Μουντιάλ, η κρυφή ιστορία των αναθέσεων: Σκάνδαλα, δωροδοκίες και δολοπλοκίες
Σήμερα ξεκινάει το Μουντιάλ. Μια ποδοσφαιρική γιορτή, η οποία καλώς ή κακώς επηρεάζει πολύ περισσότερους από τους φανατικούς ποδοσφαιρόφιλους ανά τον κόσμο. Δεν είναι υπερβολή να αποκαλέσει κάποιος την τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου ως ένα γεωπολιτικό γεγονός, με τεράστιο κοινωνικό αντίκτυπο.
Όσοι διαφωνείτε και τα θεωρείτε αυτά βαρύγδουπα και υπερβολικά, αναλογιστείτε απλώς το εξής: Ο τελικός του Μουντιάλ κάθε τέσσερα χρόνια καθηλώνει σχεδόν το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού ταυτόχρονα μπροστά στις τηλεοράσεις του. Τίποτε άλλο δεν έχει κάνει ταυτόχρονα τόσο μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας. Έχει σπάσει προ πολλού το προηγούμενο ρεκόρ παγκόσμιας ταυτόχρονης τηλεθέασης, που ήταν η προσελήνωση του Apollo 11 το μακρινό 1969.
Τη διοργάνωση που βρίσκεται προ των πυλών την έχουν αποκαλέσει «καταρ-αμένη» και «ματωμένη». Το λογοπαίγνιο με το όνομα του κράτους που θα την φιλοξενήσει έχει να κάνει με τα (εν πολλοίς γκρίζα) στοιχεία για χιλιάδες θανάτους ξένων εργατών κατά τη διάρκεια της κατασκευής των υπερσύγχρονων σταδίων. Μαζί με τις κραυγές όχι μόνο για τα εργασιακά δικαιώματα, αλλά και γι’ αυτά των γυναικών, τα οποία καταπατώνται στη συγκεκριμένη χώρα εδώ και δεκαετίες.
Άδικες οι φωνές; Καθόλου. Ίσα-ίσα που η γιγάντωσή τους έχει θέσει για πρώτη φορά σε πολλούς ποδοσφαιρόφιλους το δίλημμα αν θα το παρακολουθήσουν ή όχι. Υπάρχουν συμβολικές διαμαρτυρίες (π.χ. η εμφάνιση της εθνικής Δανίας, με το λογότυπο της ομοσπονδίας ίδιο χρώμα με τη φανέλα για να μην ξεχωρίζει), μια αυξανόμενη πίεση ώστε να τουλάχιστον να αποζημιωθούν οι οικογένειες των νεκρών εργατών, πανό από πολλούς συνδέσμους οργανωμένων οπαδών κυρίως στην Ευρώπη που ζητούν τηλεοπτικό μποϋκοτάζ της διοργάνωσης.
Μια ματιά, όμως, στην ιστορία θα μας πείσει ότι το Κατάρ δεν αποτελεί την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα. Η διαδικασία επιλογής των κρατών που θα φιλοξενήσουν το Μουντιάλ, από καταβολής της ακόμα, είναι κάτι παραπάνω από σκοτεινή. Συνδέεται με τεράστια οικονομικά, κοινωνικά, ακόμα και γεωπολιτικά συμφέροντα, ως εκ τούτου το σκηνικό είναι έτοιμο για ίντριγκες, δωροδοκίες, δολοπλοκίες, συνεννοήσεις πίσω από κλειστές πόρτες και κάτω από το τραπέζι.
1930: Δωρεάν η διαμονή, αλλά… ελάτε μόνοι σας
Κι όταν γράφουμε «από καταβολής», το εννοούμε. Η διοργάνωση του πρώτου Παγκοσμίου Κυπέλλου της FIFA, της πρώτης απόπειρας «ανεξαρτητοποίησης» ενός ομαδικού σπορ από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ανατέθηκε στην Ουρουγουάη. Ο εμπνευστής του Παγκοσμίου Κυπέλλου και τότε πρόεδρος της ΦΙΦΑ Ζιλ Ριμέ το’ χε αποφασίσει ήδη από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1928, και μέσα στον επόμενο χρόνο μάζεψε ούτε μία, ούτε δύο, αλλά έξι διαφορετικές αιτήσεις κρατών για να αναλάβουν το τουρνουά: Εκτός από την Ουρουγουάη, ενδιαφέρον έδειξαν η Ολλανδία, η Ουγγαρία, η Ισπανία, η Σουηδία και η Ιταλία.
Σύμφωνα με τα πρακτικά, η απόφαση ελήφθη «ομόφωνα» και χωρίς καν να χρειαστεί ψηφοφορία. Και τα κριτήρια επιλογής ήταν κάτι παραπάνω από ευγενή: Η Ουρουγουάη το 1930 γιόρταζε τα 100 χρόνια ανεξαρτησίας της. Η ομάδα της είχε ήδη κατακτήσει δύο φορές το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924 και 1928, δηλαδή τα… Μουντιάλ πριν το Μουντιάλ, που έγιναν σε ευρωπαϊκό έδαφος (Παρίσι και Άμστερνταμ αντίστοιχα). Το Μοντεβίδεο της εποχής ήταν μια ακμαία νοτιοαμερικάνικη μεγαλούπολη.
Στην ουσία, τίποτα δεν μέτρησε περισσότερο στο μυαλό του Ριμέ από τα λεφτά. Οι Ουρουγουανοί υποσχέθηκαν ότι θα έχουν έτοιμο ένα τεράστιο σε χωρητικότητα γήπεδο, το «Σεντενάριο», που με τις 80.000 θέσεις του (και το ενδιαφέρον των Ουρουγουανών για τη μπάλα) εγγυόταν τεράστια έσοδα τόσο για τους διοργανωτές, όσο και για τη ΦΙΦΑ. Επιπλέον η κυβέρνηση της Ουρουγουάης δεσμεύτηκε να καλύψει τα έξοδα διαμονής όλων των αποστολών που θα συμμετείχαν.
Η συνέπεια αυτής της απόφασης λίγο απείχε από το φιάσκο. Ως τις 28 Φεβρουαρίου 1930, τελευταία ημέρα υποβολής αίτησης συμμετοχής, καμία ευρωπαϊκή ομάδα δεν είχε δηλώσει ενδιαφέρον να ταξιδέψει. Χρειάστηκαν οι προσωπικές γνωριμίες του Ριμέ για να πειστούν Γάλλοι και Βέλγοι. Επιπλέον, η κόντρα δύο Βαλκάνιων βασιλιάδων, του νεοεστεμμένου Κάρολ B’ της Ρουμανίας και του Αλέξανδρου Α’ της Γιουγκοσλαβίας, που ήταν μάλιστα και ξαδέλφια, ήταν ο κινητήριος μοχλός του ταξιδιού τους.
Εκτός διοργάνωσης έμειναν Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία, Πορτογαλία, όλες παρούσες στα προημιτελικά των Ολυμπιακών Αγώνων του 1928. Όσο για τις Αγγλία και Σκωτία, αυτές είχαν ήδη αποχωρήσει από τη ΦΙΦΑ το 1924, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το γκρίζο καθεστώς επαγγελματισμού σε ολόκληρη την (δήθεν ερασιτεχνική) ποδοσφαιρική ανθρωπότητα.
Η διοργάνωση τελικά σώθηκε από τον τελικό μεταξύ Ουρουγουάης και Αργεντινής, που ήταν κατά τεκμήριο οι καλύτερες ομάδες της εποχής. Οι ποδοσφαιρικοί ιστορικοί το προσπερνούν μ’ ένα ανασήκωμα των ώμων και την γενική παραδοχή ότι όποιος κι αν ταξίδευε τελικά, δεν θα μπορούσε να τις νικήσει. Το δε αχανές «Σεντενάριο» τελικά παραδόθηκε προς χρήση πέντε ημέρες μετά (!) την έναρξη της διοργάνωσης, κι ενώ κάποιοι αγώνες είχαν φιλοξενηθεί σε μικρότερα γήπεδα.
1934: Εγώ με τα λεφτά μου παίρνω και τα κύπελλά μου
Η Ιταλία πήρε το χρίσμα από τη FIFA να φιλοξενήσει το δεύτερο Παγκόσμιο Κύπελλο τον Οκτώβριο του 1932. Το γεγονός ότι η διοργάνωση δινόταν σ’ ένα καθεστώς φασιστικό και ανελεύθερο ουδόλως επηρέασε τους ποδοσφαιρικούς ιθύνοντες της εποχής. Ούτε καν και τους μοναδικούς τους αντιπάλους, τους Σουηδούς, που έθεσαν μεν υποψηφιότητα, αλλά τελικά παραιτήθηκαν «αναγνωρίζοντας την ανωτερότητα της Ιταλίας», όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν στην επιστολή τους.
Ο Μουσολίνι υποσχέθηκε ένα φαντασμαγορικό θέαμα, απ’ αυτά που τα καθεστώτα τέτοιου είδους ξέρουν να φτιάχνουν καλά, για να ποντάρουν στον αντίκτυπό τους. Οι αρνήσεις συμμετοχής δεν είχαν να κάνουν με το καθεστώς, αλλά με διαφορετικά ζητήματα. Οι Ουρουγουανοί, θυμωμένοι ακόμα από το άτυπο μποϋκοτάζ στο δικό τους Μουντιάλ, δεν δήλωσαν καθόλου συμμετοχή. Εξακολουθούν να είναι μέχρι σήμερα η μοναδική ομάδα που δεν υπερασπίστηκε τον τίτλο της. Οι Αργεντινοί ταξίδεψαν με μια ομάδα ερασιτεχνών, διαμαρτυρόμενοι επειδή οι Ιταλοί τους «έκλεψαν» τους καλύτερους παίκτες και τους βάφτισαν Ιταλούς λόγω της καταγωγής γονέων και παππούδων τους.
Η Ιταλία, πάντως, έδειξε εξαρχής ότι η γιορτή που είχε καταξοδευτεί να ετοιμάσει θα έπρεπε να έχει πρωταγωνιστή την ίδια και κανέναν άλλο. Από τα προκριματικά ακόμα, στα οποία η κλήρωση την έφερε αντίπαλο της (τότε ανυπόληπτης ποδοσφαιρικά) Ελλάδας: Μας νίκησαν 4-0 στο Μιλάνο ανήμερα της εθνικής μας γιορτής (25 Μαρτίου 1934) και ο επαναληπτικός, ορισμένος να γίνει σε δύο εβδομάδες στην Αθήνα, δεν έγινε ποτέ. Το γιατί είναι ακόμα γκρίζο. Τυπικά, η ελληνική ομάδα αποσύρθηκε. Ουσιαστικά, κάποιοι φέρεται να έλαβαν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, με το οποίο αγοράστηκαν μάλιστα τα πρώτα γραφεία της ΕΠΟ.
Ο Μουσολίνι έδινε το παρών σε όλα τα ματς, αντλώντας δόξα από την ομάδα, και κανονίζοντας να μην πάει τίποτα στραβά με κατ’ ιδίαν συναντήσεις και δείπνα με τους (ουδέτερους!) διαιτητές την παραμονή κάθε αγώνα. Η Ιταλία χαιρετίστηκε ως η καλύτερη ομάδα του τουρνουά, η οποία μπορεί και να το κατακτούσε χωρίς αυτή τη βοήθεια. Μπορεί, όμως, και να μην το κατακτούσε. Αυτή η πιθανότητα σβήστηκε από το χάρτη.
1938: «Ένα Μουντιάλ στην πατρίδα πριν πεθάνω»
Η διαχρονικά δημοκρατική Γαλλία φαίνεται στα μάτια των ύστερων ερευνητών μια εξαιρετική επιλογή για να διοργανώσει μια παγκόσμια διοργάνωση. Ενδεχομένως κάποιοι να τη θεώρησαν και ως επιλογή εξιλέωσης για τα όσα βίωσε ο παγκόσμιος αθλητισμός. Η απόφαση για τη Γαλλία ελήφθη στο Βερολίνο στις 13 Αυγούστου 1936, στο συνέδριο της FIFA τρεις ημέρες πριν την λήξη των Ολυμπιακών Αγώνων του Χίτλερ.
Υπήρξε, πάντως, μπόλικο παρασκήνιο κι εδώ. Ο Ριμέ είχε υποσχεθεί, λέει, ατύπως ότι η διοργάνωση θα εναλάσσεται μεταξύ Ευρώπης και Νότιας Αμερικής. Ως εκ τούτου, οι Αργεντινοί έθεσαν υποψηφιότητα και δεν την υποστήριξαν καθόλου, σίγουροι ότι έχουν τη διοργάνωση στο τσεπάκι τους. Αίτηση είχαν κάνει και οι Γερμανοί, εκτός από τους Γάλλους.
Τα πάντα κρίθηκαν από την πρώτη ψηφοφορία, στην οποία η Γαλλία κυριάρχησε με 19 ψήφους, έναντι τριών της Αργεντινής και μόνο μίας της Γερμανίας. Ο Ριμέ άσκησε όλη του την πειθώ να δοθεί η διοργάνωση στη γενέτειρά του, με το σκεπτικό ότι έπρεπε να ξεφύγει από το σφιχταγκάλιασμα των πολιτικών συμφερόντων και της προπαγάνδας. Λέγεται, μάλιστα, ότι η κύρια φράση του ήταν ότι θα ήθελε πριν αφήσει τα εγκόσμια να δει ένα Παγκόσμιο Κύπελλο και στην πατρίδα του. Του έκαναν το χατίρι.
Ο Ριμέ έζησε, βέβαια, ως το 1956. Εκείνο, όμως, το Μουντιάλ έγινε χωρίς Αργεντινή και Ουρουγουάη (στο Μπουένος Άιρες έγινε μέχρι και διαδήλωση διαμαρτυρίας για την προδοσία της ΦΙΦΑ), χωρίς τους ακόμα απόντες Βρετανούς, και χωρίς Αυστρία βέβαια (αργυρή Ολυμπιονίκης το 1936). Κι αυτό, διότι τρεις μήνες πριν την έναρξη του τουρνουά (τον Μάρτιο του 1938) η Αυστρία είχε πάψει να υπάρχει ως αυτόνομο κράτος, την «κατάπιε» η ναζιστική Γερμανία. Οι αποκλεισμοί ήταν κάτι άγνωστο τότε.
1950: «Για να παίξετε πρέπει να ταξιδέψετε 36 ώρες με το λεωφορείο»
Τα δεδομένα ήταν απλά στο Λουξεμβούργο τον Ιούλιο του 1946. Η FIFA στο συνέδριό της καλωσόρισε στους κόλπους της τις ομάδες της Βρετανίας (Αγγλία, Σκωτία, Ουαλία και Β. Ιρλανδία), απούσες από το 1924. Η αρχική σκέψη ήταν να δοθεί το πρώτο μεταπολεμικό Μουντιάλ σ’ αυτές, αλλά το Λονδίνο έκανε πίσω. Είχε ήδη αναλάβει νωρίτερα τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1948, δεύτερο παγκόσμιο ραντεβού σε δύο χρόνια πήγαινε πολύ για την Γηραιά Αλβιώνα, που έγλειφε ακόμα τις πληγές της.
Έμειναν, έτσι, η Βραζιλία και η Ελβετία. Δύο «βολικές» επιλογές, και ο Ριμέ αποφάσισε να τις ικανοποιήσει αμφότερες την ίδια ημέρα: Το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950 ανατέθηκε στη Βραζιλία και του 1954 στην Ελβετία. Τέλος η συζήτηση.
Οι Βραζιλιάνοι ήδη από το 1945 είχαν επιχειρήσει τον «εκδημοκρατισμό» της χώρας, ο οποίος επιβλήθηκε με πραξικόπημα κατά του τότε δικτάτορα Ζετούλιο Βάργκας και εκλογές, στις οποίες οι δύο βασικοί υποψήφιοι ήταν ένας στρατάρχης κι ένας πτέραρχος. Οι δημοκρατικές ευαισθησίες πήγαν περίπατο όταν το καθεστώς υποσχέθηκε ότι θα χτίσει το μεγαλύτερο σε χωρητικότητα γήπεδο στον κόσμο (200.000 θεατές), στις όχθες του ποταμού Μαρακανά στο Ρίο.
Η διοργάνωση, πάντως, και πάλι είχε σοβαρά προβλήματα, γι’ αυτό και συμμετείχαν μόνο 13 ομάδες (αντί για 16), παρ’ ότι έγιναν κανονικά προκριματικά. Οι διοργανωτές έκοψαν κι έραψαν το πρόγραμμα στα μέτρα τους, ευελπιστώντας να διευκολύνουν ακόμα περισσότερο την πολύ δυνατή ομάδα τους.
Τρεις από τις χώρες που προκρίθηκαν (Ινδία, Σκωτία, Τουρκία), αλλά και η Γαλλία που προσκλήθηκε αργότερα, αρνήθηκαν να συμμετάσχουν όταν είδαν το πρόγραμμα των αγώνων. Το οποίο απαιτούσε να δώσουν το πρώτο τους ματς στο νότο, στο Μπέλο Οριζόντε και σε τρεις μέρες να ξαναπαίξουν στο Ρεσίφε, που βρίσκεται 2.100 χιλιόμετρα μακριά, προς το βορρά. Χωρίς εσωτερική πτήση τότε, το ταξίδι έπρεπε να γίνει με το λεωφορείο για 36 ώρες!
Οι Βραζιλιάνοι έφτασαν στο σημείο να αλλάξουν και το σύστημα διεξαγωγής, ώστε να μην αφήσουν τίποτα στην τύχη. Το Μουντιάλ αυτό ήταν το πρώτο (και το μόνο…) που δεν είχε τελικό. Οι τέσσερις νικήτριες των ομίλων έπαιξαν σ’ έναν τελικό όμιλο μεταξύ τους και ο νικητής προέκυψε με βαθμολογία. Βεβαίως το τελευταίο χρονικά ματς ήταν μεταξύ Βραζιλίας και Ουρουγουάης και έκρινε το κύπελλο (με το «Μαρακανάζο», τη νίκη της Ουρουγουάης με 2-1), αλλά τυπικά δεν ήταν τελικός.
1958: H μπάλα πιο δυνατή από τους βασιλιάδες
Το 1950, κατά τη διάρκεια του Μουντιάλ της Βραζιλίας, έγινε το συνέδριο της FIFA που θα αποφάσισε τον οικοδεσπότη του 1958. Σύμφωνα με την αρχική δέσμευση του Ριμέ περί εναλλαγής της Ευρώπης με την Αμερική, τότε ήταν η σειρά του Νέου Κόσμου. Η Αργεντινή, η Χιλή και το Μεξικό εξέφρασαν ενδιαφέρον, και η υποψηφιότητα της Σουηδίας αντιμετωπιζόταν περίπου ως κάτι φολκλορικό. Κι όμως…
Οι Σουηδοί δεν χρειάστηκαν καν ψηφοφορία για να πάρουν τη διοργάνωση, στη συνεδρίαση που έγινε στις 23 Ιουνίου 1950. Ο Ριμέ, εκνευρισμένος που οι Αργεντινοί δεν είχαν στείλει καν εκπρόσωπο (δεν ήταν και παρούσα η ομάδα τους στη διοργάνωση, είχε αποσυρθεί από τα προκριματικά) και θεωρώντας μεγάλο ρίσκο να αναθέσει τέτοιο τουρνουά σε οικονομίες εύθραυστες, όπως του Μεξικού και της Χιλής, τελικά πίεσε προς τη Σουηδία.
Υπήρχε, όμως, ένα αγκάθι: Οι Σουηδοί ήταν τόσο φανατικοί θιασώτες του ερασιτεχνικού αθλητισμού, που δεν δίσταζαν να αποκλείουν από τις εθνικές τους ομάδες όσους δέχονταν χρήματα. Οι πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές αυτής της θεωρίας περί αγνού ερασιτεχνισμού δεν ήταν άλλοι από την βασιλική οικογένεια της Σουηδίας. Κι αυτό, όμως, ξεπεράστηκε: Οι Σουηδοί υποσχέθηκαν ότι θα έβαζαν στο χρονοντούλαπο αυτόν τον άγραφο κανόνα.
Αποδείχτηκε ότι δεν ήταν τόσο απλό. Η ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Σουηδίας αποτελεί κομμάτι της Riksidrottsförbundet, της συνομοσπονδίας των σπορ της χώρας, της οποίας επικεφαλής είναι ο εκάστοτε μονάρχης. Οι αντιστάσεις του Γουστάβου Αδόλφου ΣΤ’ κάμφθηκαν μόλις λίγες εβδομάδες πριν την έναρξη του τουρνουά. Τότε και μόνο ενσωματώθηκαν στην αποστολή της Σουηδίας οι παικταράδες Λίνχτολμ, Γκρεν, Σκόγκλουντ, Χάμριν, που έβγαζαν το παντεσπάνι τους για χρόνια στην Ιταλία και αγνοούνταν επιδεικτικά από την εθνική.
1962: «Δώστε το σ’ εμάς γιατί δεν έχουμε τίποτα»
Στο συνέδριο της FIFA το 1956 στη Λισαβώνα η Αργεντινή φάνταζε ως το απόλυτο φαβορί να πάρει τη διοργάνωση του 1962. Αποδείχτηκε για ακόμα μια φορά ότι πλήρωσε την υπεροψία της και το ότι θεωρούσε σίγουρη την εκλογή της, έχασε από το μεγάλο αουτσάιντερ Χιλή. Στο τέλος της ομιλίας του για την υποψηφιότητα της Αργεντινής, ο τότε πρόεδρος της ομοσπονδίας Ραούλ Κολόμπο είχε πει χαρακτηριστικά: «Μπορούμε να φιλοξενήσουμε το Παγκόσμιο Κύπελλο αύριο κιόλας. Τα έχουμε όλα».
Πρόεδρος της ομοσπονδίας της Χιλής (και προηγουμένως της CONMEBOL, της Συνομοσπονδίας της Νότιας Αμερικής) ήταν ο Κάρλος Ντίτμπορν. Ακούγοντας την ομιλία του Κολόμπο, έκανε μια παρέμβαση στο τέλος της δικής του και ολοκληρώνοντας την παρουσίαση είπε: «Επειδή δεν έχουμε τίποτα, θέλουμε να τα κάνουμε όλα». Ο Ντίτμπορν χτύπησε την Αργεντινή εκεί που την πονούσε, στην πολιτική και οικονομική αστάθεια. Η Χιλή νίκησε με 32 ψήφους έναντι 12 και 14 αποχών.
O Ντίτμπορν αναγκάστηκε να επαναλάβει αυτό το «δεν έχουμε τίποτα» και τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν η χώρα του χτυπήθηκε από τον δυνατότερο σεισμό που έχει καταγραφεί ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία (9,6 βαθμοί Ρίχτερ με επίκεντρο τη Βαλδίβια, στις 22 Μαϊου 1960). Με κατεστραμμένη σχεδόν τη μισή χώρα, την οικονομία στα τάρταρα και την κυβέρνηση σε άλλες προτεραιότητες, μοιραία άνοιξε η συζήτηση να μετεγκατασταθεί η διοργάνωση στην Αργεντινή. Ο Ντίτμπορν παρενέβη και πάλι, έδωσε οικονομικές εγγυήσεις και μίλησε για τις καταστροφικές συνέπειες στο ηθικό του λαού του αν του έπαιρναν κι αυτό που περίμενε. Με δάκρυα στα μάτια. Τους έπεισε.
Δυστυχώς δεν έζησε για να δει το κατόρθωμά του να εξελίσσεται. Έναν μήνα πριν την έναρξη του Μουντιάλ άφησε την τελευταία του πνοή, στα 38 του χρόνια. Έμφραγμα του μυοκαρδίου. Οι άνθρωποι κοντά του έλεγαν ότι κοιμόταν ελάχιστα, δεν έτρωγε καθόλου και κάπνιζε διαρκώς.
1966: Κάντε το Μουντιάλ μόνοι σας
Η διοργάνωση του Μουντιάλ στην κοιτίδα του ποδοσφαίρου δεν έγινε χωρίς παρασκήνιο. Οι Άγγλοι περίμεναν ότι όλοι θα συμφωνούσαν με την υποψηφιότητά τους, όμως οι Δυτικογερμανοί και οι Ισπανοί εξέφρασαν επίσης ενδιαφέρον και, παρά τις πιέσεις, επέμειναν να φτάσουν μέχρι το τέλος. Οι Ισπανοί έφυγαν από τη μέση μεν ένα μήνα πριν την ψηφοφορία στο συνέδριο της ΦΙΦΑ τον Αύγουστο του 1960 στη Ρώμη, όμως παρασκηνιακά στήριξαν τους Γερμανούς! Η ψηφοφορία ήταν ένα θρίλερ, με την Αγγλία να επικρατεί με 34 ψήφους έναντι 27.
Παρ’ όλα αυτά, η διοργάνωση στιγματίστηκε από το μεγαλύτερο μέχρι σήμερα μποϋκοτάζ Παγκοσμίου Κυπέλλου, το οποίο κακώς έχει περάσει στα ψιλά της ποδοσφαιρικής ιστορίας. Η απόφαση της ΦΙΦΑ να δώσει μόνο μία θέση στην τελική φάση στις χώρες από την Ασία και την Αφρική (που με το κύμα ανεξαρτητοποίησης είχαν ξεπεράσει πια τις 40) έναντι 10 της Ευρώπης και 4 της Νότιας Αμερικής εξόργισε τόσο πολύ τους Αφρικανούς, που αποφάσισαν να απέχουν μαζικά από τα προκριματικά της διοργάνωσης. Οι περισσότερες ασιατικές ομάδες ακολούθησαν, κι έτσι η προκριματική φάση για τρεις ηπείρους (Ασία, Αφρική, Ωκεανία) έμεινε μόνο με τρεις ομάδες (Βόρεια Κορέα, Αυστραλία και Νότια Αφρική)!
Σε μια προσπάθεια κατευνασμού των Αφρικανών ο τότε πρόεδρος της ΦΙΦΑ Άγγλος Στάνλεϊ Ράους απέκλεισε τη Νότια Αφρική από τις διεθνείς διοργανώσεις (πάγιο αφρικανικό αίτημα λόγω του απαρτχάιντ) κι έτσι έμειναν Αυστραλοί και Βορειοκορεάτες να μονομαχούν για μια θέση. Έγιναν δύο αγώνες μεταξύ τους, αμφότεροι στην Πνομ Πενχ της Καμπότζης, και η Βόρεια Κορέα νίκησε και στους δύο και προκρίθηκε. Στην τελική φάση δε συγκέντρωσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον με τη νίκη της επί της Ιταλίας και την πρόκρισή της στα προημιτελικά.
1970: Τρία κιλά ιδρώτα σε δύο ώρες
To Μεξικό θριάμβευσε σε δύο συνεχόμενες ψηφοφορίες, μάλιστα με διαφορετική τακτική. Το 1963 κέρδισε στο Μπάντεν-Μπάντεν της Δυτικής Γερμανίας το δικαίωμα να διοργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968. Έναν χρόνο αργότερα, στο συνέδριο της FIFA κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του Τόκιο, έγινε και η οικοδέσποινα του Μουντιάλ 1970. Η αιώνια δεύτερη στις ψηφοφορίες Αργεντινή πήρε 32 ψήφους έναντι 56 των Μεξικάνων, που κατάλαβαν γρήγορα ποιους έπρεπε να προσεταιριστούν. Αφρικανοί και Ασιάτες τους ψήφισαν μονοκούκι.
Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968, βέβαια, χτύπησαν πολλά καμπανάκια. Η παράλογη αστυνομική βία, που άφησε πάνω από 200 νεκρούς (!) σε μια ειρηνική διαδήλωση κατά των Ολυμπιακών Αγώνων, αντιμετωπίστηκε με στρουθοκαμηλισμό. Όπως και τα προβλήματα με το υψόμετρο και την έλλειψη οξυγόνου, για τα οποία παραπονέθηκαν πολλοί αθλητές στους Αγώνες. Το Μουντιάλ έγινε κανονικά, μέσα στο κατακαλόκαιρο, και μάλιστα τις δυσκολότερες ώρες της ημέρας, τα μεσημέρια.
Η τηλεόραση, που είχε μπει πια για τα καλά στο παιχνίδι, απαίτησε να ξεκινούν οι αγώνες σε «βολικές» ώρες για το πολυπληθές ευρωπαϊκό κοινό, που ήθελε να τους παρακολουθήσει ζωντανά. Με τη διαφορά ανάμεσα στο Μεξικό και την δυτική Ευρώπη στις 7 ώρες, οι αγώνες ορίζονταν να ξεκινήσουν στις 12 το μεσημέρι και στις 4 το απόγευμα, ώστε να τους χαζεύουν από το δροσερό τους περιβάλλον οι τηλεθεατές χωρίς να ξενυχτούν. Συνέπεια όλων αυτών ήταν καμιά εικοσαριά περιστατικά θερμοπληξίας στο τουρνουά, απανωτές κράμπες και παίκτες που παραπονούνταν ότι έχαναν μέχρι και 3 κιλά υγρών σε δύο ώρες αγώνα.
Βεβαίως όλα αυτά καλύφθηκαν πίσω από την διαστημική Βραζιλία και τον τελευταίο χορό του Πελέ.
1974: Μία υποψηφιότητα τη φορά, όλοι αγαπημένοι
Στο συνέδριο της FIFA που έγινε κατά τη διάρκεια του αγγλικού Μουντιάλ το 1966 αποφασίστηκε κάτι πρωτόγνωρο, να ανατεθεί όχι μία, αλλά τρεις επόμενες διοργανώσεις! Εκεί αποφασίστηκε να δοθούν το Μουντιάλ του 1974 στη Δυτική Γερμανία, του 1978 στην Αργεντινή και του 1982 στην Ισπανία. Στην ουσία η ΦΙΦΑ σύρθηκε πίσω από τις εξελίξεις, καθώς οι επιτροπές διεκδίκησης αντί να κονταροχτυπηθούν, αποφάσισαν να… συνεννοηθούν: Οι Ισπανοί παραιτήθηκαν υπέρ των Δυτικογερμανών για τη διοργάνωση του 1974 και πήραν αυτή του 1982 και η Αργεντινή έμεινε μόνη διεκδικήτρια του 1978. Ήταν η πρώτη φορά στα χρονικά που υπήρξε τέτοιου είδους εκτεταμένη συνεννόηση.
Για την υποψηφιότητα της Δυτικής Γερμανίας το 1974 είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπήρξε ούτε καν συζήτηση για τα προσχήματα μετά την τρομοκρατική επίθεση του 1972 κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου, η οποία παραλίγο να τινάξει στον αέρα τη διοργάνωση. Η FIFA ανανέωσε τη στήριξή της στην Δυτική Γερμανία και δεν ανησύχησε ούτε όταν προκρίθηκαν για πρώτη φορά στην ιστορία τους σε τελική φάση τόσο η Ανατολική Γερμανία, όσο και το Ισραήλ.
1978: Σκοτωμοί, απαγωγές και απουσίες
Με την απόσταση του χρόνου από τη στιγμή της ανάθεσης του Μουντιάλ 1978 στην Αργεντινή μέχρι τη στιγμή που έγινε, η ΦΙΦΑ θα μπορούσε, αν ήθελε, να βρει μια εξαιρετική δικαιολογία να το αφαιρέσει. Το 1976 η στρατιωτική χούντα που έριξε την πρόεδρο Ισαμπελίτα Περόν και έφερε στην εξουσία τον στρατηγό Βιντέλα διαβεβαίωσε σε κάθε τόνο την Παγκόσμια Ομοσπονδία ότι το τουρνουά θα γινόταν «κανονικά». Ο Ζοάο Χαβελάνζε, τότε πρόεδρος της ΦΙΦΑ, έστειλε μια επιτροπή να διερευνήσει, τάχα, τις συνθήκες. Η επιτροπή τα βρήκε όλα τέλεια.
Έχουν γραφτεί πολλά για τις διαμαρτυρίες των μανάδων των αγνοουμένων και των νεκρών αντιστασιακών στην πλατεία Ανεξαρτησίας, την κινητοποίηση της Διεθνούς Αμνηστίας εναντίον του τουρνουά με οργάνωση επίσημης επιτροπής μποϋκοτάζ και την άρνηση του μεγάλου Γιόχαν Κρόιφ να ενισχύσει την Ολλανδία. Υπήρξαν, όμως, και δύο στοιχεία που δεν έχουν προβληθεί ιδιαίτερα.
Το πρώτο είναι ο θάνατος σε βομβιστική επίθεση του πρώτου προέδρου της οργανωτικής επιτροπής του Μουντιάλ. Ο στρατηγός Ομάρ Άκτις διορίστηκε από τον Βιντέλα τον Ιούλιο του 1976 και σκοτώθηκε τον Αύγουστο. Την ευθύνη ανέλαβε η αντιστασιακή οργάνωση Μοντονέρος, η οποία βέβαια αργότερα διευκρίνισε ότι δεν θα προβεί σε τέτοιες ενέργειες κατά τη διάρκεια του τουρνουά, το οποίο θεωρούσε «γιορτή του λαού».
Το δεύτερο είναι η απόπειρα απαγωγής του Γάλλου ομοσπονδιακού προπονητή Μισέλ Ινταλγκό λίγες ημέρες πριν το ταξίδι των «τρικολόρ» στο Μουντιάλ. Τέσσερις άγνωστοι προσπάθησαν να τον απαγάγουν χωρίς επιτυχία ενώ χαλάρωνε στο εξοχικό του στο νότο της Γαλλίας. Ποιοι ήταν αυτοί ακριβώς δεν εξακριβώθηκε ποτέ. Από ένα ανώνυμο τηλεφώνημα διευκρινίστηκε απλά ότι ήθελαν να διατρανώσουν την αντίθεσή τους για τη συμμετοχή της Γαλλίας στην τελική φάση.
1986: Οι άνθρωποι έχουν και τηλεόραση
Το συνέδριο της ΦΙΦΑ στη Στοκχόλμη το 1974 έδωσε τη διοργάνωση του Μουντιάλ 1986 στην Κολομβία. Ήταν μια ομόφωνη απόφαση, και για άλλη μια φορά η ΦΙΦΑ έγραψε στα παλιά της τα παπούτσια τόσο τις κατηγορίες περί εμπλοκής ακόμα και κυβερνητικών προσώπων σε καρτέλ ναρκωτικών ή την δράση τα θέματα ασφαλείας που ενδεχομένως θα δημιουργούσε η δράση ένοπλων αντάρτικων ομάδων (FARC) στην επαρχία.
Το Νοέμβριο του 1982 επισήμως η κυβέρνηση της Κολομβίας επέστρεψε στη ΦΙΦΑ την διοργάνωση. Είχαν προηγηθεί πιέσεις από τους αξιωματούχους της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας, για δεσμεύσεις όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα, στις οποίες οι Κολομβιανοί απαντούσαν με υπεκφυγές. Υπό το φόβο ενός φιάσκου, η ΦΙΦΑ ουσιαστικά πήρε τη διοργάνωση, και την έδωσε εκεί που ήξερε καλύτερα, στο Μεξικό.
Η ψηφοφορία έγινε στη Ζυρίχη στις 20 Μαϊου 1983. Το Μεξικό, ο Καναδάς και οι ΗΠΑ είχαν θέσει υποψηφιότητα και παρουσίασαν τις προτάσεις τους, ωστόσο έγινε κάτι απρόσμενο: Στην ψηφοφορία δεν βρέθηκε ούτε ένα, μα ούτε ένα, ψηφοδέλτιο υπέρ ΗΠΑ και Καναδά. Όλοι επέλεξαν το Μεξικό, παρά τα προβλήματα του 1970. Και δεν πτοήθηκαν ούτε τον Σεπτέμβριο του 1985, όταν ένας τεράστιος σεισμός 8 βαθμών Ρίχτερ άφησε περίπου 40.000 νεκρούς και σχεδόν τις μισές γηπεδικές εγκαταστάσεις με σοβαρότατα προβλήματα.
Το κλειδί είχε ονοματεπώνυμο: Televisa. Ο Γκιγιέρμο Κανιέδο, τότε αντιπρόεδρος της ΦΙΦΑ, ήταν και εκτελεστικός διευθυντής του μεξικάνικου τηλεοπτικού κολοσσού. Ο δε ιδιοκτήτης της Televisa Εμίλιο Αθκαράγκα ήταν προσωπικός φίλος του Χαβελάνζε. Σε ερώτηση που έγινε πριν το τουρνουά στον Κανιέδο σχετικά με τις υψηλότατες τιμές των εισιτηρίων, η απάντηση ήταν προφανής: «Μα, ο κόσμος έχει τηλεοράσεις, μπορεί να δει το Μουντιάλ εκεί»!
Το τηλεοπτικό κοινό είχε αυξηθεί τρομακτικά σε σχέση με το 1970, ωστόσο η συνταγή παρέμεινε η ίδια: Αγώνες στη ντάλα του μεσημεριού και νωρίς το απόγευμα, για να τους «απολαμβάνουν» οι Ευρωπαίοι (όπως και τις διαφημίσεις).
1990: Η δεύτερη ευκαιρία νίκησε την πρώτη φορά
Στη Ζυρίχη τον Μάιο του 1984, στη συνεδρίαση του συμβουλίου της FIFA, η ατμόσφαιρα θύμιζε ψυχρό πόλεμο. Από τις 10 υποψηφιότητες που είχαν ανακοινωθεί για το Μουντιάλ του 1990 (ανάμεσά τους και της… Ελλάδας, η οποία βέβαια ουδέποτε υποστηρίχθηκε σοβαρά) επέζησαν μόνο δύο: Της Ιταλίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Στην ψηφοφορία που έγινε (στην οποία έλαβαν μέρος μόνο τα μέλη της Εκτελεστικές Επιτροπής) οι Ιταλοί επικράτησαν με 11 ψήφους έναντι 5.
Η Ιταλία έγινε η δεύτερη χώρα μετά το Μεξικό που ανέλαβε να διοργανώσει Παγκόσμιο Κύπελλο για δεύτερη φορά. Οι Σοβιετικοί είχαν τη στήριξη όλου του ανατολικού ευρωπαϊκού μπλοκ και δεκάδων χωρών από Ασία και Αφρική, αλλά λίγες ψήφους στην Επιτροπή, όπως αποδείχτηκε. Μέτρησε, όπως λέγεται, και το μποϋκοτάζ τους στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες, που είχε εξαγγελθεί νωρίτερα.
1994: Μεγαλύτερα τέρματα και διακοπές ανά τέταρτο
Ανήμερα της εθνικής τους γιορτής (4 Ιουλίου 1988) οι ΗΠΑ πήραν το χρίσμα από την Εκτελεστική Επιτροπή της FIFA να διοργανώσουν το πρώτο τους Μουντιάλ το 1994. Το Μαρόκο έφτασε κοντά (είχε 7 ψήφους στις 19), αλλά οι Αμερικανοί συγκέντρωσαν 10. Μεταξύ άλλων, υποσχέθηκαν ότι θα ανοίξουν την τεράστια αγορά τους στο ποδόσφαιρο με την δημιουργία επαγγελματικής λίγκας, κάτι που όντως έκαναν το 1993. Τότε που ανέλαβαν τη διοργάνωση δεν υπήρχε επαγγελματικό ποδόσφαιρο στη χώρα.
Η άγνοια των Αμερικανών για το τουρνουά δημιούργησε πολλά προβλήματα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για τους αγώνες. Τα περισσότερα στελέχη της οργανωτικής επιτροπής δεν είχαν ιδέα από ποδόσφαιρο, κι αποφάσισαν να βάλουν στο τραπέζι «προτάσεις» για τόνωση του ενδιαφέροντος από το τοπικό κοινό.
Οι Αμερικανοί θεωρούσαν αδιανόητο να πληρώνει εισιτήριο ένας θεατής για να δει ένα αθλητικό θέαμα που μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς νικητή και χωρίς γκολ! Στο μυαλό τους, επίσης, ήταν απίθανο να εξελίσσεται ένα αθλητικό θέαμα επί 45 λεπτά χωρίς διακοπή. Πρότειναν έτσι να μεγαλώσει το μέγεθος του τέρματος (!) για να γίνει ευκολότερο το γκολ και να υπάρχουν διακοπές για διαφημίσεις ανά 15λεπτο! Μη γελάτε, αυτά συζητήθηκαν θεσμικά σε πάνω από μία συνεδρίαση. Κι ευτυχώς απορρίφθηκαν.
Παρά το ότι οι Αμερικανοί δεν έγιναν ποδοσφαιρόφιλοι, η διοργάνωση αυτή κρατάει ως σήμερα το ρεκόρ των περισσότερων εισιτηρίων με 3.597.042 στα 52 ματς. Μέσος όρος 69.174 ανά αγώνα. Θα σπάσει οπωσδήποτε το 2026, τουλάχιστον σε απόλυτους αριθμούς, αφού με 48 ομάδες στην τελική φάση τα ματς θα είναι πολύ περισσότερα.
2002: Ή και οι δύο ή κανένας
Η κοινή ασιατική υποψηφιότητα Νότιας Κορέας και Ιαπωνίας για το Μουντιάλ του 2002 προέκυψε περισσότερο από ανάγκη παρά από επιλογή. Οι δύο χώρες είχαν αποφασίσει να καταθέσουν χωριστές υποψηφιότητες για το πρώτο ασιατικό Μουντιάλ στην ιστορία και μάλιστα οι κυβερνήσεις τους είχαν συρθεί σε ράλι εκατομμυρίων δολαρίων, που δίνονταν σε «εκδηλώσεις δημοσίων σχέσεων» ανά τον κόσμο.
Η συνεδρίαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της FIFA έγινε τον Μάιο του 1996. Από νωρίς είχε φανεί ο διχασμός: Ο τότε πρόεδρος Χαβελάνζε υποστήριζε φανερά την Ιαπωνία, αλλά ο ομόλογός του της UEFA Λέναρντ Γιόχανσον έριξε πρώτος στο τραπέζι την ιδέα μιας κοινής υποψηφιότητας. Αυτό υποστήριξε και ο Μαλαίσιος τότε πρόεδρος της Ασιατικής Συνομοσπονδίας σουλτάνος Αχμάντ Σαχ, για να βγει από τη δύσκολη θέση να υποστηρίξει τον έναν από τους δύο.
Ιάπωνες και Κορεάτες αρχικά δεν ήθελαν ούτε να ακούσουν για κοινή υποψηφιότητα. Τέθηκαν, όμως, αντιμέτωποι με την επιλογή «ή μαζί ή καθόλου». Το Μεξικό καιροφυλακτούσε για ένα τρίτο ραντεβού σε λιγότερο από μισό αιώνα, έτσι στις 31 Μαϊου η Εκτελεστική Επιτροπή δεν χρειάστηκε καν να στήσει κάπλη. Η απόφαση ελήφθη ομοφώνως και «διά βοής», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στα επίσημα πρακτικά.
2006: Δωροδοκία με ρολόι-κούκο και χοιρομέρι
Η ανάθεση του Μουντιάλ του 2006 στη Γερμανία αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα παρασκηνιακά θρίλερ στην ιστορία της FIFA. Η ψηφοφορία έγινε στις 6 Ιουλίου 2000 στη Ζυρίχη και πριν απ’ αυτή το Μουντιάλ φαινόταν να καταλήγει ολοταχώς προς τη Νότια Αφρική. Ήταν και τέτοια η δέσμευση της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας, μετά το πείραμα του ασιατικού Μουντιάλ να δώσει την ευκαιρία και σ’ ένα αφρικανικό.
Υπήρξαν τέσσερις υποψηφιότητες: Γερμανία, Νότια Αφρική, Αγγλία και Μαρόκο. Από την πρώτη ψηφοφορία, πάντως, φάνηκε ότι οι Γερμανοί ελέγχουν γερό μπλοκ ψήφων από τους συνολικά 24, πήραν 10 έναντι 6 της Νότιας Αφρικής, 5 της Αγγλίας και 2 του Μαρόκου. Στη δεύτερη ψηφοφορία Γερμανία και Νότια Αφρική ισοβάθμησαν με 11 ψήφους η καθεμιά και η Αγγλία αποκλείστηκε με μόλις 2. Έτσι χρειάστηκε και τρίτη ψηφοφορία.
Τι έγινε εκεί ακριβώς, ακόμα δεν το έχουμε μάθει. Η ψηφοφορία κρίθηκε με 12 ψήφους υπέρ της Γερμανίας, 11 της Νότιας Αφρικής και μιας αποχής, του Νεοζηλανδού Τσάρλι Ντέμπσεϊ που είχε εξουσιοδοτηθεί να ψηφίσει υπέρ της Νότιας Αφρικής από την Συνομοσπονδία της Ωκεανίας. Ο Ντέμπσεϊ έφυγε από την αίθουσα ξαφνικά και χωρίς λόγο κι επέστρεψε όταν είχε ολοκληρωθεί η ψηφοφορία.
Αν όντως είχε ψηφίσει, το ισόπαλο 12-12 θα μετρούσε για διπλή την ψήφο του τότε προέδρου Μπλάτερ υπέρ της Νότιας Αφρικής. Κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Ο Ντέμπσεϊ αργότερα μίλησε για «αφόρητες πιέσεις» προς το πρόσωπό του, μέχρι και «απόπειρες δωροδοκίας» να ψηφίσει τη μία ή την άλλη πλευρά. Γι’ αυτό είπε ότι προτίμησε να μην συμμετάσχει στην ψηφοφορία, παρ’ ότι ενεργούσε όχι ως πρόσωπο, αλλά ως εκπρόσωπος ενός ολόκληρου μπλοκ χωρών.
Η στάση του Ντέμπσεϊ έγινε μέχρι και αντικείμενο χλευασμού από τη γερμανική σάτιρα. Οι ιδιοκτήτες του περιοδικού Titanic ισχυρίστηκαν ότι του έστειλαν φαξ την προηγούμενη της ψηφοφορίας, με το οποίο του έταξαν ένα ρολόι-κούκο κι ένα ολόκληρο χοιρομέρι Μπλακ Φόρεστ αν υποστήριζε τη Γερμανία. Η προσφορά, είπαν, ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να αρνηθεί…
2010: Δέσιμο του γαϊδάρου με 10 εκατομμύρια δολάρια
Μετά το καζίκι με τη Γερμανία, ήδη από το 2001 ο Μπλάτερ δεσμεύτηκε ότι οπωσδήποτε το Μουντιάλ του 2010 θα γίνει στην Αφρική. Μάλιστα εξήγγειλε ότι από την ήπειρο αυτή θα ξεκινήσει ένας «κύκλος», που θα φέρει το Μουντιάλ σε όλες τις ηπείρους τα επόμενα 20 χρόνια. Η ψηφοφορία έγινε στις 15 Μαϊου 2004 βεβαίως στη Ζυρίχη και η Νότια Αφρική επικράτησε από την πρώτη ψηφοφορία με 14 ψήφους έναντι 10 του Μαρόκου. Η Αίγυπτος υποστήριξε την υποψηφιότητά της μέχρι το τέλος, αλλά δεν έπεισε ούτε έναν να την ψηφίσει.
Από το 2015 και μετά άρχισαν οι αποκαλύψεις. Οι Νοτιοαφρικανοί, έχοντας μάθει από το πάθημα του 2010, φέρονται να μην άφησαν τίποτα στην τύχη. Περισσότερα από 10 εκατομμύρια δολάρια δόθηκαν σε συγκεκριμένα στελέχη της Εκτελεστικής Επιτροπής, ανάμεσά τους ο τότε αντιπρόεδρος Τζακ Γουόρνερ από το Τρίνινταντ/Τομπάγκο και ο διαβόητος πλέον Αμερικανός Τσακ Μπλέιζερ. Υπήρξε και συγκεκριμένη καταγγελία, από τον εκπρόσωπο της Μποτσουάνα στην Επιτροπή Ισμαϊλ Μπάμτζι ότι το Μαρόκο ήταν αυτό που κέρδισε την ψηφοφορία, αλλά στην καταμέτρηση κάποιοι… ταχυδακτυλουργοί άλλαξαν τα ψηφοδέλτια και παρουσιάστηκε ότι νίκησε η Νότια Αφρική!
Η FIFA προφανώς δεν ασχολήθηκε ούτε με τις συνθήκες ασφαλείας, ούτε με τα ανθρώπινα δικαιώματα στις δύο χώρες που διεκδίκησαν τη διοργάνωση. Λίγο την ένοιαξε που ανέθεσε το τουρνουά στη χώρα με τις περισσότερες ληστείες και δολοφονίες κατά κεφαλή σε ολόκληρο τον κόσμο.
2014: «Και οι φτωχοί χαίρονται το Μουντιάλ»
Η FIFA συνέχισε να επιμένει στον ηπειρωτικό κύκλο, ως εκ τούτου ήταν η σειρά της Νότιας Αμερικής να διοργανώσει το τουρνουά. Οι υποψηφιότητες περιορίστηκαν στις χώρες της περιοχής, με αρχική μια κοινή Αργεντινής και Χιλής. Η Βραζιλία του προέδρου Λούλα μπήκε στο παιχνίδι κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, αλλά κέρδισε αμέσως την υποστήριξη της τοπικής συνομοσπονδίας CONMEBOL. Με ξεκαθαρισμένη πια την υποστήριξη, οι αντίπαλοι της Βραζιλίας προτίμησαν να μην προχωρήσουν τις υποψηφιότητες. Η Βραζιλία ανέλαβε επισήμως τη διοργάνωση στις 30 Οκτωβρίου 2007.
Από εκείνη τη στιγμή μέχρι την έναρξη του τουρνουά, τόσο ο πρόεδρος Λούλα, όσο και η διάδοχός του Ντίλμα Ρούσεφ τέθηκαν αντιμέτωποι με τεράστια ερωτήματα για τις προτεραιότητες της κυβέρνησής τους, δεδομένου ότι η Βραζιλία πήρε και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2016. Στα μάτια εκατομμυρίων Βραζιλιάνων το ξόδεμα τεράστιων κονδυλίων για εγκαταστάσεις και οργάνωση αθλητικών γεγονότων ήταν παράλογο, τη στιγμή που μεγάλο μέρος του πληθυσμού υποφέρει σε συνθήκες απόλυτης ένδειας. Λίγες εβδομάδες πριν την έναρξη του Μουντιάλ η κυβέρνηση ήλθε αντιμέτωπη με μαζικές διαδηλώσεις σε δεκάδες πόλεις, με απολογισμό 8 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες.
Η Ρούσεφ, σ’ ένα ξέσπασμά της, έκανε μια φοβερή δήλωση: «Ρωτήστε τους φτωχούς Βραζιλιάνους αν θέλουν ένα Μουντιάλ στη χώρα τους ή ένα πιάτο φαγητό και θα σας απαντήσουν το πρώτο»! Για εκείνη το θέμα είχε τελειώσει πριν καν αρχίσει.
2018: Ο Πούτιν δεν έγινε κακός με την Κριμαία
Στις 2 Δεκεμβρίου 2010 η Εκτελεστική Επιτροπή της ΦΙΦΑ όρισε τις έδρες για το Μουντιάλ του 2018 και του 2022. Νικήτρια για το 2018 ήταν η Ρωσία, μάλιστα από την δεύτερη κιόλας ψηφοφορία (συγκέντρωσε 13 στις 22 ψήφους). Η υποψηφιότητα έμοιαζε εξαιρετική, δεδομένου ότι η ΦΙΦΑ δεν καλόβλεπε πλέον τις κοινές υποψηφιότητες περισσότερων της μιας χωρών και είχε δύο ήδη στο τσουβάλι της (Ισπανία/Πορτογαλία και Βέλγιο/Ολλανδία). Η δε Αγγλία υποστήριξε χωρίς ιδιαίτερη θέρμη την υποψηφιότητά της, που πήρε μόλις δύο ψήφους στην πρώτη ψηφοφορία και αποκλείστηκε.
Λίγοι ασχολήθηκαν με τη νίκη της Ρωσίας μετά τη συνεδρίαση. Την επικαιρότητα εξάντλησε η επιλογή του Κατάρ για το 2022, με όλα τα επακόλουθα που συζητιούνται μέχρι σήμερα. Το παράξενο είναι ότι δεν έγινε καμία συζήτηση, έστω για τα μάτια του κόσμου, όταν η Ρωσία το 2014 προσάρτησε με το έτσι θέλω την Κριμαία και με την απειλή των όπλων εγκατέστησε γκρίζα φιλορωσικά καθεστώτα σε περιοχές του Ντόνμπας, οι οποίες στο εξής λειτουργούσαν με καθεστώς ντε φάκτο αυτονομίας.
Το ζήτημα θα γινόταν καυτό αν η Ουκρανία ή η Γεωργία, με την οποία η Ρωσία είχε εμπλακεί σε πόλεμο λίγα χρόνια πριν, έπαιρναν την πρόκριση για τα τελικά. Τίποτα δεν έγινε από τα δύο.