεις ανυπόληπτες ποδοσφαιρικά, και την πρωτοεμφανιζόμενη σε προκριματικά ομάδα του ζάπλουτου μεν, αλλά καθόλου ποδοσφαιρικού σουλτανάτου του Μπρουνέι.

Με τέσσερις νίκες επί του Μακάο και του Μπρουνέι και μια λευκή ισοπαλία στο Χογκ Κονγκ, το σκηνικό πρόκρισης για την πρόκριση είχε στηθεί. Η Κίνα στο τελευταίο ματς των προκριματικών υποδέχτηκε το Χογκ Κονγκ στο «Στάδιο των Εργατών» του Πεκίνου, όπου 80.000 το γέμισαν ασφυκτικά για να πανηγυρίσουν. Τους έφτανε και η ισοπαλία, καθώς είχαν καλύτερη συνολική διαφορά τερμάτων.

Η εντός έδρας ήττα της Κίνας με 2-1 από την ομάδα του Χογκ Κονγκ ήταν ένα σοκ. Πολλοί από τους θεατές υποψιάστηκαν κυβερνητικό δάκτυλο, αφού κατά τη γνώμη τους οι ποδοσφαιριστές της Κίνας δεν έδειξαν διάθεση στο τελευταίο διάστημα του αγώνα, ώστε να πετύχουν το γκολ που θα τους έδινε συνέχεια στο όνειρο. Με το που βγήκαν από το γήπεδο πρωταγωνίστησαν σε κάτι που έμεινε ιστορικά ως το πρώτο περιστατικό «χουλιγκανισμού» στο κινεζικό ποδόσφαιρο.

Για την ακρίβεια, τα όσα έγιναν λίγη σχέση είχαν με το ποδόσφαιρο. Ο κόσμος δεν πήγε να διαμαρτυρηθεί ούτε στους παίκτες και στον προπονητή, ούτε καν στα γραφεία της κινεζικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας. Χιλιάδες κόσμου περικύκλωσαν κυβερνητικά κτίρια και φώναζαν συνθήματα για δημοκρατία και ελευθερία. Ο ανεξέλεγκτος όχλος άρχισε να προβαίνει σε βανδαλισμούς καταστημάτων και η αστυνομία επενέβη βίαια.
Επισήμως, έγιναν 127 συλλήψεις. Μια ανεξάρτητη έρευνα που ξεκίνησε από αγγλική τηλεοπτική εκπομπή αθλητικού περιεχομένου (για να γυριστεί ένα ντοκιμαντέρ) δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η αστυνομία έλεγξε γρήγορα την κατάσταση, αντιμετωπίζοντας απλώς άοπλους και θυμωμένους φιλάθλους. Αυτόπτες μάρτυρες μίλησαν για τραυματίες, αλλά τίποτε δεν επιβεβαιώθηκε. Η Κίνα τελικά προκρίθηκε για το πρώτο (και μοναδικό ως τώρα) Μουντιάλ της ποδοσφαιρικής της ιστορίας το 2002.

Οι φοιτητικές διαδηλώσεις στα πανεπιστήμια

Νεαρός Κινέζος που ισχυρίζεται ότι τα ταλέντα του δεν αναγνωρίζονται προσελκύει πλήθος φοιτητών του Πανεπιστημίου του Πεκίνου στην πανεπιστημιούπολη, 17 Ιανουαρίου 1986. Ο διαδηλωτής, ο οποίος πιστεύεται ότι δεν είναι φοιτητής στην πιο διάσημη σχολή της Κίνας, ανάρτησε πανό που θρηνούσε γράφοντας «κανένας δρόμος προς τον ουρανό, καμία πόρτα προς τη γη» για τους ταλαντούχουςAP Photo / Neal Ulevich

Το φοιτητικό κίνημα ήταν πάντα ενεργό στην Κίνα, γι’ αυτό και ο Μάο έδινε μεγάλη σημασία στον έλεγχο των νέων, προτιμώντας να τους έχει συμμάχους παρά αντιπάλους. Οι διάδοχοί του χαλάρωσαν τους ελέγχους, με αποτέλεσμα την διάχυση αντικυβερνητικών ιδεών για μεταρρυθμίσεις και αλλαγές μέχρι και στο πολιτικό σύστημα, κυρίως από πρόσωπα-κλειδιά της επιστήμης και του πολιτισμού, όπως ο αστροφυσικός Φανγκ Λιζί και ο συγγραφέας Βανγκ Ρουοβάνγκ.

Τον Δεκέμβριο του 1986 ξεκίνησαν φοιτητικές διαδηλώσεις στην περιφερειακή πόλη Χεφέι, αλλά σύντομα επεκτάθηκαν και σε μεγαλύτερες πόλεις, όπως η Ναντζίνγκ και η Σανγκάη, όπου ο Λιζί έδινε εκείνες τις ημέρες σειρά διαλέξεων. Τα συνθήματα καταφέρονταν ακόμα κι εναντίον του (απρόσβλητου μέχρι τότε) Ντενγκ Ξιαοπίνγκ, με κατηγορίες διαφθοράς εναντίον των παιδιών του. Οι ομιλίες του Λιζί μαγνητοφωνήθηκαν και κυκλοφορούσαν παράνομα σε φοιτητικές εστίες στις μεγαλύτερες πόλεις.

Συνολικά καταγράφηκαν διαδηλώσεις στους χώρους 150 πανεπιστημίων της χώρας (από τα 1016 που λειτουργούσαν τότε), ένας ασύλληπτος αριθμός συμμετοχής σε διαδηλώσεις που έφτανε το 2% των εγγεγραμμένων φοιτητών και αντιστοιχεί βέβαια σε πολλά εκατομμύρια.

Ακόμα και σήμερα υπάρχουν συζητήσεις για το αν οι φοιτητικές κινητοποιήσεις ήταν αντικυβερνητικές ή στόχευσαν στην πάταξη της διαφθοράς ή σε άλλα αιτήματα, καθαρά φοιτητικά (όπως π.χ. να μην σβήνουν τα φώτα σε όλες τις εστίες στις 11 το βράδυ). Όσο οι φοιτητές έμειναν στους πανεπιστημιακούς χώρους και δεν έκαναν βανδαλισμούς, η αστυνομία δεν επενέβη. Αυτή ακριβώς η ανοχή έφερε αλλαγές: Ο γενικός γραμματέας του ΚΚ Κίνας Χου Γιαομπάνγκ κρίθηκε «υπερβολικά φιλελεύθερος» στις αντιδράσεις του κι αντικαταστάθηκε έναν μήνα αργότερα από τον Ζάο Ζιγιάνγκ.

Τιεν Αν Μεν: Οι σφαγές και ο «Tank Man»

Σε αυτή τη φωτογραφία αρχείου της 5ης Ιουνίου 1989, ένας άνδρας στέκεται μόνος του για να εμποδίσει μια γραμμή αρμάτων μάχης που κατευθύνεται ανατολικά στη λεωφόρο Cangan του Πεκίνου στην πλατεία ΤιενανμένAP Photo / JEFF WIDENER

Η αιματηρή καταστολή των διαδηλώσεων στην πλατεία Τιεν Αν Μεν του Πεκίνου το 1989 στην κινεζική ιστοριογραφία περιγράφονται ως «Γεγονότα της 4ης Ιουνίου», «Εκκαθάριση της 4ης Ιουνίου» ή «Σφαγή της 4ης Ιουνίου», ανάλογα από το πρίσμα που το βλέπει κανείς. Τα γεγονότα που ξεκίνησαν από τον Απρίλιο του 1989 και ολοκληρώθηκαν με τον «καθαρισμό» της πλατείας-σύμβολο από τους διαδηλωτές στις 4 Ιουλίου έχουν καταγραφεί σαν η σημαντικότερη προσπάθεια αμφισβήτησης του καθεστώτος.

Αυτό που πυροδότησε τις κινητοποιήσεις ήταν ο θάνατος του Χου Γιαομπάνγκ στις 15 Απριλίου. Επισήμως καταχωρήθηκε ως καρδιακή προσβολή, υπήρξαν όμως υπόνοιες ότι ήταν ένας «βολικός» θάνατος, δεδομένου ότι ο μετριοπαθής Χου είχε αρχίσει ο ίδιος να μιλάει για μεταρρυθμίσεις. Οι πρώτες συγκεντρώσεις στην πλατεία έγιναν για να τον θρηνήσουν. Βεβαίως μετά το πράγμα επεκτάθηκε. Στις 27 Απριλίου περισσότεροι από 100.000 φοιτητές έκαναν πορεία στην Τιεν-Αν-Μεν, και μαζί τους κινητοποιήθηκαν βιομηχανικοί εργάτες. Τα συνθήματα, πάντως, εναντίον του Κόμματος ήταν λίγα και χαλαρά. Οι φοιτητές φώναζαν για μεταρρυθμίσεις εντός του καθεστώτος.

Στις 13 Μαϊου οι διαδηλωτές στην πλατεία είχαν φτάσει πια τις 300.000. Οι ηγέτες των φοιτητών συμμετείχαν μεν σε διαπραγματεύσεις, όμως ανακοίνωσαν ότι ξεκινούν και απεργία πείνας. Στις 18 Μαϊου πάνω από 1 εκατομμύριο κάτοικοι του Πεκίνου έκαναν πορεία συμπαράστασης.

Η κυβέρνηση έβλεπε να χάνει τελείως τον έλεγχο και κήρυξε στρατιωτικό νόμο στις 20 Μαϊου. Πάνω από 250.000 στρατιώτες έφτασαν στο Πεκίνο, παρά την (άοπλη) αντίσταση στα προάστια από ομάδες διαδηλωτών. O πρωθυπουργός Λι Πενγκ σε ομιλία του στο Πολιτικό Γραφείο καταφέρθηκε κατά των φοιτητών χαρακτηρίζοντάς τους τρομοκράτες και υπονομευτές του καθεστώτος.

Η εκκαθάριση άρχισε από το βράδυ της 3ης Ιουνίου και ολοκληρώθηκε το πρωί της 4ης Ιουνίου. Υπάρχει μια μαύρη τρύπα στην ιστορία: Επίσημος αριθμός απωλειών ουδέποτε δημοσιοποιήθηκε και παραμένει σε αμφισβήτηση ακόμα και σήμερα. Ούτε καν εκτιμήσεις δεν μπορούν να γίνουν. Οι φοιτητές μίλησαν για χιλιάδες νεκρούς, αφού κάποια στιγμή οι στρατιώτες διατάχθηκαν να πυροβολούν κατά βούληση. Η κυβέρνηση δεν έδωσε καν έναν ενδεικτικό αριθμό, για να μην οξύνει τα πνεύματα.
Η σφαγή ολοκληρώθηκε με μια από τις πιο δυνατές εικόνες που έχει καταγράψει η τηλεόραση: Ένας άνδρας να στέκεται μόνος μπροστά σε μια συστοιχία από τανκς και να τους εμποδίζει την πρόσβαση στην πλατεία. Ο “Tank Man”, όπως τον ονόμασαν τα δυτικά Μέσα, παραμένει άγνωστος μέχρι σήμερα.

Φάλουν Γκονγκ: Ο φόβος για τις ασκήσεις ευεξίας

Ένας άνδρας με στολή αστυνομικού, δεξιά, βοηθάει να κρατηθεί ένα πανό του Φάλουν Γκονγκ μαζί με άλλους διαδηλωτές μπροστά από τη Μεγάλη Αίθουσα του Λαού στην πλατεία Τιενανμέν στο Πεκίνο την Τετάρτη 19 Ιουλίου 2000.AP / CHIEN-MIN CHUNG

Πέρασαν δέκα χρόνια μέχρι να καταγραφεί το επόμενο σοβαρό περιστατικό αμφισβήτησης. Κι αυτό ήλθε από τους οπαδούς του Φάλουν Γκονγκ. Επισήμως, το Φάλουν Γκονγκ είναι μια αρχαία άσκηση διαλογισμού που, μέσω μερικών απλών ασκήσεων, βοηθάει στην αναζωογόνηση του σώματος. Έχει τις ρίζες του στην βουδιστική παράδοση και συνοδεύεται από μια ηθική φιλοσοφία, η οποία επαινεί την ατομική ελευθερία και την ανεξαρτησία από οποιαδήποτε μορφής δέσμευση με το κράτος.

Το Φάλουν Γκονγκ έγινε τόσο δημοφιλές τη δεκαετία του 1990, που κατά τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης είχε πάνω από 70 εκατομμύρια οπαδούς! Το Κόμμα εξαρχής δεν είδε καλά το πνεύμα ελευθερίας που συνόδευε αυτές τις φαινομενικά αθώες ασκήσεις γυμναστικής και από το 1996 άρχισε να διώκει όσους επιδίδονταν σε Φάλουν Γκονγκ.

Στις 25 Απριλίου 1999, όχι τυχαία ημερομηνία συνδεόμενη με τα γεγονότα της Τιεν-Αν-Μεν, πάνω από 20.000 οπαδοί του Φάλουν Γκονγκ συγκεντρώθηκαν μπροστά στο κυβερνητικό κτίριο του Ζονγκανχάι (μεσοτοιχία με την Απαγορευμένη Πόλη!) για να διαμαρτυρηθούν, γνωρίζοντας ότι στη συνέχεια θα υποστούν διώξεις. Ο τότε πρωθυπουργός Ζου Ρονγκτζί συναντήθηκε με αντιπροσωπεία τους και, υποτίθεται, συμφώνησαν να μην μετατραπεί το κίνημα σε πολιτικό.

Ο Γενικός Γραμματέας του Κόμματος Ζιανγκ Ζεμίν είχε αντίθετη άποψη και, φοβούμενος μια νέα Τιεν-Αν-Μεν, κατηγόρησε τον Ζου ότι ήταν «πολύ ήπιος» στις διαπραγματεύσεις. Δήλωσε καθαρά ότι «το Φάλουν Γκονγκ πρέπει να ηττηθεί». Οι διώξεις συνεχίστηκαν για χρόνια, αν και η σχετική ειδησεογραφία εξαφανίστηκε από τα τοπικά Μέσα. Από το 2004 και μετά θεωρείται παράνομη οργάνωση στην Κίνα, και οι ηγέτες του έχουν ταχθεί ανοιχτά εναντίον του κομουνιστικού καθεστώτος. Η απήχηση του Φάλουν Γκονγκ σήμερα είναι άγνωστη.

Γουκάν: Νίκη-σύμβολο στον αγώνα κατά της διαφθοράς

Σε αυτή τη φωτογραφία αρχείου της 13ης Δεκεμβρίου 2011, χωρικοί φωνάζουν συνθήματα καθώς συγκεντρώνονται για διαμαρτυρία στο χωριό Wukan της Lufeng, στην επαρχία Guangdong της Κίνας.AP Photo / Anonymous

To χωριό Γουκάν στην επαρχία Γκουανγκντόνγκ, με κάτω από 13.000 κατοίκους, δεν θα μπορούσε να γίνει γνωστό για οποιονδήποτε άλλο λόγο εκτός από την αντίσταση των κατοίκων του στις κυβερνητικές αποφάσεις. Για ένα τρίμηνο, από τον Σεπτέμβριο ως τον Δεκέμβριο του 2011, οι κάτοικοι του αγροτικού χωριού σήκωσαν κεφάλι στην εξουσία και διαμαρτυρήθηκαν για διαφθορά, μέχρι να εκκαθαριστούν κι αυτοί από αστυνομικές δυνάμεις.

Η αιτία που πυροδότησε τις ταραχές ήταν η συμφωνία των (διορισμένων) κεφαλών του χωριού με ένα μεσιτικό γραφείο, το οποίο παραχωρούσε σημαντική έκταση γης που χρησιμοποιούταν για αγροτικές καλλιέργειες, χωρίς να δίνει την παραμικρή αποζημίωση στους κατοίκους. Αμέσως ξεκίνησαν διαμαρτυρίες στα κυβερνητικά κτίρια και η κατάσταση ξέφυγε. Οι κάτοικοι έδιωξαν τους διορισμένους ηγέτες του χωριού, ψήφισαν δικούς τους κι άρχισαν να αυτο-οργανώνονται, διαλαλώντας μάλιστα ότι δεν θα επέτρεπαν την εφαρμογή της συμφωνίας.

Το Κόμμα, μετά την αρχική έκπληξη, ζήτησε από τους κατοίκους να διορίσουν ένα 13μελές συμβούλιο για να διαπραγματευθούν. Αντί για συνομιλίες, τα πέντε κορυφαία πρόσωπα του συμβουλίου συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στη φυλακή. Ένας απ’ αυτούς, ο Ξούε Τζίνμπο, πέθανε στη φυλακή κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Η κατάσταση εκτραχύνθηκε, καθώς οι κάτοικοι του Γουκάν άρχισαν να παίρνουν υποστήριξη από αγρότες σε άλλες περιοχές, παρά τις απαγορεύσεις στις ειδήσεις και στην κυκλοφορία υλικού από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Από τις αρχές Δεκεμβρίου οι κάτοικοι έκαναν καθημερινές διαδηλώσεις κατά της τοπικής εξουσίας και ζήτησαν την παρέμβαση της κεντρικής κυβέρνησης. Στις 18 Δεκεμβρίου, κι ενώ υπήρχαν συνεχώς συγκρούσεις κατοίκων με την αστυνομία, οι κυβερνήτες της περιοχής παύθηκαν από τα καθήκοντά τους και αντικαταστάθηκαν από άλλους, που υποσχέθηκαν αποζημιώσεις.

Τον Μάρτιο του 2016 οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν και πάλι μετά την σύλληψη του 72χρονου Λιν Ζουλιάν, ο οποίος ήταν από τους πρωτεργάτες της εξέγερσης το 2011. Ο Λιν είχε διαμαρτυρηθεί και πάλι μέσω επιστολής στην κυβέρνηση για τη διαφθορά αξιωματούχων της περιοχής. Αυτή τη φορά η σιωπή στα Μέσα ήταν ακόμη πιο εκκωφαντική. Τον Σεπτέμβριο μόνο ανακοινώθηκε ότι «η τοπική αστυνομία αντιμετώπισε διαδηλωτές στο Γουκάν». Λεπτομέρειες, αναζητούνται…

Σιντζιάνγκ: Άοπλοι αστυνομικοί σκοτώνουν ένοπλους τρομοκράτες

Μια γυναίκα Ουιγούρη αντιμετωπίζει μια ομάδα παραστρατιωτικής αστυνομίας στο Ουρούμτσι, στην επαρχία Σιντζιάνγκ της δυτικής Κίνας, την Τρίτη 7 Ιουλίου 2009AP Photo/Ng Han Guan

Η περιοχή του Σιντζιάνγκ, η αχανής βορειοδυτική επαρχία της Κίνας που εφάπτεται με την μουσουλμανική Κεντρική Ασία, ήταν ανέκαθεν σημείο τριβής. Οι Κινέζοι θεωρούν την επαρχία ζωτική για τα συμφέροντά τους στον τομέα της ασφάλειας και φρόντισαν να το κάνουν σαφές στους γηγενείς μουσουλμάνους Ουιγούρους, τον λαό της περιοχής, με όλους τους τρόπους: Οποιαδήποτε προσπάθεια στήριξης της διαφορετικής κουλτούρας των Ουιγούρων, ακόμα και η υιοθέτηση της εθνικής τους ενδυμασίας, θεωρείται ανατρεπτική κίνηση.

Ειδικά τα τελευταία χρόνια αυτή η υπέρμετρη «ευαισθησία» των κινεζικών αρχών έχει ελαχιστοποιήσει την πρόσβαση δημοσιογράφων στην περιοχή. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ελέγχονται, έτσι λοιπόν «ξεφεύγουν» πολύ λίγες πληροφορίες, κι αυτές μάλλον ετεροχρονισμένες, για ταραχές. Η πιο σοβαρή, πάντως, απ’ αυτές έγινε τον Απρίλιο του 2013.

Η βαθύτερη αιτία των ταραχών δεν είναι άλλη από την ίδια την ύπαρξη των Ουιγούρων και την άρνησή τους να αφομοιωθούν από τους Χαν, οι οποίοι με συνεχή κυβερνητική μετανάστευση αποτελούν πια την πλειοψηφία των κατοίκων της επαρχίας (η οποία έχει έκταση όσο 12 φορές η Ελλάδα)! Η πρόθεση της κυβέρνησης να εξαφανίσει οτιδήποτε ευνοεί την ιδιαίτερη κουλτούρα, από τη γλώσσα ως τη θρησκεία, συναντά αντίσταση από τους Ουιγούρους. Άλλοτε με μορφή διαδηλώσεων, αλλά αρκετές φορές και ένοπλη αντίσταση, καθώς στην περιοχή δρουν διάφορες αντάρτικες ομάδες.

Κατά τα κρατικά μέσα ενημέρωσης, άοπλοι αστυνομικοί που κλήθηκαν να επέμβουν για να τερματίσουν τις διαδηλώσεις δέχτηκαν ένοπλη επίθεση από τρομοκράτες, με συνέπεια τον θάνατο τριών αστυνομικών και τριών τρομοκρατών. Το πώς σκοτώθηκαν οι τρομοκράτες από τους άοπλους αστυνομικούς δεν διευκρινίστηκε.

Το συμβάν χαρακτηρίστηκε «τρομοκρατική ενέργεια κατά αθώων θυμάτων», οπότε επενέβησαν οι ένοπλες αστυνομικές δυνάμεις και ανέλαβαν δράση. Ο απολογισμός, κατά τις κυβερνητικές πηγές, ανήλθε σε 21 νεκρούς.

Ένα βίντεο Ουιγούρου διαδηλωτή που «ξέφυγε» από τον έλεγχο το 2015 έκανε λόγο για εκατοντάδες νεκρούς, αλλά η πληροφορία ουδέποτε επιβεβαιώθηκε.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης