Πόσο απειλείται το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν από την εν εξελίξει κοινωνική εξέγερση;
Ανανεώθηκε:
Η κοινωνική κραυγή αντίστασης και αξιοπρέπειας στο Ιράν μετά την κρατική δολοφονία της 22χρονης Μάχσα Αμινί, που εκδηλώνεται με όλο και πιο μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις - παρά την άγρια καταστολή με την οποία αντιμετωπίζονται, θεωρείται ως η σοβαρότερη απειλή των τελευταίων ετών για το θεοκρατικό καθεστώς της χώρας.
Οι διαδηλώτριες και διαδηλωτές που κατακλύζουν δεκάδες ιρανικές πόλεις τις τελευταίες ημέρες, στρέφουν το βλέμμα της διεθνούς κοινής γνώμης σε μια συστημική και μακροχρόνια ακραία καταπίεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των γυναικών και όλων όσων αποκλίνουν από το επίσημο δόγμα. Οι θανατικές ποινές χρησιμοποιούνται ευρέως κατά διαδηλωτών, αντιφρονούντων και μειονοτήτων.
Το θεοκρατικό σύνταγμα της χώρας που τέθηκε σε ισχύ το 1979 και ορίζει ότι ο ανώτατος ηγέτης έχει απεριόριστες εξουσίες, βασίζεται στην ερμηνεία της Σαρία, κατά την οποία οι γυναίκες είναι υποχρεωμένες να καλύπτουν τα μαλλιά τους με μαντίλα (χιτζάμπ) και να φορούν μακριά, φαρδιά ρούχα για να καλύπτουν τα σώματά τους και να μη διαγράφεται κανένα χαρακτηριστικό τους.
Βάσει του άγραφου νόμου, η κριτική στον ανώτατο πνευματικό ηγέτη του Ιράν τιμωρείται με προσωρινή κράτηση και μπορεί να φτάσει μέχρι και τη φυσική εξόντωση, ενώ οι γυναίκες δεν έχουν την ίδια αξία με τους άντρες - σε περιπτώσεις παρενόχλησης ή βιασμού ο λόγος τους δεν έχει την παραμικρή αξία.
To 1979, με το τέλος της Ιρανικής Επανάστασης και την εγκαθίδρυση της Ισλαμικής Δημοκρατίας, ο θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης του Ιράν Αγιατολά Χομεϊνί δήλωσε πως οι γυναίκες θα πρέπει να τηρούν τον ενδυματολογικό κώδικα που υπαγορεύει το Ισλάμ. Η τοποθέτησή του αυτή προκάλεσε μαζικές αντιδράσεις και περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι, κυρίως γυναίκες, συγκεντρώθηκαν στους δρόμους της Τεχεράνης -στην Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας- για να διαμαρτυρηθούν. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να διευκρινίσει πως η δήλωση του ανώτατου ηγέτη δεν ήταν παρά μια «συμβουλή».
Ωστόσο το χιτζάμπ έγινε υποχρεωτική για όσες γυναίκες κατείχαν δημόσια αξιώματα ή εργάζονταν στο δημόσιο το 1980. Η καθολική υποχρεωτική επιβολή του χιτζάμπ έγινε το 1983, όταν το ιρανικό κοινοβούλιο αποφάσισε ότι οι γυναίκες που δεν κάλυπταν τα μαλλιά τους δημόσια θα αντιμετώπιζαν ποινή με έως 74 μαστιγώματα.
Ο ρόλος της αστυνομίας «ηθικής»
Η αστυνομία «ηθικής» στο Ιράν, που επίσημα ιδρύθηκε το 2005, έθεσε ολόκληρο τον γυναικείο πληθυσμό υπό επιτήρηση.
Οι Gasht-e Ershad (Περιπολίες Καθοδήγησης) είναι ειδικές αστυνομικές μονάδες -που απαρτίζονται από άνδρες και γυναίκες- επιφορτισμένες με τη «διασφάλιση του σεβασμού των ισλαμικών ηθών», τη «συμμόρφωση» με τον επίσημο ενδυματολογικό κώδικα και την κράτηση όσων είναι «ακατάλληλα» ντυμένες. Η περίπολος είναι διαβόητη για την παρενόχληση γυναικών και την επιβολή ενός αυστηρού ενδυματολογικού κώδικα. Οι γυναίκες που κρίνονται ότι φορούν ακατάλληλα ή καθόλου τη χιτζάμπ ή μιλούν με άγνωστους άνδρες συλλαμβάνονται. Η τιμωρία στην περίπτωση εντοπισμού μιας γυναίκας σε δημόσιο χώρο χωρίς μαντίλα περιλαμβάνει σύλληψη, ποινή φυλάκισης, μαστίγωμα ή πρόστιμο - όλα αυτά για το «έγκλημα» άσκησης του δικαιώματός τους να επιλέγουν τι θα φορέσουν.
Η πιο σοβαρή πρόκληση για τη θεοκρατικό καθεστώς ήταν το «Πράσινο Κίνημα» που εμφανίστηκε μετά τις αμφισβητούμενες προεδρικές εκλογές της χώρας το 2009 και ζήτησε εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις, όταν εκατομμύρια Ιρανοί βγήκαν στους δρόμους. Οι αρχές απάντησαν με καταστολή, με τους Φρουρούς της Επανάστασης και την πολιτοφυλακή Basij να ανοίγουν πυρ εναντίον των διαδηλωτών και να εξαπολύουν κύματα συλλήψεων. Οι ηγέτες της αντιπολίτευσης τέθηκαν σε κατ' οίκον περιορισμό.
Μεταξύ των νεκρών ήταν η Νέντα Αγά Σολτάν, μια 27χρονη γυναίκα που έγινε σύμβολο του κινήματος διαμαρτυρίας και αντίστασης στο θεοκρατικό καθεστώς αφού έπεσε νεκρή από πυρά ελεύθερου σκοπευτή. Το βίντεο με την δολοφονία της είδαν εκατομμύρια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με το περιοδικό Time να κάνει λόγο για «τους περισσότερους μάρτυρες σε δολοφονία στην ιστορία».
Η επιβολή της μαντίλας χαλάρωσε εν μέρει υπό τον πρώην πρόεδρο Χασάν Ροχανί, έναν σχετικά μετριοπαθή ηγέτη που δεν δίστασε να κατηγόρησει την αστυνομία «ηθικής» ως υπερβολικά επιθετική.
Το 2017, ο επικεφαλής του σώματος δεσμεύτηκε ότι δεν θα συλλαμβάνονται πλέον γυναίκες για παραβίαση του κώδικα ενδυμασίας. Σύμφωνα με έρευνα που έδωσε το 2018 στη δημοσιότητα ο Ροχανί, το 49% των ερωτηθέντων δήλωνε πως δεν θα πρέπει η κυβέρνηση και το κράτος να υπαγορεύουν στις γυναίκες το πώς θα ντύνονται, ποσοστό αυξημένο έναντι των προηγούμενων ετών.
Όμως υπό τον νυν πρόεδρο Εμπραχίμ Ραΐσι, μια σκληροπυρηνική πολιτική φυσιογνωμία που εξελέγη πέρυσι, η αστυνομία ηθικής εκτροχιάστηκε ακόμα και για τα δεδομένα του Ιράν. Πρώην επικεφαλής του δικαστικού σώματος, ο Εμπραχίμ Ραΐσι ανήλθε στην προεδρία τον Ιούνιο του 2021 αντί να ερευνηθεί για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που σχετίζονται με τις μαζικές εξαφανίσεις και μαζικές εξωδικαστικές εκτελέσεις του 1988, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη συστημική ατιμωρησία στη χώρα.
Χιλιάδες πολιτικοί αντιφρονούντες εκτελέστηκαν εν κρυπτώ και θάφτηκαν σε ανώνυμους μαζικούς τάφους, ενώ οι συγγενείς τους που αναζήτησαν την αλήθεια βρέθηκαν αντιμέτωποι με απειλές, παρενοχλήσεις, εκφοβισμούς, επιθέσεις και βασανιστήρια. Η Τεχεράνη δεν έχει ποτέ παραδεχθεί ότι έγιναν μαζικές εκτελέσεις από το καθεστώς του αγιατολάχ Ρουχολάχ Χομεϊνί, ηγέτη της Ισλαμικής Δημοκρατίας που πέθανε το 1989.
Οι προεδρικές εκλογές του 2021 διεξήχθησαν σε ένα περιβάλλον καταστολής, με εμφανώς χαμηλή συμμετοχή. Οι αρχές απαγόρευσαν στις γυναίκες, τα μέλη των θρησκευτικών μειονοτήτων και τους επικριτές να θέσουν υποψηφιότητα και απείλησαν να ασκήσουν δίωξη σε οποιονδήποτε ενθάρρυνε το μποϊκοτάζ των εκλογών.
Τον Αύγουστο του 2021, ο πρόεδρος Ραΐσι υπέγραψε διάταγμα για την αυστηρότερη εφαρμογή των κανόνων που απαιτούν από τις γυναίκες να φορούν χιτζάμπ ανά πάσα στιγμή. Η κίνηση αυτή επικροτήθηκε ευρέως από τους συντηρητικούς κληρικούς που κυριαρχούν πλέον στα διορισμένα και εκλεγμένα θεσμικά όργανα του Ιράν ως αποκατάσταση των πολιτιστικών προτύπων που, κατά τους ίδιους, έμοιαζαν να υποχωρούν.
Η δολοφονία της Μάχσα Αμινί ήταν σχεδόν αναπόφευκτη
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Ιρανός πρόεδρος μίλησε με την οικογένεια της Αμινί και ζήτησε «να διεξαχθεί έρευνα για να διαπιστωθούν τα αίτια του θανάτου της», ενώ εκπρόσωπος του ανώτατου ηγέτη Αλί Χαμενεΐ επισκέφθηκε επίσης την οικογένειά της, αν και ο πατέρας της 22χρονης κατηγόρησε ανοιχτά το καθεστώς για συγκάλυψη. Ταυτόχρονα, η Τεχεράνη έσπευσε να «πνίξει» την κοινωνική οργή, με πυρά, μαζικές συλλήψεις και «προληπτικές» προσαγωγές, αντιδιαδηλώσεις καθώς και με κλείσιμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που κατά την άποψη του καθεστώτος δρουν ως «μεταδοτικός παράγοντας».
Στην ομιλία του από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ ο Ραΐσι καταδίκασε, για παράδειγμα, τη μεταχείριση των ιθαγενών από τον Καναδά και κατηγόρησε τις δυτικές χώρες ότι εφαρμόζουν δύο μέτρα και δύο σταθμά όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Παρά την εν εξελίξει κοινωνική εξέγερση στο Ιράν, κανένα μέλος της αμερικανικής αντιπροσωπείας στα Ηνωμένα Έθνη δεν αποχώρησε κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, όπως έκαναν αμερικανοί διπλωμάτες σε προηγούμενες ομιλίες ιρανών ηγετών στα Ηνωμένα Έθνη. Ο ΟΗΕ έχει επισημάνει το γεγονός ότι νεαρές γυναίκες έχουν χαστουκιστεί στο πρόσωπο, έχουν ξυλοκοπηθεί με ρόπαλα και συρθεί βιαίως σε αστυνομικά οχήματα τους τελευταίους μήνες. Παράλληλα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν και άλλοι δυτικοί ηγέτες καταδίκασαν τις ενέργειες της αστυνομίας ηθικής του Ιράν και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε νέες κυρώσεις σε βάρος των μελών της αστυνομικής δύναμης.
Οι τωρινές διαδηλώσεις αντιμετωπίζονται ως ορόσημο για τους Ιρανούς που εξοργίζονται από ένα «διεφθαρμένο και ανίκανο καθεστώς». Το 2019, η Τεχεράνη δήλωσε ότι 200.000 άνθρωποι συμμετείχαν στις μεγαλύτερες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στην 40χρονη ιστορία της Ισλαμικής Δημοκρατίας, που πυροδοτήθηκαν από την αύξηση των τιμών της βενζίνης και κατά τις οποίες το Reuters ανέφερε ότι 1.500 σκοτώθηκαν από τις δυνάμεις ασφαλείας. Τον φετινό Ιούνιο ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 50%.
Όσες και όσοι είχαν τη δυνατότητα να εγκαταλείψουν τη χώρα το έχουν ήδη πράξει, εκείνοι που παραμένουν διεκδικώντας τα δικαιώματα και την αξιοπρέπειά τους δεν έχουν πολλά πλέον να χάσουν.