Σομαλία: Αδύναμη κόλλα στο αποτυχημένο κράτος των πειρατών
Ανανεώθηκε:
Χρειάστηκε να χάσουν τη ζωή τους 21 άνθρωποι και να τραυματιστούν 117 άλλοι για να θυμηθεί ο κόσμος και ο διεθνής Τύπος τη Σομαλία. Μια χώρα που βράζει εδώ και 30 χρόνια κι έχει στην ουσία εγκαταλειφθεί στη μοίρα της. Η επίθεση ισλαμιστών τρομοκρατών στο ξενοδοχείο Hyatt του Μογκαντίσου, πρωτεύουσας της χώρας, χτύπησε ένα μακάβριο καμπανάκι. Η φρίκη είναι εδώ, όσο κι αν προσπαθούν κάποιοι να την στριμώξουν κάτω από το χαλί.
Οι προσπάθειες να μπουν τα πράγματα σε μια σειρά σε μια χαώδη κατάσταση είναι όλο και πιο ασθενικές, και γι’ αυτό το λόγο όλο και λιγότερες. Ένα κράτος που βρίσκεται σε ένα από τα πιο καυτά γεωπολιτικά σημεία του πλανήτη, στο λεγόμενο Κέρας της Αφρικής, και ελέγχει μερικές από τις πιο πολυσύχναστες οδούς ναυσιπλοϊας, θεωρητικά πασχίζει για να βρει την ηρεμία του.
Στην πράξη, ταλανίζεται από προσωπικά και διεθνή συμφέροντα, που συνεχίζουν να κρατούν τον πληθυσμό στα πρόθυρα της πλήρους εξαθλίωσης και εξωθούν τους πιο απελπισμένους στον μοναδικό πατροπαράδοτο τρόπο διαφυγής από τη φτώχεια: την πειρατεία.
Τα τελευταία χρόνια, αυτά που η διεθνής κοινότητα έχει αποστρέψει το βλέμμα της από τη χώρα, οι Σομαλοί προσπαθούν να ενώσουν τα κομμάτια τους μέσω ομοσπονδιοποίησης. Τι οξύμωρο! Μια χώρα που εθνικά και θρησκευτικά δεν χρειάζεται να χωριστεί σε κομμάτια (το 85% είναι εθνικά Σομαλοί, που μιλούν την ίδια γλώσσα πάνω-κάτω, και το 99,8% μουσουλμάνοι σουνίτες) επέλεξε να χωριστεί στα πατροπαράδοτα σύνορα των διάφορων φατριών και φυλών που την κατοικούν. Με την ανοχή, αν όχι την υποστήριξη, διεθνών παραγόντων, που είτε βρίσκονται κοντά (Αιθοπία), είτε πιο μακριά (η Τουρκία του Ερντογάν).
Αυτή η λύση, η ομοσπονδία, είναι η μοναδική που βρέθηκε για να εμποδίσει τον διαμελισμό της χώρας, αφού οι βόρειες επαρχίες λειτουργούν εδώ και 30 χρόνια ως ένα ανεξάρτητο κράτος, το οποίο όμως δεν αναγνωρίζεται από κανέναν.
Μια δεύτερη Σομαλία εκτός της Σομαλίας
Αν πάμε το χρόνο πίσω, θα διαπιστώσουμε ότι η περιοχή που βρίσκεται σήμερα η Σομαλία μπορεί να είναι και από τα αρχαιότερα κατοικημένα μέρη του πλανήτη. Το σύγχρονο έθνος των Σομαλών, με τα τωρινά τους χαρακτηριστικά, άρχισε να οικοδομείται μετά τον 7ο αιώνα μ.Χ., όταν και στην περιοχή εξαπλώθηκε το ισλάμ από την γειτονική αραβική χερσόνησο.
Οι Σομαλοί μπορεί να έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά και να μιλάνε μια (αφροασιατική, κουσιτική) γλώσσα που καταλαβαίνουν σχεδόν όλες οι επιμέρους φυλές, αλλά έμειναν εξαρχής προσκολλημένοι στην έννοια της φυλής, της φατρίας. Αναγνωρίζουν τα κοινά τους, αλλά επιμένουν και στις διαφορές τους.
Σομαλοί δεν υπάρχουν μόνο στη Σομαλία, που σήμερα κατά τις εκτιμήσεις αριθμεί 19 εκατομμύρια κατοίκους.
Άλλα 11 εκατομμύρια ζουν στην νοτιοανατολική Αιθιοπία, σε μια διοικητική περιφέρεια που ονομάζεται «Περιοχή των Σομαλών» (Somali Region), όπου είναι πλειοψηφία 99%.
Άλλα 2,5 εκατομμύρια (μαζί με τους πρόσφυγες) βρίσκονται στην βορειοανατολική Κένυα, σε μια ιστορική επαρχία που ονομαζόταν «Βόρειο Συνοριακό Διαμέρισμα) (Northern Frontier District), στο οποίο πλειοψηφουν σε ποσοστό πάνω του 80%. Επίσης αποτελούν το 70% του πληθυσμού του Τζιμπουτί, ενός κράτους-λιμανιού, με το οποίο συνορεύει η χώρα τους στο βορρά.
Το γιατί όλοι αυτοί οι πληθυσμοί με την ίδια γλώσσα και θρησκεία και συγγενικά εθνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά δεν ενώθηκαν σ’ ένα κράτος δεν χρειάζονται μαντικές ικανότητες για να το αντιληφθεί κανείς: Διεθνή συμφέροντα, αποικιακά στην αρχή και γεωπολιτικά στη συνέχεια, τους άφησαν να βολοδέρνουν χωρισμένοι σε διαφορετικές χώρες, τόσο ώστε να μην μπορούν να κρατήσουν ενωμένη ούτε καν τη δική τους.
To αφιλόξενο περιβάλλον των σομαλικών ακτών (μόνο 1,64% της γης της Σομαλίας, που έχει έκταση πενταπλάσια από την Ελλάδα, είναι καλλιεργήσιμη) έστρεψε τους πληθυσμούς στη θάλασσα. Αλιεία, εμπόριο, αλλά και πειρατεία, είναι χαρακτηριστικά αυτής της περιοχής από αιώνες. Αρχίζοντας από τον 10ο αιώνα, στην περιοχή αναπτύχθηκαν κρατικές οντότητες (σουλτανάτα) σε διάφορες παράκτιες περιοχές, συνήθως ένα μεγάλο εμπορικό λιμάνι και λίγη ενδοχώρα.
Αυτές οι εμπορικές πόλεις-κράτη ήταν ανταγωνίστριες, συχνά πολεμούσαν μεταξύ τους. Το εμπόριο, όμως, άνθιζε και η πειρατεία εξαπλωνόταν. Η Αραβική θάλασσα ανέκαθεν ήταν γεμάτη από εμπορικά πλοία και τα σομαλικά λιμάνια βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση για να υποδεχτούν εμπορεύματα (από κάθε λογής υλικό αγαθό μέχρι και σκλάβους) και πειρατικές λείες. Τζιμπουτί, Μπέρμπερα, Μποσάσο, Μογκαντίσου, Κισμάγιου, λιμάνια με εξωτικά ονόματα και κατά περιόδους εξαιρετικό πλούτο.
Ποτέ, όμως, κανείς από τους σουλτάνους-πολέμαρχους δεν κατάφερε να ενώσει όλους τους σομαλικούς πληθυσμούς σε ένα κράτος. Ακόμα και την πρώιμη αποικιακή περίοδο παρέμειναν διαιρεμένοι σε τουλάχιστον τέσσερα διαφορετικά σουλτανάτα, με διαφορετική δύναμη και διαπραγματευτική ικανότητα το καθένα.
Ο «καυγάς» για τη Σομαλία και τα τέσσερα κομμάτια
H περίοδος στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα, που οι ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις αποφάσισαν να μοιράσουν μεταξύ τους όλη την Αφρική, έχει καθιερωθεί να ονομάζεται διεθνώς Scramble for Africa.
Το scramble σημαίνει και «διαμάχη», «καυγάς», αλλά και «ανακατεύω», «σκαρφαλώνω».
Η σύγχρονη ιστορία της Σομαλίας είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι συνέβη σε όλη την ήπειρο, μάλιστα όχι μόνο από ξένους αποικιοκράτες, αλλά και από εγχώριους.
Βρετανοί και Γάλλοι είχαν ήδη αποκτήσει επαφές με τους σουλτάνους της περιοχής και τις ενίσχυσαν, ειδικά όταν είδαν ότι η γεωστρατηγική των σομαλικών ακτών θα γίνει ακόμα σπουδαιότερη μετά το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ (1869). Ήδη από το 1862 οι προνοητικοί Γάλλοι είχαν αγοράσει από τον σουλτάνο του Αφάρ το λιμάνι του Ομπόκ στο σημερινό Τζιμπουτί, αλλά γρήγορα επεκτάθηκαν και στο ίδιο το λιμάνι του Τζιμπουτί μέσω συμφωνίας με την σομαλική φατρία των Ισάκ, που διαφέντευε το ομώνυμο ισχυρό σουλτανάτο.
Από το 1879 ο Αιθίοπας αυτοκράτορας Μενελίκ με συνεχείς εκστρατείες προς το νότο κατάφερε να διαμορφώσει τα σύνορα του κράτους του σχεδόν όπως είναι σήμερα. Την δεκαετία του 1880-1890 κατέλαβε τη Χαράρ και τη Γκόμπα, τις δύο ισχυρότερες πόλεις με σομαλική πλειοψηφία στην ενδοχώρα και τις έκανε επαρχίες της αυτοκρατορίας του.
Το 1884, αμέσως μετά την διαβόητη πλέον Διάσκεψη του Βερολίνου (εκεί που χωρίστηκε η Αφρική με γραμμές στους χάρτες), οι Βρετανοί αποφάσισαν να παρέμβουν και στην άλλη πλευρά των ακτών της Αραβικής θάλασσας (είχαν ήδη υπό τον έλεγχό τους το Άντεν και όλη την περιοχή της νότιας Υεμένης). Έκαναν συμφωνίες με σουλτάνους και τοπικούς φύλαρχους και ανακήρυξαν το προτεκτοράτο της Σομαλιλάνδης, που αντιστοιχεία στο βόρειο τμήμα της σημερινής Σομαλίας. Παράλληλα από την αποικία τους στην Κένυα επεκτάθηκαν στο βορρά, στις σομαλικές περιοχές που ονομάζονταν Τζούμπα.
Βεβαίως οι επεκτάσεις αυτές δεν γίνονταν δίχως αντίσταση. Υπήρξαν πολλές μάχες και τα βρετανικά στρατεύματα βρέθηκαν πολλές φορές σε δύσκολη θέση. Η περιοχή υποτάχθηκε μόνο τη δεκαετία του 1920, όταν μπήκε στο παιχνίδι η αεροπορία, κάτι που οι σομαλικές φυλές δεν μπορούσαν με τίποτα να αντιμετωπίσουν.
Τελευταίοι χρονικά έφτασαν οι Ιταλοί, που έσπευσαν να πάρουν το κεντρικό κομμάτι της σημερινής Σομαλίας με συμφωνίες προστασίας που έκλεισαν με τα σουλτανάτα της περιοχής (Χιράαμπ, Ματζερτίν, Χόμπιο, Γκελέντι). Η περιοχή ονομάστηκε Ιταλική Σομαλία με γενική διοίκηση ήδη από το 1889. Το 1925, ως ανταμοιβή της βοήθειάς της στην Αντάντ στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιταλία πήρε από τη Βρετανία και τις βόρειες επαρχίες της Τζούμπα.
Έτσι, λοιπόν, η γη με σομαλικούς πληθυσμούς βρέθηκε κάτω από τέσσερις διαφορετικούς αφέντες.
Από την ανεξαρτησία στο πραξικόπημα
Στα επόμενα χρόνια η περιοχή γνώρισε ακόμα περισσότερες αλλαγές. Η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι επιτέθηκε στην Αιθιοπία και την έθεσε υπό τον έλεγχό της για πέντε χρόνια μόνο (1936-1941), έτσι η ιταλική και η αιθιοπική Σομαλία ενώθηκαν σε μία διοικητική μονάδα. Οι Ιταλοί επιτέθηκαν και κατά της βρετανικής Σομαλιλάνδης, αλλά με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Βρετανοί και Αιθίοπες αντεπιτέθηκαν κι έδιωξαν τους Ιταλούς. Με απόφαση, πάντως, του ΟΗΕ το 1948 η Ιταλία κράτησε την κυριαρχία επί της παράκτιας Σομαλίας, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα άνοιγε το δρόμο για την ανεξαρτησία της περιοχής. Οι Βρετανοί όχι μόνο συμφώνησαν, αλλά αποφάσισαν να αναπτύξουν και το δικό τους κομμάτι (της Σομαλιλάνδης) ώστε το ιταλικό και το βρετανικό κομμάτι να ενωθούν σε ένα κράτος.
Η αιθιοπική περιοχπή, που είχε καταληφθεί προσωρινά από τους Βρετανούς, επιστράφηκε στην Αιθιοπία, παρά τις αντιρρήσεις των Σομαλών της περιοχής. Το γαλλικό Τζιμπουτί (που τότε λεγόταν Γαλλικό έδαφος των Αφάρ και Ισά) αποφάσισε, μέσω δημοψηφίσματος, να μην συμπεριληφθεί στο μελλοντικό σομαλικό κράτος, αλλά να παραμείνει κομμάτι της Γαλλίας. (Τελικά, μετά από δύο αποτυχημένα δημοψηφίσματα, στο τρίτο κατά σειρά το 1977 το Τζιμπουτί έγινε ανεξάρτητο κράτος).
Η βρετανική Σομαλιλάνδη κέρδισε την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία την 1η Ιουλίου 1960. Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα (20 Ιουλίου 1961) το ιταλικό κομμάτι αποφάσισε μέσω δημοψηφίσματος να ενωθεί με την ανεξάρτητη Σομαλία. Ο διαχωρισμός, όμως, όπως αποδείχτηκε μόνο τεχνητός δεν ήταν, παρ’ ότι έγιναν προσπάθειες να μπουν σε κυβερνητικά πόστα πολιτικοί και ηγέτες και από τα δύο κομμάτια. Οι φατρίες και οι τοπικές διαμάχες βγήκαν πάλι στην επιφάνεια και η, ούτως ή άλλως, εύθραυστη δημοκρατία δεν μπορούσε να λειτουργήσει.
Στις 15 Οκτωβρίου 1969 ο τότε πρόεδρος Αμπντιρασίντ Αλί Σερμάκε δολοφονήθηκε από έναν σωματοφύλακά του. Μετά από λίγες ημέρες έγινε στρατιωτικό πραξικόπημα, με επικεφαλής τον στρατάρχη Μοχάμεντ Σίαντ Μπάρε, από το νότο της χώρας.
Στα 22 χρόνια που βρέθηκε στο τιμόνι της Σομαλίας (1969-1991) ο αριστερών πεποιθήσεων Μπάρε προσπάθσε να ενώσει δύο πράγματα που συμπεριφέρονται όπως το νερό με το λάδι: τον μαρξισμό και τον ισλαμισμό. Αντίθετα, δεν έκανε καμία προσπάθεια να ενώσει τη χώρα, ευνοώντας όλο και περισσότερο πρόσωπα της δικής του φατρίας και του νότου και απομακρύνοντας τους «βόρειους». Ο τρόπος που βρήκε για να οικοδομήσει μια υποτυπώδη εθνική συνείδηση ήταν ο γνωστός: Το 1977 κήρυξε τον πόλεμο στην Αιθιοπία για να καταλάβει τις περιοχές με σομαλική πλειοψηφία. Στην αρχή τα πήγε πολύ καλά, όλη η αιθιοπική περιοχή του Ογκάντεν περιήλθε υπό την κατοχή του. Όταν, όμως, οι Αιθίοπες (με αθρόα σοβιετική και κουβανική υποστήριξη) αντεπιτέθηκαν, τον έδιωξαν και τον τσάκισαν, αποφάσισε να βάλει το δίσκο ανάποδα, προσεγγίζοντας της ΗΠΑ.
Το καθεστώς του είχε ήδη αρχίσει να γίνεται αντιδημοφιλές, ακόμα και στις φυλές που ένιωθαν συγγενείς μαζί του. Διάφορες ένοπλες οργανώσεις σε πολλές περιοχές της χώρας (αλλά κυρίως στο βορρά) άρχισαν να αμφισβητούν την εξουσία του, με συνέπεια πολύ πιο αυταρχικές κυβερνητικές αντιδράσεις. Ακρότητες υπήρξαν και από τις δύο πλευρές. Ο Μπάρε αποκαθηλώθηκε το 1991, μη μπορώντας να αντέξει τις (συντονισμένες πια) αντάρτικες επιθέσεις, που είχαν την υποστήριξη και της Αιθιοπίας και της Λιβύης του Καντάφι.
Αντίο λόγω του “Black Hawk”
Από εκείνο το σημείο και για περισσότερα από 30 χρόνια η Σομαλία χαρακτηρίζεται διεθνώς ως “failed state” (αποτυχημένο κράτος). Ο χαρακτηρισμός είναι και οικονομικός και διπλωματικός, και περιγράφει ένα κράτος που δεν μπορεί στην ουσία να λειτουργήσει σαν κράτος.
Το 1992 η φατρία των Ισάκ στο βορρά, μια από τις πιο πολυπληθείς μέσα στους Σομαλούς, αποφάσισε να διαχωρίσει τη θέση της. Οι πέντε βόρειες επαρχίες, όπου πλειοψηφούν οι Ισάκ και ως το 1960 αποτελούσαν το βρετανικό προτεκτοράτο, ανακήρυξαν μονομερώς την ανεξαρτησία τους με την ονομασία «Δημοκρατία της Σομαλιλάνδης». Όλα αυτά τα χρόνια η περιοχή, παρά την πρωτοφανή διεθνή απομόνωση, δείχνει να λειτουργεί. Καμία, όμως, από τις χώρες-μέλη του ΟΗΕ δεν της προσφέρει αναγνώριση. Αν το έκαναν, θα άνοιγαν τον ασκό του Αιόλου για περαιτέρω διαμελισμό. Το υπόλοιπο τμήμα της Σομαλίας έπεσε στα χέρια τοπικών φυλάρχων και πολέμαρχων, που διεύρυναν την τοπική τους εξουσία ως εκεί που έφταναν τα όπλα και οι μαχητές τους.
Οι διεθνείς οργανισμοί (ΟΗΕ, Οργανισμός Αφρικανικής Ενότητας κτλ.) έκαναν μια πρώτη προσπάθεια να κρατήσουν τη χώρα ενωμένη. Χιλιάδες στρατιώτες του ΟΗΕ (όχι μόνο Αμερικάνοι, αλλά και Βέλγοι, Καναδοί, Αυστραλοί, Νορβηγοί κτλ.) έφτασαν στη χώρα για να διατηρήσουν την ειρήνη. Μετά από λίγο καιρό κατηγορήθηκαν ευθέως για ακρότητες εναντίον του τοπικού πληθυσμού. Σε μια φωτογραφία που έγινε σύμβολο, δύο Βέλγοι στρατιώτες εμφανίζονταν να κρατούν μετέωρο ένα μικρό παιδί πάνω από μια αναμμένη φωτιά και να το βασανίζουν, ως τιμωρία για μια μικρή κλοπή.
Ο σημαντικότερος από τους πολέμαρχους της εποχής, ο Μοχάμεντ Φαράχ Αϊντίντ, απαίτησε την αποχώρηση όλων των ειρηνευτικών στρατευμάτων. Αλλά δεν σταμάτησε εκεί. Δήλωσε ότι οποιαδήποτε πράξη του ΟΗΕ στην περιοχή θα θεωρείται εχθρική ενέργεια. Στην ουσία κήρυξε τον πόλεμο στον ΟΗΕ, κάτι πρωτοφανές στα χρονικά του Οργανισμού.
Ο ΟΗΕ αποφάσισε να αποχωρήσει, μη ρισκάροντας μεγαλύτερες απώλειες σ’ έναν πόλεμο που δεν επεδίωξε. Μια προσπάθεια των Αμερικάνων να ηγηθούν της ειρηνευτικής δύναμης είχε επίσης άδοξο τέλος μετά από λίγους μήνες. Οι ΗΠΑ τα μάζεψαν και έφυγαν, ειδικά μετά το φιάσκο της επιχείρησης σύλληψης του Αϊντίντ το 1993.
Ένα ελικόπτερο Black Hawk που μετέφερε πεζοναύτες (με αποστολή να εξουδετερώσουν τον πολέμαρχο) καταρρίφθηκε από τους Σομαλούς με ρουκέτα και το γεγονός προκάλεσε αληθινό πόλεμο μεταξύ Αμερικάνων και Σομαλών στο Μογκαντίσου.
Ο πιλότος του ελικοπτέρου Μάικλ Ντούραντ συνελήφθη αιχμάλωτος και απελευθερώθηκε μετά από 11 ημέρες, μετά από τη ρητή δέσμευση του τότε Αμερικάνου προέδρου Μπιλ Κλίντον να αποσύρει όλα τα στρατεύματα από τη Σομαλία.
Όλη η ιστορία έγινε το 2001 και κινηματογραφική ταινία (“Black Hawk Down») σε σκηνοθεσία του Ρίντλεϊ Σκοτ και πήρε δύο Όσκαρ.
Αδύναμη η κόλλα, υπερέχει η καχυποψία
Από τότε μέχρι σήμερα η Σομαλία έχει γνωρίσει πολλές προσπάθειες συγκόλλησης, με διαφορετικούς πάτρονες, διαφορετικά συμφέροντα και, προφανώς, πενιχρά αποτελέσματα. Από το 1993 η κυβέρνηση της χώρας, που αναγνωρίζεται διεθνώς, έχει αλλάξει 17 διαφορετικά πρόσωπα σε θέσεις προέδρων ή πρωθυπουργών, και ο έλεγχος που ασκούσε τις περισσότερες φορές δεν επεκτεινόταν πέραν των κυβερνητικών κτιρίων, όπου υποτίθεται ότι παίρνουν τις αποφάσεις τους. Από το 2008 και μετά, με την υποστήριξη στρατού από την Κένια και την Αιθιοπία, η κυβέρνηση απέκτησε σταδιακά τον έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος της χώρας.
Οι αντάρτικες ομάδες είναι ποικίλων ειδών, αλλά η Αλ Σαμπάμπ, που ευθύνεται και για την πολύνεκρη βομβιστική επίθεση στο ξενοδοχείο, εξελίχθηκε σε πρωταγωνίστρια. Αλ Σαμπάμπ σημαίνει «νεολαία» στα αραβικά, το πλήρες όνομα της οργάνωσης είναι «Νεανικό Κίνημα των μουτζαχεντίν», και προφανώς έχει επαφές με ισλαμιστικές οργανώσεις ανά τον κόσμο, όπως η Αλ Κάιντα στο Μαγκρέμπ και το Μπόκο Χαράμ της Νιγηρίας. Οι νεολαίοι της Αλ Σαμπάμπ εχθρεύονται την κυβέρνηση, που τη θεωρούν μαριονέτα διεθνών συμφερόντων και περισσότερο της Αιθιοπίας.
Η διαδικασία της συγκόλλησης είναι πολύ αργή, λόγω της καχυποψίας απ’ όλα τα μέρη. Πέρα από το βόρειο τμήμα (Σομαλιλάνδη), που συνεχίζει να λειτουργεί αυτόνομα και δεν δείχνει διάθεση να μπει σ’ ένα μελλοντικό ομοσπονδιακό σχήμα, η χώρα χωρίζεται σε πέντε κομμάτια (Γκαλμουντούγκ, Χιρσαμπέλε, Τζούμπαλαντ, Πούντλαντ και Νοτιοανατολική Σομαλία), που αντιστοιχούν λίγο πολύ στα σύνορα των ανεξάρτητων ή ημιανεξάρτητων περιοχών πριν την εποχή της αποικιοκρατίας. Αυτό δίνει την αίσθηση μιας εντοπιότητας και κολακεύει τους τοπικούς άρχοντες, αλλά κρατάει και τη χώρα ενωμένη, τουλάχιστον στα χαρτιά.
Μια υποτυπώδης οικονομική σταθερότητα που πάει να δημιουργηθεί οφείλεται εν πολλοίς και στην είσοδο της Τουρκίας. Το 2011 ο Ερντογάν αποφάσισε να δείξει τη μουσουλμανική του αλληλεγγύη προσφέροντας δωρεάν τρόφιμα για να ανακουφίσει τον πληθυσμό από τον λιμό. Ακολούθησαν ιδιωτικές εταιρίες (Favori LLC, Albayrak Group) που πήραν τον έλεγχο του λιμανικού του Μογκαντίσου και του αεροδρομοίου της πρωτεύουσας. Οι τζίροι ανέβηκαν, αλλά ολοένα και περισσότερο βγαίνουν στο φως κατηγορίες εναντίον των τουρκικών εταιρειών, που αφορούν από δωροδοκίες μέχρι ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Ξέχωρα από την εξαιρετικά στρατηγική της θέση, η Σομαλία έχει επιβεβαιωμένα κοιτάσματα φυσικού αερίου, ουρανίου και άλλων ορυκτών, τα οποία θα μπορούσαν να βελτιώσουν δραματικά τη ζωή των κατοίκων, αλλά μένουν ανεκμετάλλευτα. Αντίθετα, η εξαθλίωση είναι πια απόλυτη. Η χώρα βρίσκεται στην 222η θέση ανάμεσα σε 226 χώρες και επικράτειες του πλανήτη στο κατά κεφαλήν εισόδημα. Αυτό έσπρωξε ακόμα περισσότερους προς την πειρατεία. Είναι γνωστές πια οι ιστορίες σομαλικών πειρατικών ομάδων, που δεν διστάζουν να επιτεθούν και να καταλάβουν μέχρι και τεράστια δεξαμενόπλοια, τα οποία στη συνέχεια απελευθερώνουν απαιτώντας τεράστια λύτρα.
Στην προσπάθειά τους να βρουν κάτι θετικό μέσα στην τραγωδία, οι διεθνείς διπλωματικοί αναλυτές είδαν την επίθεση της Αλ Σαμπάμπ στο ξενοδοχείο και από ένα άλλο πρίσμα. Η οργάνωση, λέει, έχει αποδεχτεί ότι δεν διαθέτει πια στρατιωτική δύναμη κρούσης και μπορεί να λειτουργήσει μόνο με τυχαία τρομοκρατικά χτυπήματα, άρα έχει εξασθενήσει πολύ. Πόση παρηγοριά, όμως, μπορεί να αισθανθεί κάποιος από αυτή την εκτίμηση, τη στιγμή που τόσοι άνθρωποι σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν;
Το πόσο αυτή η επίθεση είναι ένας από τους επιθανάτιους ρόγχους ή η αρχή ενός νέου και πιο βίαιου κύκλου αίματος, μένει να αποδειχτεί στο άμεσο μέλλον.