Σαν σήμερα: Η 20η Νοεμβρίου στην Ιστορία - Η δημιουργία ενός Σοβιετικού κατά συρροή δολοφόνου
Η 20η Νοεμβρίου είναι η 324η ημέρα του έτους κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο και 325η σε δίσεκτα έτη. Στις 20 Νοεμβρίου 1990 συλλαμβάνεται ο Σοβιετικός δολοφόνος Αντρέι Τσικατίλο. Τελικά ομολογεί 56 δολοφονίες.
Ο Αντρέι Ρομάνοβιτς Τσικατίλο γεννήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1936 στο Γιαμπλόχνογιε, ένα χωριό στην καρδιά της αγροτικής Ουκρανίας, που αποτελούσε τότε τμήμα της ΕΣΣΔ.
Κατά τη δεκαετία του 1930 οι πολιτικές του Στάλιν, που υλοποιήθηκαν μέσω της επιβολής της γεωργικής κολεκτιβοποίησης, οδήγησαν σε λιμό που αποδεκάτισε τον πληθυσμό.
Την εποχή που γεννήθηκε ο Τσικατίλο, οι επιπτώσεις του λιμού ήταν ακόμη αισθητές και η πρώιμη παιδική του ηλικία επηρεάστηκε από τη στέρηση, η οποία επιδεινώθηκε όταν η ΕΣΣΔ μπήκε στον πόλεμο κατά της Γερμανίας, με αποτέλεσμα η Ουκρανία να βρεθεί στο επίκεντρο μιας γενικευμένης σύρραξης και σφαγής αμάχων από τους ναζί.
Εκτός από τις εξωτερικές δυσκολίες, ο Τσικατίλο πιστεύεται ότι υπέφερε από υδροκεφαλία (νερό στον εγκέφαλο) κατά τη γέννησή του, γεγονός που του προκάλεσε προβλήματα στα γεννητικά όργανα και το ουροποιητικό σύστημα αργότερα στη ζωή του, συμπεριλαμβανομένης της ενούρησης στο κρεβάτι μέχρι τα τέλη της εφηβείας του και, αργότερα, της ανικανότητας να διατηρήσει μια στύση, αν και ήταν σε θέση να εκσπερματώσει.
Ο πατέρας του στρατολογήθηκε στον πόλεμο κατά της Γερμανίας, συνελήφθη, κρατήθηκε αιχμάλωτος και στη συνέχεια απαξιώθηκε από τους συμπατριώτες του επειδή επέτρεψε να αιχμαλωτιστεί, όταν τελικά επέστρεψε στην πατρίδα του.
Ήταν τέτοιος ο πολιτικός έλεγχος που ασκούνταν στη Σοβιετική Ένωση εκείνη την εποχή που ο νεαρός Τσικατίλο υπέστη τις συνέπειες της «δειλίας» του πατέρα του, που τον κατέστησε το επίκεντρο του σχολικού μπούλινγκ. Η μοναδική του σεξουαλική εμπειρία κατά τη διάρκεια της εφηβείας του συνέβη σε ηλικία 15 ετών όταν αναφέρεται ότι βρέθηκε με μια νεαρή κοπέλα, εκσπερμάτωσε όμως αμέσως, κάτι που ενέτεινε τα θέματά του.
Αυτή η πρώτη ταπείνωση σημάδεψε όλες τις μελλοντικές σεξουαλικές εμπειρίες του και εδραίωσε τη συσχέτιση του σεξ με τη βία. Απέτυχε στις εισαγωγικές του εξετάσεις στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας και μετακόμισε στο Ροντιόνοβο-Νασταγιέφσκι, μια πόλη κοντά στο Ροστόφ, το 1960, όπου έγινε μηχανικός τηλεφώνου. Η μικρότερη αδερφή του μετακόμισε μαζί του και, ανησυχώντας για την έλλειψη επαφών του με το άλλο φύλο, σκηνοθέτησε η ίδια μια συνάντηση του αδελφού της με μια ντόπια κοπέλα, τη Φαγίνα, την οποία τελικά ο Τσικατίλο παντρεύτηκε το 1963. Παρά τα σεξουαλικά του προβλήματα και την έλλειψη ενδιαφέροντος για με συμβατικό σεξ, απέκτησαν δύο παιδιά και έζησαν μια φαινομενικά φυσιολογική οικογενειακή ζωή.
Το 1971, επιχείρησε αλλαγή σταδιοδρομίας και έγινε δάσκαλος. Μια σειρά από καταγγελίες για άσεμνες επιθέσεις σε μικρά παιδιά τον ανάγκασαν να μετακομίσει από σχολείο σε σχολείο, προτού τελικά εγκατασταθεί σε ένα σχολείο ορυχείων στο Σάχτυ, κοντά στο Ροστόφ.
Ο Τσικατίλο συνελήφθη στις 20 Νοεμβρίου 1990, αλλά στην αρχή αρνήθηκε να ομολογήσει οποιονδήποτε από τους φόνους. Ο ιατροδικαστής Μπουράκοφ αποφάσισε να επιτρέψει στον ψυχίατρο Μπουχανόφσκι να μιλήσει με τον Τσικατίλο, προκειμένου να προσεγγίσει το μυαλό ενός δολοφόνου από μια επιστημονική πλευρά. Ο Τσικατίλο, κολακευμένος από αυτή την προσέγγιση, ανοιχτηκε στον ψυχίατρο, παρέχοντας εκτενείς λεπτομέρειες για όλες τις δολοφονίες του, οδηγώντας μάλιστα την αστυνομία στον τόπο των σορών που δεν είχαν ανακαλυφθεί προηγουμένως. Ισχυρίστηκε ότι είχε αφαιρέσει τη ζωή 56 θυμάτων, αν και μόνο 53 από αυτούς τους φόνους επαληθεύτηκαν.
20 χρόνια σχεδόν ανεμπόδιστης δράσης
Αυτός ο αριθμός ήταν πολύ μεγαλύτερος από τις 36 περιπτώσεις που η αστυνομία είχε αρχικά αποδώσει στον κατά συρροή δολοφόνο. Η έφεση του Τσικατίλο επικεντρώθηκε στον ισχυρισμό ότι η ψυχιατρική αξιολόγηση που τον είχε κρίνει κατάλληλο να δικαστεί ήταν μεροληπτική, αλλά απέτυχε και, 16 μήνες αργότερα, εκτελέστηκε με πυροβολισμό στο πίσω μέρος του κεφαλιού, στις 14 Φεβρουαρίου 1994. Ο ψυχίατρος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη σύλληψή του, ο Αλεξάντρ Μπουχανόφσκι, έγινε διάσημος ειδικός στις σεξουαλικές διαταραχές και τους κατά συρροή δολοφόνους.
Έχοντας κριθεί υγιής και ικανός να δικαστεί, ο Τσικατίλο πήγε στο δικαστήριο στις 14 Απριλίου 1992 και καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης κρατήθηκε σε ένα σιδερένιο κλουβί που είχε σχεδιαστεί για να τον κρατήσει μακριά από τους συγγενείς των θυμάτων του.
Αναφερόμενος στα μέσα ενημέρωσης ως «ο μανιακός», η συμπεριφορά του στο δικαστήριο κυμαινόταν από βαριεστημένη έως υστερική, καθώς ανά φάσεις τραγουδούσε μόνος του ή έλεγε ασυναρτησίες. Κάποια στιγμή κατέβασε το παντελόνι του, κουνώντας τα γεννητικά του όργανα στο συγκεντρωμένο πλήθος.
Ο δικαστής συχνά αψηφούσε τον δικηγόρο υπεράσπισης του Τσικατίλο και ήταν σαφές ότι η ενοχή του ήταν προκαθορισμένη. Η δίκη διήρκεσε μέχρι τον Αύγουστο και, παραδόξως, δεδομένης της μεροληψίας του δικαστή, η ετυμηγορία δεν ανακοινώθηκε παρά μόνο δύο μήνες αργότερα, στις 15 Οκτωβρίου 1990, όταν ο Τσικατίλο κρίθηκε ένοχος για 52 από τις 53 κατηγορίες για φόνο και καταδικάστηκε σε θάνατο για καθεμία από τις δολοφονίες.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1978, ο Τσικατίλο σκότωσε το πρώτο του θύμα. Η 9χρονη Λένα Ζακότοβνα παρασύρθηκε σε ένα εγκαταλελειμμένο υπόστεγο, όπου ο Τσικατίλο προσπάθησε να τη βιάσει. Προσπαθώντας να καταστείλει την αντίστασή της, τη μαχαίρωσε με ένα μαχαίρι και εκσπερμάτιζε ενώ το έκανε, επιβεβαιώνοντας την ψυχολογική του σχέση μεταξύ του βίαιου θανάτου και της σεξουαλικής ικανοποίησης που συνέχισε να χαρακτηρίζει όλες τις μελλοντικές του επιθέσεις.
Ένας αυτόπτης μάρτυρας είχε δει τον Τσικατίλο με το θύμα, λίγο πριν η μικρή εξαφανιστεί, αλλά η σύζυγός του του παρείχε ένα ακλόνητο άλλοθι. Η αστυνομία τον άφησε ήσυχο. Ένας 25χρονος, ο Αλεξάντρ Κραβτσένκο, με προηγούμενη καταδίκη για βιασμό, συνελήφθη και ομολόγησε το έγκλημα υπό πίεση, πιθανότατα ως αποτέλεσμα εκτεταμένης και βάναυσης ανάκρισης. Δικάστηκε για τη δολοφονία της Λένα Ζακότνοβα και εκτελέστηκε το 1984.
Δεν υπήρξαν άλλα τεκμηριωμένα θύματα για τα επόμενα τρία χρόνια. Εξακολουθώντας να ταλαιπωρείται από ισχυρισμούς για κακοποίηση παιδιών, ο Τσικατίλο δεν μπόρεσεβρει άλλη θέση διδασκαλίας, όταν απολύθηκε και από τη θέση του στη σχολή των ορυχείων, στις αρχές του 1981. Έπιασε δουλειά ως υπάλληλος σε ένα εργοστάσιο πρώτων υλών στο Ροστόφ και έτσι τα συχνά ταξίδια που σχετίζονται με τη θέση του του έδωσαν απεριόριστη πρόσβαση σε ένα ευρύ φάσμα νεαρών θυμάτων, τα επόμενα 9 χρόνια.
Ένα «άγνωστο» φαινόμενο στη Σοβιετική Ένωση
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1981, η Λαρίσα Τκατσένκο, 17 ετών, έγινε το επόμενο θύμα του. Τη στραγγαλίστηκε, τη μαχαίρωσε και τη φίμωσε με χώμα και φύλλα. Απελευθερωμένος πλέον, ο Τσικατίλο άρχισε να αναπτύσσει ένα μοτίβο επίθεσης και να επικεντρώνεται σε νεαρά άτομα και των δύο φύλων τα οποία είχαν φύγει από τα σπίτια τους, και με τα οποίους συναντιόταν σε σταθμούς τρένων και στάσεις λεωφορείων, πριν τα παρασύρει σε κοντινές δασικές περιοχές.
Συχνά χρησιμοποιούσε ένα μαχαίρι ως υποκατάστατο του πέους, για να βιάσει και ακρωτηριάσει τα θύματά του. Σε πολλές περιπτώσεις έτρωγε τα σεξουαλικά όργανα ή αφαιρούσε άλλα μέρη του σώματος, όπως τις άκρες της μύτης ή της γλώσσας τους. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα μάτια: Αφαιρούσε τους βολβούς σε πολλές περιπτώσεις, μια πράξη που ο ίδιος αργότερα απέδωσε στην πεποίθησή του ότι τα θύματά του κρατούσαν ένα αποτύπωμα του προσώπου του στα μάτια τους, ακόμη και μετά το θάνατό τους.
Εκείνη την εποχή οι κατά συρροή δολοφόνοι ήταν ένα «άγνωστο» φαινόμενο στη Σοβιετική Ένωση. Το κράτος κατέπνιγε κάθε σχετική πληροφορία, καθώς ήταν μη-αποδεκτό ότι τέτοια φαινόμενα της διεφθαρμένης Δύσης μπορεί να είχαν χτυπήσει την πόρτα της ΕΣΣΔ.
Καθώς ο αριθμός των νεκρών με βγαλμένα μάτια αυξανόταν, οι φήμες για ξένες συνωμοσίες και επιθέσεις λυκανθρώπων άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και ο φόβος και το ενδιαφέρον του κοινού αυξήθηκαν, παρά την έλλειψη οποιασδήποτε κάλυψης από τα μέσα ενημέρωσης.
Το 1983, ο ντετέκτιβ της Μόσχας Ταγματάρχης Μιχαήλ Φετίσοφ αποσπάστηκε στο Ροστόφ για να αναλάβει την έρευνα. Αποδέχθηκε ότι ένας κατά συρροή δολοφόνος μπορεί να είναι εκεί έξω και ανέθεσε σε έναν ειδικό ιατροδικαστή, τον Βίκτορ Μπουράκοφ, να ηγηθεί της έρευνας στην περιοχή Σάχτυ. Η έρευνα επικεντρώθηκε σε γνωστούς σεξουαλικούς παραβάτες και ψυχικά άρρωστους, αλλά οι μέθοδοι ανάκρισης της τοπικής αστυνομίας κατάφερναν συχνά να αποσπάσουν ψευδείς ομολογίες από κρατούμενους, με συνέπεια όλες να είναι αναξιόπιστες.
Η πρόοδος ήταν αργή, δεν είχαν ανακαλυφθεί όλα τα πτώματα, ο πραγματικός αριθμός σωμάτων ήταν άγνωστος στην αστυνομία, η έρευνα έπεφτε διαρκώς σε «τοίχο».
Με κάθε πτώμα τα ιατροδικαστικά στοιχεία αυξάνονταν και η αστυνομία ήξερε πλέον ότι ο δολοφόνος είχε την ομάδα αίματος ΑΒ, όπως αποδεικνύεται από τα δείγματα σπέρματος που συλλέχθηκαν. Δείγματα πανομοιότυπων γκρίζων μαλλιών βρέθηκαν επίσης. Όταν προστέθηκαν άλλα 15 θύματα κατά τη διάρκεια του 1984, οι προσπάθειες της αστυνομίας αυξήθηκαν δραστικά και πραγματοποιήθηκαν τεράστιες επιχειρήσεις παρακολούθησης σε σιδηροδρομικούς σταθμούς.
Ο Τσικατίλο συνελήφθη επειδή συμπεριφέρθηκε ύποπτα σε έναν σταθμό λεωφορείων, απέφυγε τη σύνδεση με τους φόνους, καθώς η ομάδα αίματός του δεν ταίριαζε με το προφίλ του υπόπτου, αλλά φυλακίστηκε για 3 μήνες για μια σειρά εκκρεμών αδικημάτων.
Ο Τσικατίλο ανήκε σε μια μικρή ομάδα του πληθυσμού των οποίων η ακριβής ομάδα αίματος μπορεί να συναχθεί μόνο από δείγμα αίματος και όχι άλλων σωματικών υγρών. Καθώς η αστυνομία είχε μόνο δείγμα σπέρματος, και όχι αίμα, από τους τόπους του εγκλήματος, ο Τσικατίλο ξέφυγε.
Οι σημερινές εξελιγμένες τεχνικές DNA δεν κάνουν φυσικά το ίδιο λάθος, όμως τότε δεν υπήρχαν. Μετά την απελευθέρωσή του, ο Τσικατίλο βρήκε δουλειά σε μια εταιρεία τρένων, με έδρα το Νοβοχαρκάσκ και κατάφερε να κρατήσει χαμηλό προφίλ μέχρι τον Αύγουστο του 1985, όταν δολοφόνησε δύο γυναίκες σε χωριστά περιστατικά. Ταυτόχρονα περίπου με αυτές τις δολοφονίες, ο Μπουράκοφ, απογοητευμένος από την έλλειψη προόδου, ζήτησε τη βοήθεια του ψυχιάτρου Μπουχανόφσκι, ο οποίος δημιούργησε το προφίλ του δολοφόνου, περιγράφοντάς τον ως «σαδιστή» που αντλούσε ικανοποίηση από τη σύνδεση της σεξουαλικής ικανοποίησης με τους φόνους.
Ο Μπουχανόφσκι τοποθέτησε επίσης την ηλικία του δολοφόνου μεταξύ 45 και 50 ετών, πολύ μεγαλύτερη από ό,τι πίστευαν μέχρι τότε. Απελπισμένος για να συλλάβει τον δολοφόνο, ο Μπουράκοφ πήρε ακόμη και συνέντευξη από έναν καταδικασμένο δολοφόνο, τον Ανατόλι Σλίβκο, λίγο πριν την εκτέλεσή του.
Εκείνην την εποχή οι επιθέσεις σταμάτησαν και η αστυνομία υποψιάστηκε ότι ο θύτης μπορεί να είχε σταματήσει να σκοτώνει, να είχε φυλακιστεί για άλλα εγκλήματα ή να είχε πεθάνει.
Ωστόσο, στις αρχές του 1988, ο Τσικατίλο έπιασε και πάλι «δουλειά», μακριά από την περιοχή του Ροστόφ. Τα θύματά του δεν τα αναζητούσε πλέον σε σταθμούς και στάσεις, καθώς η αστυνομική επιτήρηση αυτών των περιοχών συνεχιζόταν. Τα επόμενα δύο χρόνια ο αριθμός των θυμάτων αυξήθηκε κατά 19 και φάνηκε ότι ο δολοφόνος είχε γίνει πλέον πολύ παράτολμος, σκοτώνοντας ακόμη και σε δημόσιους χώρους όπου ο κίνδυνος εντοπισμού του ήταν πολύ υψηλότερος.
Τα ΜΜΕ της εποχής της «γκλάσνοστ» του Γκορμπατσόφ άσκησαν τεράστια δημόσια πίεση στις αστυνομικές δυνάμεις για να συλλάβουν τον δολοφόνο και οι περιπολίες της αστυνομίας εντάθηκαν.
Στις 6 Νοεμβρίου 1990, μόλις είχε δολοφονήσει το τελευταίο του θύμα, τη Σβέτα Κορόσικ, όταν η ύποπτη συμπεριφορά του παρατηρήθηκε από αστυνομικούς στον κοντινό σταθμό λεωφορείων και τον σταμάτησαν για αναγνώριση στοιχείων. Το όνομά του συνδέθηκε με την προηγούμενη σύλληψή του το 1984 και τέθηκε υπό παρακολούθηση.
Δώδεκα χρόνια χρόνια και 56 πτώματα αργότερα, είχε έρθει το τέλος του.
Σαν σήμερα: Η 20η Νοεμβρίου στην Ιστορία
1930, Ινδία. Μια καμήλα, καθοδηγούμενη από έναν χωρικό, τραβάει ένα μακρύ άροτρο, στην Ινδία. Οι καμήλες, στην Ινδία, κάνουν συχνά τη δουλειά των αγελάδων και των βοδιών.
1939, Ισπανία. Ο ταυρομάχος Χουανίτο Μπελμόντε αντιμέτωπος με τον ταύρο, στο Σαν Σεμπαστιάν της Ισπανίας.
1945, Νιρεμβέργη. Η δίκη των Ναζί για εγκλήματα πολέμου ξεκίνησε στη Νιρεμβέργη στις 20 Νοεμβρίου 1945. Ανάμεσα στους κατηγορούμενους, στην πρώτη σειρά, διακρίνονται ο Χέρμαν Γκέρινγκ, ο Ρούντολφ Ες, Ο Γιοακίμ Φον Ρίμπερντροπ, ο Βίλχεμ Καϊτέλ, ο Άλφρεντ Ρόζεμπεργκ και ο Χανς Φρανκ.
1945, Νιρεμβέργη. Η επίσημη φωτογραφία του Χέρμαν Γκέρινγκ, αρχηγού της Luftwaffe, ο οποίος αντιμετωπίζει κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου.
1947, Λονδίνο. Η πριγκίπισσα Ελισάβετ της Αγγλίας και ο σύζυγός της, Δούκας του Εδιμβούργου, αποχωρούν από το αββαείο του Ουεστμίνστερ μετά το γάμο τους.
1951, Αίγυπτος. Γυναίκες, μέλη των "απελευθερωτικών ταγμάτων" της Αιγύπτου, κάνουν ασκήσεις στην έρημο κοντά στο Κάιρο και προετοιμάζονται για να αντιμετωπίσουν τους Βρετανούς στο Κανάλι του Σουέζ.
1964, Σαν Φρανσίσκο. Πεζοί κυριολεκτικά παλεύουν να περάσουν ανάμεσα από τα περιστέρια, στην πλατεία Union του Σαν Φρανσίσκο. Οι αρχές της πόλης πέρασαν έναν νόμο που απαγορεύει το τάισμα των περιστεριών, καθώς ο αριθμός τους έχει αυξηθεί πέρα από κάθε έλεγχο.
1969, Φλόριντα. Η τραγουδίστρια Τζάνις Τζόπλιν φεύγει από το αστυνομικό τμήμα της Τάμπα, στη Φλόριντα, μαζί με το δικηγόρο της. Η Τζόπλιν κατηγορήθηκε ότι επιτέθηκε φραστικά σε έναν αστυνομικό που διέκοψε μια συναυλία της.
1977. Η Νέα Δημοκρατία κερδίζει τις δεύτερες εκλογές της μεταπολίτευσης, με ποσοστό 41,85%. Το ΠΑΣΟΚ καθίσταται αξιωματική αντιπολίτευση με το 25,3% των ψήφων.
1978, Γουιάνα. Ένας κουβάς που περιείχε θανατηφόρο κυάνιο, είναι πλέον άδειος έξω από το "Ναό του Λαού" στο Τζόνσταουν της Γουιάνα. Γύρω του, τα νεκρά σώματα των οπαδών της αίρεσης, οι οποίοι ήπιαν το περιεχόμενό του.
1979, Σαουδική Αραβία. Ένοπλοι μουσουλμάνοι καταλαμβάνουν τη Μέκκα και κρατούν ομήρους 6.000 πιστούς. Ο σαουδαραβικές αρχές, με τη συνδρομή Γάλλων κομάντος θα επέμβουν, με συνέπεια κατά το μακελειό που θα επακολουθήσει να βρουν τον θάνατο 377 άνθρωποι και να τραυματιστούν 600.
1984, Μασαχουσέτη. Ο Μπόι Τζορτζ στη σκηνή, κατά τη διάρκεια συναυλίας του στο Γουόρσεστερ της Μασαχουσέτης.
1993, Νότια Αφρική. Ο Πρόεδρος του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, Νέλσον Μαντέλα, χαιρετάει τους υποστηρικτές του κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του περιοδείας στο Νατάλ, μια από τις πιο επικίνδυνες περιοχές της Νοτίου Αφρικής.