Μέσα στο μυστικό μουσείο της CIA: Εκεί που ποντίκια - κατάσκοποι συναντούν το όπλο του Μπιν Λάντεν
Ανανεώθηκε:
Είναι ίσως το πιο ασυνήθιστο -και το μυστικό- μουσείο στον κόσμο, γεμάτο με υλικό που σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσε την παγκόσμια ιστορία. Ωστόσο οι πόρτες του είναι ερμητικά κλειστές στο κοινό.
Μόνο εδώ μπορεί κανείς να δει το όπλο που βρέθηκε δίπλα στον Οσάμα Μπιν Λάντεν την ημέρα που σκοτώθηκε, δίπλα στο δερμάτινο μπουφάν του Σαντάμ Χουσεΐν.
Καλωσήρθατε στο μουσείο υψηλής μυστικότητας της CIA.
Εγκατεστημένο στο κτήριο των υπηρεσίας πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών στο Λάνγκλεϊ της Βιρτζίνια, το τελευταίο διάστημα η συλλογή του υπέστη ριζική ανακαίνιση, προκειμένου να σηματοδοτήσει την 75η επέτειο της υπηρεσίας.
Με αυτήν την αφορμή, μια μικρή ομάδα δημοσιογράφων, μεταξύ αυτών του BBC, έλαβε αποκλειστική πρόσβαση, φυσικά παρουσία ασφαλείας.
Μεταξύ των 600 εκθεμάτων περιλαμβάνονται κατασκοπευτικά αντικείμενα από την εποχή του ψυχρού πολέμου που θα ανέμενε κανείς – ένα πακέτο τσιγάρα αλλά και ένα περιστέρι με ενσωματωμένη κάμερα, ένα ποτήρι μαρτίνι που εκρήγνυται, αλλά και ένα ψόφιο ποντίκι που μετέφερε κρυφά μηνύματα.
Υπάρχουν όμως επίσης και λεπτομέρειες για μερικές από τις πιο φημισμένες, ακόμη και πρόσφατες, επιχειρήσεις της CIA.
Στο χώρο του μουσείου μπορεί κανείς να δει μια μακέτα-μικρογραφία του συγκροτήματος στο Πακιστάν όπου εντοπίστηκε ο Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Ο τότε πρόεδρος Ομπάμα είχε δει ένα τέτοιο μοντέλο πριν εγκρίνει την επιδρομή που σκότωσε τον ηγέτη της Αλ Κάιντα το 2011.
«Το να μπορούν να βλέπουν τις επιχειρήσεις σε τρισδιάστατη μορφή βοήθησε τους πολιτικούς, καθώς και τους χειριστές να σχεδιάσουν την αποστολή», εξηγεί ο Ρόμπερτ Ζ. Μπάιερ, διευθυντής του μουσείου και διοργανωτής της περιήγησης.
Πριν δύο περίπου μήνες, και συγκεκριμένα στις 30 Ιουλίου, ένας αμερικανικός πύραυλος χτύπησε ένα ακόμη συγκρότημα, αυτή τη φορά στην αφγανική πρωτεύουσα Καμπούλ.
Στόχος ήταν ο νέος ηγέτης της Αλ Κάιντα, Αϊμάν αλ Ζαουάχρι.
Το πιο πρόσφατο έκθεμα, το οποίο μόλις αποχαρακτηρίστηκε, είναι μια μικρογραφία του συγκροτήματος που χρησιμοποιήθηκε για να δει ο πρόεδρος Μπάιντεν την 1η Ιουλίου αυτήν την προτεινόμενη αποστολή.
Ο Ζαουάχρι χτυπήθηκε την ώρα που βρισκόταν στο μπαλκόνι του, μήνες αφότου οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ μελετούσαν τις κινήσεις του.
Επιτυχίες αλλά και σκοτεινά σημεία
Το πρώτο μισό του μουσείου διατρέχει με χρονολογική σειρά στην ιστορία της CIA από την ίδρυσή της το 1947 εν μέσω Ψυχρού Πολέμου, κάνοντας -μετά τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001- μια ξεκάθαρη στροφή προς την αντιτρομοκρατία. Σε αυτό το κομμάτι του μουσείου μπορεί κανείς να δει εκθέματα από προσωπικά αντικείμενα των θυμάτων των επιθέσεων, δωρεές των συγγενών τους.
Το κοινό του μουσείου είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι της CIA καθώς και επίσημοι επισκέπτες. Δεν επικεντρώνεται όμως μόνο στις επιτυχίες. Στο μουσείο υπάρχει ένα τμήμα που αναφέρεται στο φιάσκο του Κόλπου των Χοίρων, όταν μια επιχείρηση της CIA για την ανατροπή του Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα πήγε καταστροφικά λάθος, καθώς και αναφορές στην αποτυχία της υπηρεσίες να βρει όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ.
«Αυτό το μουσείο δεν είναι απλώς ένα μουσείο για ιστορική χρήση. Είναι κι ένα επιχειρησιακό μουσείο. Ξεναγούμε σε αυτό αξιωματικούς της CIA, εξερευνώντας την ιστορία μας, καλή ή κακή», λέει ο κ. Μπέιερ. «Φροντίζουμε οι αξιωματικοί μας να κατανοούν την ιστορία τους, ώστε να μπορούν να κάνουν καλύτερη δουλειά στο μέλλον. Πρέπει να μάθουμε από τις επιτυχίες και τις αποτυχίες μας για να είμαστε καλύτεροι στο μέλλον».
Ωστόσο, μερικές από τις πιο αμφιλεγόμενες πτυχές του έργου της CIA είναι λιγότερο ορατές - για παράδειγμα η κοινή επιχείρηση του 1953 με την MI6, για την ανατροπή μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης στο Ιράν και πιο πρόσφατη εμπλοκή της στα βασανιστήρια υπόπτων για τρομοκρατία μετά το 2001.
«Δεν μπορούμε ούτε να επιβεβαιώσουμε ούτε να διαψεύσουμε»
Το δεύτερο μισό του μουσείου εστιάζει λεπτομερώς σε ορισμένες συγκεκριμένες επιχειρήσεις.
Η φράση «δεν μπορούμε ούτε να επιβεβαιώσουμε ούτε να διαψεύσουμε» είναι γνωστή για όσους αναφέρονται στις υπηρεσίες πληροφοριών και η προέλευσή της βρίσκεται σε μια ιστορία που περιγράφεται λεπτομερώς στο μουσείο κάνοντας χρήση αντικειμένων που δεν έχουν ξαναεμφανιστεί.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ένα υποβρύχιο της Σοβιετικής Ένωσης χάθηκε κάπου στον πυθμένα του ωκεανού. Αφού το εντόπισαν οι ΗΠΑ, η CIA συνεργάστηκε με τον δισεκατομμυριούχο Χάουαρντ Χιουζ για να προσπαθήσει να ανακτήσει το ναυάγιο - και την τεχνολογία επί του σκάφους.
Αναπτύχθηκε ένα εξώφυλλο ότι ο Χιουζ επρόκειτο να εξορύξει τον πυθμένα του ωκεανού, χρησιμοποιώντας ένα πλοίο που ονομαζόταν Glomar Explorer.
Το μουσείο περιέχει ένα μοντέλο αυτού του σοβιετικού υποβρύχιου καθώς και των στολών και άλλων αντικειμένων που δημιουργήθηκαν ειδικά για την αναπαράσταση της επιχείρησης.
Η επιχείρηση ήταν επιτυχημένη μόνο εν μέρει αφού το υποβρύχιο διαλύθηκε, καθώς τα ατσάλινα νύχια του Glomar προσπάθησαν να το ανασύρουν, αν και ορισμένα μέρη ανακτήθηκαν.
Όταν κυκλοφόρησαν τα νέα για αυτό που έμεινε γνωστό ως Project Azorian πριν μπορέσει να εξαχθεί το υπόλοιπο υποβρύχιο, οι αξιωματούχοι είπαν ότι δεν μπορούσαν «ούτε να επιβεβαιώσουν ούτε να διαψεύσουν» αυτό που είχε συμβεί - μια φράση γνωστή ως «απάντηση Glomar» και χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα.
Το μουσείο φιλοξενεί επίσης αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν στην αποστολή διάσωσης έξι διπλωμάτων στο Ιράν μετά την επανάσταση του 1979.
Στην ιστορία αυτή βασίστηκε η ταινία «Argo» που σκηνοθέτησε χρόνια αργότερα ο Μπεν Άφλεκ.
Τέλος, στο ταβάνι του νέου μουσείου υπάρχουν κρυπτογραφημένα μηνύματα σε διάφορους τύπους κώδικα.
Η φιλοδοξία της CIA είναι να κοινοποιηθούν οι φωτογραφίες με τα μηνύματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ώστε το κοινό να προσπαθήσει να τα αποκρυπτογραφήσει.
Ορισμένα από τα εκθέματα θα είναι επίσης διαθέσιμα στο διαδίκτυο.