FOCUS

Πόσο άλλαξε η 11η Σεπτεμβρίου την αμερικανική κοινωνία: Ευάλωτοι, φοβισμένοι, καχύποπτοι

Πόσο άλλαξε η 11η Σεπτεμβρίου την αμερικανική κοινωνία: Ευάλωτοι, φοβισμένοι, καχύποπτοι
11η Σεπτεμβρίου 2001: Εφαλτήριο για τις σύγχρονες θεωρίες συνωμοσίας AP Photo/David Karp

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου αποτελούν αυτό που εύστοχα οι Αμερικάνοι λένε «a time and place moment»: Μια στιγμή που ο καθένας από αυτούς που την έζησαν μπορεί να θυμηθεί με ακρίβεια πού ήταν και τι έκανε τη στιγμή που το μάθαινε. Αναμφίβολα, αυτό ισχύει και για τους περισσότερους Έλληνες, ανεξάρτητα από τα συναισθήματα που τους προκάλεσε το θέαμα γιγαντιαίων αεροπλάνων να συντρίβονται σε μερικά από τα πιο εμβληματικά κτίρια των ΗΠΑ.

Συμπληρώνονται σήμερα 21 χρόνια από εκείνη την ημέρα, την οποία έκτοτε η αμερικάνικη κοινωνία την έχει καθιερώσει ως ορόσημο σε μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων, που έχουν να κάνουν με τον πόλεμο, την ασφάλεια, τα προσωπικά δεδομένα, τη μισαλλοδοξία: Αλλιώς ήταν ο κόσμος πριν την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και αλλιώς έγινε μετά. Τα απόνερα αυτών των αλλαγών τα ζήσαμε και στη χώρα μας. Ένας κόσμος πιο εκδικητικός, πιο καχύποπτος, πιο πολεμοχαρής και πιο πρόθυμος να θυσιάσει προσωπικές ελευθερίες προκειμένου να προστατέψει αυτός που γενικώς αποκαλείται εθνική ασφάλεια.

Πόσο άλλαξε ο κόσμος αυτά τα 21 χρόνια; Πώς μεταβλήθηκε η άποψη της κοινής γνώμης των ΗΠΑ σε σχέση με αυτά τα ζητήματα; Και, κυρίως, πώς ερμηνεύεται σήμερα η 11η Σεπτεμβρίου; Ορισμένοι αριθμοί προκαλούν σοκ, τουλάχιστον.

AP Photo/Daniel Hulshizer

Τρεις στους δέκα δεν έχουν αναμνήσεις

Ο πρώτος από αυτούς τους αριθμούς μας αναγκάζει, θα έλεγε κανείς, να παραθέσουμε το τι ακριβώς έγινε στις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Περιττό; Κάθε άλλο. Αν πιστέψουμε τις μετρήσεις για τον παγκόσμιο πληθυσμό (που γίνονται όλο και πιο ακριβείς με τα χρόνια), το 31% των ανθρώπων που ζουν αυτή τη στιγμή στον πλανήτη δεν έχει μνήμες από την 11η Σεπτεμβρίου: Είτε δεν είχε γεννηθεί καν, είτε ήταν πολύ μικρής ηλικίας. Μιλάμε για έναν στους τρεις ανθρώπους. Και ο αριθμός προφανώς ολοένα θα αυξάνεται.

Εκείνο το πρωί, λοιπόν, τέσσερις ομάδες αεροπειρατών (συνολικά 19 ήταν) κατέλαβαν εν πτήσει ισάριθμα επιβατηγά αεροσκάφη, που έκαναν εσωτερικές πτήσεις. Ένας από κάθε ομάδα αεροπειρατών, που είχε εκπαιδευτεί για να πιλοτάρει, είχε ρητή εντολή να τα οδηγήσει σε συγκεκριμένους στόχους: Τους Δίδυμους Πύργους του Παγκοσμίου Κέντρου Εμπορίου στη Νέα Υόρκη, το Πεντάγωνο στο Άρλινγκτον της Βιρτζίνια και το Καπιτώλιο στην Ουάσιγκτον.

Τα τρία πρώτα αεροσκάφη πέτυχαν το στόχο τους να συντριβούν πάνω στα συγκεκριμένα κτίρια. Το τέταρτο συνετρίβη σ’ ένα χωράφι στην Πενσυλβάνια, μετά από προσπάθεια επιβατών και πληρώματος να ανακτήσουν τον έλεγχο. Συνολικός απολογισμός, απ’ αυτά που μπορούν να μετρηθούν: 2.977 νεκροί (ανάμεσά τους και όλοι οι αεροπειρατές), σχεδόν 25.000 τραυματίες, καταστροφές σε υποδομές και ιδιοκτησίες που ξεπερνούν τα 11 δις δολάρια με τρέχουσες τιμές.

Αυτό που δεν μπορεί να μετρηθεί με ακρίβεια είναι η επίδραση του γεγονότος στην παγκόσμια ψυχολογία. Το γεγονός ότι ήταν η πρώτη οργανωμένη μεγάλης κλίμακας επίθεση στις χερσαίες ΗΠΑ από την ίδρυσή τους ως ανεξάρτητο κράτος το 1776 δημιούργησε ένα κλίμα παγκόσμιας ανασφάλειας, που κράτησε για χρόνια. Όσο περνούσε ο χρόνος, ο φόβος έδινε χώρο σε άλλα συναισθήματα, εξίσου έντονα, αλλά πολύ πιο επιθετικά.

Ένας ακόμα αριθμός που δείχνει πόσο έχει αλλάξει η παγκόσμια κοινωνία της πληροφορίας φαίνεται από τον τρόπο που έγινε γνωστό το γεγονός. Το 90% είχαν απαντήσει ότι έμαθαν για τις επιθέσεις από την τηλεόραση και μόνο ένα 5% από το διαδίκτυο. Όλα αυτά σε μια αμερικάνικη κοινωνία που είχε εκτεθεί μαζικά στο ίντερνετ πολύ νωρίτερα από την αντίστοιχη ελληνική. Προφανώς ένα αντίστοιχο γεγονός σήμερα θα αντέστρεφε τελείως την εικόνα.

AP Illustration

Από τον φόβο στην οργή

Ο φόβος ήταν το κυρίαρχο συναίσθημα τότε. Το 92% των Αμερικανών παραδέχτηκε ότι ένιωσε φόβο βλέποντας τις συγκλονιστικές τηλεοπτικές εικόνες. Ακόμα και τρεις μήνες αργότερα ένα τεράστιο 45% είχε δηλώσει ότι ανησυχεί καθημερινά μήπως εκδηλωθεί μια αντίστοιχης έκτασης επίθεση στην πόλη του. Το 63% των ενήλικων κατοίκων της Νέας Υόρκης και το 61% της Ουάσιγκτον παραδέχτηκε όχι ένα, αλλά δέκα χρόνια αργότερα ότι «η ζωή του άλλαξε δραστικά» μετά τις επιθέσεις. Στην επέτειο των 15 χρόνων από την επίθεση (2016) το 76% των Αμερικανών ονόμασαν την 11η Σεπτεμβρίου ως το πιο σημαντικό από τα γεγονότα που συνέβη στη ζωή τους.

Ακόμα και σε μια δημοσκόπηση που έγινε πέρυσι για το Pew Research η πλειοψηφία όσων έζησαν τις επιθέσεις (54%) δηλώνουν ακόμα «οπωσδήποτε πιο φοβισμένοι», «περισσότερο προσεκτικοί», «περισσότερο καχύποπτοι» και «οπωσδήποτε πιο ευάλωτοι» μετά την 11η Σεπτεμβρίου απ’ ότι πριν. Το 62% παραδέχτηκε πως όταν βλέπει μεγάλο αεροπλάνο στον ουρανό πάνω από μια μεγαλούπολη ο νους του το συνδέει μ’ εκείνα τα γεγονότα.

Όπως αναφέρθηκε ήδη, ο φόβος έδωσε γρήγορα τη θέση του στην οργή και την διάθεση για εκδίκηση. Στο τέλος του 2001 το 82% των Αμερικάνων συμφωνούσε με τη φράση ότι «οι υπεύθυνοι των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου πρέπει να τιμωρηθούν σκληρά». Οι εκστρατείες στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ έτυχαν μιας πρωτοφανούς αποδοχής από τον πληθυσμό, μάλιστα σε ποσοστό που στη μεγαλύτερη τιμή του άγγιξε το 77%.

Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι οι κομματικοί διαχωρισμοί ήταν πολύ πιο ήπιοι: Οι ψηφοφόροι των Ρεπουμπλικάνων προφανώς συμφωνούσαν σε συντριπτικό ποσοστό (92%) με τις επιλογές του τότε προέδρου Τζορτζ Μπους του νεότερου, αλλά υπήρχε κι ένα εντυπωσιακό 68% των Δημοκρατικών που δήλωναν σύμφωνοι. Εξίσου εντυπωσιακό είναι ότι το 77% της αποδοχής υπήρξε αν και η ερώτηση διατύπωνε την πιθανότητα «οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ να έχουν χιλιάδες απώλειες».

Το 2006, όταν πια ο Σαντάμ ήταν παρελθόν και οι Ταλιμπάν είχαν αποσυρθεί στα βουνά, το 69% των Αμερικάνων δήλωσε ότι η αντίδραση των ΗΠΑ ήταν σωστή, παρά το ότι η κατάσταση δεν είχε βελτιωθεί σ’ εκείνες τις χώρες και η διεθνής τρομοκρατία δεν είχε εξαλειφθεί.

Το 2009 το 62% προέτρεψε τον νεοεκλεγέντα πρόεδρο Ομπάμα να διατηρήσει τα στρατεύματα στο Αφγανιστάν. Ακόμα και το 2021, μετά από 20 χρόνια άγονων προσπαθειών και (πράγματι) χιλιάδων απωλειών στο Αφγανιστάν, υπήρξε ένα 42% που τόνισε ότι η απόφαση Μπάιντεν για απόσυρση των στρατευμάτων από εκεί ήταν λάθος.

Το 2018 δε οι Αμερικάνοι σε ποσοστό 43% δήλωσαν ότι η απόφαση για εισβολή στο Ιράκ ήταν σωστή, αν και είχε πια αποδειχτεί ξεκάθαρα ότι το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεϊν δεν είχε ούτε όπλα μαζικής καταστροφής, ούτε και άμεση σχέση με τις επιθέσεις.

«Μεγάλο εθνικό πρόβλημα» η τρομοκρατία

Μια ακόμη μεγάλη αλλαγή ήταν στον τρόπο που ο μέσος Αμερικάνος αντιμετωπίζει πλέον τη διεθνή τρομοκρατία. Οι ΗΠΑ ως τότε είχαν βιώσει συγκεκριμένο αριθμό επιθέσεων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τρομοκρατικές, η συντριπτική πλειοψηφία σε τοπικό επίπεδο και όχι οργανωμένη από ένα μεγάλο δίκτυο. Το 2002, λίγους μήνες μετά τις επιθέσεις, ένα λογικότατο 83% θεωρούσε την άμυνα της χώρας από τρομοκρατικές επιθέσεις άμεση προτεραιότητα του προέδρου και του Κογκρέσου.

Το 2016, ακριβώς 15 χρόνια μετά την επίθεση κι ενώ δεν υπήρξε κάτι ανάλογο, ακόμα το 53% θεωρούσε την τρομοκρατία «ένα μεγάλο εθνικό πρόβλημα». Σε όλες τις δημοσκοπήσεις τέτοιου είδους ως το 2020 η τρομοκρατία βρισκόταν πάντα στην πρώτη θέση των προβλημάτων, μόνο η πανδημία του COVID-19 την έριξε από την πρώτη θέση μετά τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς.

Μετά τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν και την ανακατάληψη της εξουσίας της χώρας από τους Ταλιμπάν το 89% των Αμερικάνων δήλωσε προβληματισμένο για την ασφάλειά του. Το 46%, δηλαδή περίπου οι μισοί, αναγνώρισαν το Αφγανιστάν ως «μεγάλη απειλή».

Ένας στους τέσσερις επιτρέπει πρόσβαση στο τηλέφωνο

Η αντιμετώπιση αυτού του φόβου και της ανασφάλειας είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

Πόσες προσωπικές ελευθερίες ήταν διατεθειμένοι να θυσιάσουν οι πολίτες, προκειμένου να νιώσουν πιο ασφαλείς; Σε τέτοιου είδους έρευνα που είχε γίνει το 1997 το 29% είχε βρει απαραίτητο το μέτρο, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία (62%) ήταν αντίθετη. Όπως ήταν φυσικό, αυτό άλλαξε μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Στις αρχές του 2002 το 55% των Αμερικάνων δήλωσε έτοιμο να απωλέσει προσωπικές ελευθερίες (όπως π.χ. το απόρρητο της επικοινωνίας) προκειμένου να δώσει την ευκαιρία στις αρχές να εντοπίζουν και να συλλαμβάνουν εχθρούς του κράτους.

Σε αντίστοιχη έρευνα του 2019, το 77% των πολιτών δήλωσε κάθετα αρνητικό στο να δώσει πρόσβαση στις τηλεφωνικές του επικοινωνίες ή το mail του, προκειμένου να ανιχνευθούν τυχόν παράνομες δραστηριότητες. Και πάλι, όμως, το 23% που θεώρησε φυσικό κάτι τέτοιο είναι το μεγαλύτερο ποσοστό που έχει καταγραφεί στις χώρες του δυτικού κόσμου. Σε όσους φαίνεται μικρό, το 23% μεταφράζεται σε έναν στους τέσσερις. Σε πιο ήπια μέτρα (όπως π.χ. η υποχρεωτική κατοχή ταυτότητας για εξακρίβωση στοιχείων όλες τις ώρες της ημέρας) η αποδοχή στην έρευνα ξεπέρασε το 80%.

Φυσικά, όταν τα μέτρα περιορισμού αφορούν άλλους, τα ποσοστά εκτοξεύονται προς τα πάνω. Το 2011, δέκα χρόνια μετά την επίθεση, τα ποσοστά που επιβράβευαν την σκληρή αντιμετώπιση των ΗΠΑ σε κάθε λογής τρομοκράτες (όπως ο εγκλεισμός στο Γκουαντάναμο) ξεπερνούσαν το 65%. Η πλειοψηφία (57%) ενέκρινε μέχρι και τις αποφάσεις της CIA να οργανώνει δολοφονίες αλλοδαπών προσώπων σε περίπτωση που έκρινε ότι αυτά αποτελούσαν εχθρούς της χώρας. Η δε χρήση βασανιστηρίων για απόσπαση πληροφοριών θεωρείται ακόμα και σήμερα κάτι αποδεκτό. Σε έρευνα που έγινε το 2015 σε 40 διαφορετικές χώρες, μόλις σε 12 καταγράφηκε θετικό ποσοστό αποδοχής των βασανιστηρίων. Οι ΗΠΑ βρίσκονταν στην πρώτη θέση.

Σχετικά υψηλά ήταν και τα ποσοστά των προληπτικών μέτρων. Το 29% των Αμερικάνων συμφώνησε στην ιδέα να δημιουργηθούν στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα οποία σε καιρούς «έκτακτης ανάγκης» θα κατευθύνονται συγκεκριμένοι πολίτες, κάτοικοι των ΗΠΑ (μετανάστες κυρίως) που προέρχονται από «μη φιλικές χώρες».

Είκοσι χρόνια μετά δεν υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί την ύπαρξη «αιώνιων κρατουμένων» στο διαβόητο στρατόπεδο στην Κούβα χωρίς κατηγορητήριο και δίκη (AP Photo/Alex Brandon, File)

Πώς βλέπουν τη Μέση Ανατολή και το Ισλάμ

Το σχεδόν ομοιόμορφο προφίλ των τρομοκρατών της 11ης Σεπτεμβρίου (νεαροί, σκουρόχρωμοι και Μουσουλμάνοι) άλλαξε ριζικά και τον τρόπο που βλέπει ο μέσος Αμερικανός τους συγκεκριμένους «άλλους».

Σε έρευνα που έγινε μόλις μέρες μετά την επίθεση το 28% παραδέχτηκε ότι έγινε «περισσότερο καχύποπτο» απέναντι σε ανθρώπους σκουρόχρωμου δέρματος που τους φαίνονταν ότι προέρχονται «από τη Μέση Ανατολή», χωρίς να προσδιοριστεί η χώρα προέλευσης. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι αυτό το ποσοστό ανέβηκε στο 36% έναν χρόνο αργότερα.

Παρά τις σημαντικές διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στους ψηφοφόρους των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών, είναι φανερό ότι το συντηρητικότερο κομμάτι της κοινωνίας υιοθέτησε ακόμα πιο ακραίες θέσεις. Σε έρευνα του 2021 το 72% των ψηφοφόρων των Ρεπουμπλικάνων υποστήριξε ότι το Ισλάμ είναι η θρησκεία που ενθαρρύνει τη βία περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη.

Το 2002, λίγους μήνες μετά τις επιθέσεις, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόνο 32% (για τους ψηφοφόρους των Δημοκρατικών ήταν μικρότερο, στο 23%). Είχε παίξει ρόλο τότε η σθεναρή καταδίκη των επιθέσεων από τα πιο επιφανή μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας των ΗΠΑ, αλλά και η ομιλία του προέδρου Μπους στο Ισλαμικό Κέντρο της Ουάσιγκτον, στην οποία ξεκαθάρισε ότι δεν θεωρούσε τη θρησκεία κίνητρο των τρομοκρατικών επιθέσεων. Οι διάδοχοί του, με εξαίρεση τον Ομπάμα, δεν προχώρησαν σε τέτοιου είδους δηλώσεις.