FOCUS

«Ουδέν Νεώτερο από το Δυτικό Μέτωπο» - Δικαιούνται οι Γερμανοί να πουν την ιστορία τους;

«Ουδέν Νεώτερο από το Δυτικό Μέτωπο» - Δικαιούνται οι Γερμανοί να πουν την ιστορία τους;

Σε μια σκηνή της ταινίας «Ουδέν Νεώτερο από το Δυτικό Μέτωπο», που παίζεται εδώ και λίγες μέρες στο Netflix, ο Γάλλος Στρατάρχης Φερντινάν Φος (ο οποίος έχει δώσει το όνομά του σε μια από τις διασημότερες λεωφόρους του Παρισιού), ετοιμάζεται να διαπραγματευτεί με τους Γερμανούς την παράδοσή τους.

Βρισκόμαστε μέσα σε ένα βαγόνι τρένου, στο οποίο είχε εγκαταστήσει ο Φος το στρατηγείο του, σε ένα δάσος κοντά στην Κομπιέν. Συνομιλητής του, από την απέναντι πλευρά, ο εκπρόσωπος της Γερμανίας, Ματίας Ερτζμπέργκερ.

Ο Φος κοντοστέκεται για λίγο πριν πάει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και παίρνει ένα κρουασάν από ένα δίσκο, τον οποίο κρατάει ένας σερβιτόρος. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο σερβιτόρος είναι φαντάρος, ντυμένος όμως σα να εργάζεται σε εστιατόριο πολυτελείας της εποχής.

Ο Φος δοκιμάζει το κρουασάν. «Είναι φρέσκο;», ρωτάει το φαντάρο-σερβιτόρο πολυτελείας. Εκείνος το δοκιμάζει και απαντά: «Μάλλον όχι κύριε, λυπάμαι, δεν φαίνεται να είναι φρέσκο».

Ο Φος ξυνίζει λίγο, αλλά παίρνει το δίσκο και πηγαίνει στο τραπέζι, όπου θα διαπραγματευτεί το τέλος του μεγαλύτερου και πιο αιματηρού πολέμου στην ανθρώπινη ιστορία.

Το πολύ ενδιαφέρον με τη συγκεκριμένη σκηνή, η οποία συνοψίζει και όλην την ταινία κατά την άποψή μου, είναι ότι δεν υπάρχει στο βιβλίο του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, από το οποίο πήρε η ταινία το μεγαλύτερο μέρος της υπόθεσής της, αλλά και τον τίτλο της.

Ο Ρεμάρκ, εξάλλου, παρά το γεγονός ότι συνδέθηκε απόλυτα με το αντιναζιστικό κίνημα, έζησε ως αυτοεξόριστος στην Ελβετία από το 1931 και τα βιβλία του απαγορεύτηκαν από τους Ναζί, το είχε πει ξεκάθαρα: Με το «Ουδέν Νεώτερο από το Δυτικό Μέτωπο» δεν έκανε πολιτική.

Ήταν ενός είδους προσωπικό ημερολόγιο· ο Πόουλ Μπόιμερ είναι ο Ρεμάρκ, με τη διαφορά ότι ο δεύτερος είχε την τύχη να τραυματιστεί κάποια στιγμή υπηρετώντας στο Δυτικό Μέτωπο και επέστρεψε στη Γερμανία ζωντανός.

Ο Μπόιμερ, όμως, έπρεπε να πεθάνει, δευτερόλεπτα πριν την 11η ώρα, της 11ης μέρας, του 11ου μήνα, ακούγοντας καθώς ψυχορραγεί στις λάσπες των χαρακωμάτων, τη σάλπιγκα της εκκεχειρίας. Μόνο έτσι θα γινόταν ο τραγικός ήρωας που έγινε.

Οι νίκες των στρατηγών, οι ήττες των λαών

Το «Ουδέν Νεώτερο από το Δυτικό Μέτωπο» είναι μια ταινία που πρέπει να αφήσεις να «κάτσει» πριν πεις κάτι γι αυτήν, πριν καν σκεφτείς γι αυτήν.

Έτσι κι αλλιώς όσο την παρακολουθείς δεν σε αφήνει να σκεφτείς και πολύ, είναι πολύ καλός κινηματογράφος, είναι συναρπαστικός κινηματογράφος, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα μας. Ποτέ δεν είναι μόνο εκεί το θέμα μας.

Δεν είναι τρομερά δύσκολο να κάνεις συναρπαστικό κινηματογράφο στις μέρες μας, εάν έχεις τα μέσα φυσικά, δηλαδή τα χρήματα. Δύσκολο είναι να κάνεις κινηματογράφο με ουσία. Και όχι μόνο κινηματογράφο...

Το «Ουδέν Νεώτερο από το Δυτικό Μέτωπο» του Έντβαρντ Μπέργκερ θα διεκδικήσει φέτος το 'Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας, ως η γερμανική πρόταση. Το 1930 η πρώτη ταινία που βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα, πήρε Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και ήταν αμερικανική, του Λούις Μάιλστοουν.

Το γεγονός ότι τότε η ταινία ήταν αμερικανική και τώρα γερμανική κάνει όλη τη διαφορά. Και πρέπει να την κάνει, κάνοντας ταυτόχρονα το έργο του Μπέργκερ πάρα πολύ πιο δύσκολο, ανεβάζοντας εκθετικά την ευθύνη του απέναντι στο μυθιστόρημα του ομοεθνούς του, Ρεμάρκ.

Ο Μπέργκερ επέλεξε να εμπλέξει στην ταινία τους στρατηγούς και την πολιτική, κάτι που κατακρίθηκε αρκετά, κυρίως ως προσπάθεια να απενοχοποιήσει τη Γερμανία και το γερμανικό στρατό για όσα έγιναν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Προσωπικά δεν είδα κάτι τέτοιο στην ταινία, στην οποία ο Φος παραπονείται για τα μπαγιάτικα κρουασάν και ο Γερμανός στρατηγός στην επιταγμένη έπαυλη στη Γαλλία διατάσσει μια τελευταία επίθεση ενώ ξέρει ήδη ότι η ανακωχή είναι ζήτημα ωρών, τρώγοντας ένα λουκούλειο γεύμα.

Η σχέση τους με το φαγητό επιχειρεί να λειτουργήσει ως αντίστοιξη, ανάμεσα σε δύο κόσμους: Οι φαντάροι στο κολαστήριο των χαρακωμάτων πίνουν λασπόνερο και κλέβουν με κίνδυνο της ζωής τους δύο αυγά που τρώνε ωμά, όσο οι στρατηγοί παζαρεύουν τις τύχες τους, τρώγοντας ό,τι καλύτερο υπάρχει στον κόσμο.

Βλέποντας το φαγητό να περνάει διαρκώς από μπροστά σου, σε διάφορες μορφές και εναλλασσόμενο με κατακρεουργημένους ανθρώπους, τελικά όλη η ταινία γίνεται μια μεγάλη και πολύ γλαφυρά εικονογραφημένη κρεατομηχανή. Και όχι άδικα. Αυτό ήταν ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, μια μεγάλη κρεατομηχανή, στην οποία 22.000.000 άνθρωποι σφαγιάστηκαν, αρκετοί από αυτούς για λίγα μέτρα γης.

Αυτό είναι και όλοι οι πόλεμοι. Ασκήσεις επι χάρτου για κάποιους, σφαγείο για κάποιους άλλους. Στη συγκεκριμένη ταινία δεν μπορείς να μην το δεις ξεκάθαρα, δεν μπορείς να μην μισήσεις τους στρατηγούς και να μην αισθανθείς συμπόνοια για τους φαντάρους. Και των δύο πλευρών.

Είναι σωστό, όμως, αυτό;

Πρέπει ν' ακούσουμε αυτήν την πλευρά της ιστορίας;

Είναι ένα μείζον ερώτημα αυτό, που δεν προκύπτει τώρα με την ταινία του Μπέργκερ, έχει προκύψει από τη στιγμή που ξεκίνησαν να γίνονται πόλεμοι, από πάντα δηλαδή.

Και βέβαια έχει σημασία ποιος ήταν ο ηττημένος: Στην περίπτωση των δύο παγκοσμίων πολέμων, η Γερμανία θεωρήθηκε -και είναι- απόλυτα υπεύθυνη για τη μετατροπή του κόσμου όλου σε ένα απέραντο πεδίο μάχης και σφαγής.

Άρα οι Γερμανοι δεν βγήκαν μόνο ηττημένοι, ήταν και οι αυτουργοί του εγκλήματος. Και όχι μόνο οι στρατηγοί και οι πολιτικοί τους...

Ο Μπέργκερ δεν αποφεύγει τη διαπίστωση του Ρεμάρκ, ότι οι νεαροί Γερμανοί πήγαιναν πολύ πρόθυμα, με ενθουσιασμό συχνά, στον πόλεμο, για να σκοτωθούν όμως για κάτι το οποίο οι περισσότεροι δεν καταλάβαιναν, ή και δεν γνώριζαν καν.

Είναι πολύ εύκολο να σε πείσουν να γίνεις ήρωας στα 17 σου. Έστω και νεκρός ήρωας. Ποιος συνδιαλέγεται πραγματικά στα 17 του με το θάνατο, εξάλλου;

Το ίδιο, όμως, δεν συνέβη και στο Βιετνάμ; Ο αμερικανικός κινηματογράφος ανέλαβε αμέσως -πριν καν τελειώσει ο πόλεμος εκεί- να μας διηγηθεί την ιστορία της φρίκης που προκάλεσαν οι ίδιοι οι Αμερικανοί και την ακούσαμε με πολύ ενδιαφέρον. Όπως και το πώς την έζησαν οι φαντάροι τους.

Ταινίες όπως ο «Ελαφοκηνυγός», ή το «Αποκάλυψη Τώρα» χαρακτηρίστηκαν «αντιπολεμικές» και χαιρετίστηκαν με σεβασμό και θαυμασμό, όχι μόνο για την κινηματογραφική αρτιότητά τους, όσο για την τόλμη τους να καταπιαστούν με την «καυτή πατάτα» του Βιετνάμ.

Στην περίπτωση των Γερμανών, είμαστε πολύ πιο επιφυλακτικοί, όπως είναι και οι ίδιοι άλλωστε.

Ελάχιστες είναι οι δικές τους ταινίες που επιχείρησαν να πουν κάπως αυτήν την ιστορία, το «Das Boot», που παίζεται επίσης αυτές τις μέρες στο Netflix είναι μια από αυτές, ή η «Πτώση» με τον Μπρούνο Γκαντζ στο ρόλο του Χίτλερ.

Σε όλες αυτές τις ταινίες, δεν απουσιάζει η αποδοχή του λάθους και της ευθύνης. Τουναντίον: Όπως και στο «Ουδέν Νεώτερο από το Δυτικό Μέτωπο» η ευθύνη αυτή είναι πανταχού παρούσα κι ας μην τονίζεται.

Αυτό που αλλάζει, όμως, όταν ακους την ιστορία και από την άλλη πλευρά, είναι μια πανανθρώπινη διαπίστωση. Ο πόλεμος είναι κάτι πάρα πολύ κακό για τους πάντες. Νικητές και κερδισμένοι τελικά ηττώνται σε ένα επίπεδο πολύ πιο βαθύ από το στρατηγικό: Το ανθρώπινο.

Και σ' αυτό το σημείο ο Ρεμάρκ είχε απόλυτο δίκιο: Δεν χρειάζεται καμία πολιτική αναφορά για να καταλάβεις το αυτονόητο. Προκύπτει από μόνο του.

Στο «Ουδέν Νεώτερο από το Δυτικό Μέτωπο» το μόνο που ξεχωρίζει τους φαντάρους των δύο στρατών είναι τα χαρακτηριστικά κράνη τους, ούτε καν οι στολές, αυτές είναι μονίμως καλυμμένες από λάσπη.

Όταν τα κράνη βγαίνουν, μένουν τα πτώματα· ζωντανά ή νεκρά. Τα οποία η εθνική ταυτότητα, η συνείδηση και η ανθρωπιά έχει ήδη εγκαταλείψει πριν γίνουν τέτοια.