Αμπντουλχαμίντ: Σουλτάνος ίνδαλμα του Ερντογάν που έγινε γεωτρύπανο - Η σχέση του με τη Θεσσαλονίκη
Η Τουρκία έδωσε στα τρία πρώτα πλωτά γεωτρύπανα που απέκτησε προηγουμένως τα ονόματα τριών μεγάλων σουλτάνων, οι οποίοι με τη δράση τους σφράγισαν τη λεγόμενη «Περίοδο Ανόδου» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1453 (δηλαδή την Άλωση της Κωνσταντινούπολης) μέχρι το 1574.
Το πρώτο γεωτρύπανο ονομάστηκε «Φατίχ» δηλαδή Πορθητής, που ήταν το προσωνύμιο του Μωάμεθ Β’ που άλωσε την Πόλη. Ακολούθησε το «Γιαβούζ», προσωνύμιο και αυτό του διαδόχου του Σελίμ του Α’, ο οποίος ακολούθησε μία πολιτική στραμμένη προς Ανατολάς με κατακτήσεις στον ισλαμικό κόσμο. Το τρίτο γεωτρύπανο ήταν το «Κανουνί», ο νομοθέτης δηλαδή, που ήταν ο τίτλος του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και ο οποίος, σε αντίθεη με τον προκάτοχό του, στράφηκε κυρίως στη Δύση, έφθασε μέχρι τις πύλες της Βιέννης, εδραιώνοντας το οθωμανικό κράτος (και) ως μία ευρωπαϊκή αυτοκρατορία.
Σε αντίθεση με τους τρεις σουλτάνους της ακμής, την εποχή που τα σύνορα του οθωμανικού κράτους εκτείνονταν από την Αραβία μέχρι τη Βιέννη και από το Μαγκρέμπ μέχρι τον Καύκασο, ο Ερντογάν έδωσε στο τέταρτο και πιο σύγχρονο πλωτό γεωτρύπανο της Τουρκίας το όνομα ενός σουλτάνου που η μακρόχρονη και δεσποτική εξουσία του σημαδεύτηκε από την απώλεια μεγάλων εκτάσεων της άλλοτε κραταιάς αυτοκρατορίας.
Ο Αμπντουλχαμίντ Β’ ήταν ο μακροβιότερος σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παρέμεινε στην εξουσία 33 χρόνια, από το 1876 μέχρι το 1909, μία περίοδος με έντονες πολιτικές και ιδεολογικές διεργασίες, που ακόμη και σήμερα διχάζουν τη σύγχρονη τουρκική κοινωνία.
Οι εκλεκτικές συγγένειες από τον Αμπντουλχαμίντ στον Ερντογάν
Ο Αμπντουλχαμίντ Β’, παρά τις αρχικές του προθέσεις για την εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την αγάπη του για τις τέχνες και τα σημαντικά άλματα που έκανε για τον εκσυγχρονισμό του κράτους, της οικονομίας και της εκπαίδευσης, κατέληξε να μνημονεύεται για το δεσποτικό καθεστώς που τελικά εγκαθίδρυσε και το θρησκευτικό αναχρονισμό που τον χαρακτήριζε.
Οι ιδεολογικοί απόγονοί του είναι σήμερα οι ισλαμιστές της Τουρκίας, με κύριο εκφραστή το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), με τον ίδιο τον πρόεδρο Ερντογάν να διακηρύσσει σε κάθε ευκαιρία τον θαυμασμό του για το έργο και την πολιτεία του βαθιά θρησκευόμενου Αμπντουλχαμίντ.
Συμπεριφορές της κυρίαρχης σήμερα πολιτικής τάξης στην Τουρκία παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες με την περίοδο εκείνη, ενώ η αντιπαλότητά τους με τους κεμαλιστές θυμίζει τη σύγκρουση του Αμπντουλχαμίντ με τους Νεότουρκους.
Από την άλλη, στο αντίπαλο στρατόπεδο των κεμαλιστών είναι εμφανής η ιεδολογική συγγένεια με τους Νεότουρκους της Ένωσης και Προόδου της εποχής εκείνης, με κύρια χαρακτηριστικά τον εθνικισμό και τον μιλιταρισμό. Μάλιστα, οι κεμαλιστές υιοθετούν τον ίδιο όρο «istibdad» (περίοδος τυρρανίας), που χρησιμοποιούσαν οι Νεότουρκοι για να χαρακτηρίσουν την περίοδο του Αμπντουλχαμίντ.
Ο δεσποτικός σουλτάνος με τις αντιφάσεις
Γιος του σουλτάνου Αμπντουλμετζίτ Α’, ο Αμπντουλχαμίντ ανήλθε στο θρόνο μετά την εκθρόνιση του διαταραγμένου ψυχικά αδελφού του, Μουράτ Ε', στις 31 Αυγούστου 1876, υποσχόμενος στον πανίσχυρο πολιτικό της εποχής, Μιτάτ Πασά, την ανακήρυξη κοινοβουλευτικού καθεστώτος (Μεσρουτιέτ) και την υιοθέτηση Συντάγματος. Έτσι, δημοσίευσε το πρώτο οθωμανικό Σύνταγμα στις 23 Δεκεμβρίου 1876, κυρίως για να αποτρέψει την ξένη επέμβαση, σε μία εποχή που η άγρια καταστολή της βουλγαρικής εξέγερσης από τους Τούρκους και οι οθωμανικές επιτυχίες στη Σερβία και το Μαυροβούνιο είχαν προκαλέσει την αγανάκτηση των δυτικών δυνάμεων και της Ρωσίας.
Έπειτα από έναν καταστροφικό πόλεμο με τη Ρωσία (1877) και τη Συνθήκη του Βερολίνου που ακολούθησε, με την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε σημαντικά εδάφη στη Βαλκανική, ο Αμπντουλχαμίντ ήταν πλέον πεπεισμένος ότι δεν μπορούσε να στηρίζεται στις δυτικές δυνάμεις χωρίς την ανάμειξή τους στις οθωμανικές υποθέσεις. Διέλυσε τη Βουλή και ανέστειλε το Σύνταγμα. Στη συνέχεια, κυβέρνησε επί 30 χρόνια απομονωμένος στο ανάκτορο τού Γιλδίζ, στις όχθες του Βοσπόρου, με φόβους και εμμονές που συχνά άγγιζαν τα όρια της παράνοιας, εγκαθιδρύοντας ένα καθεστώς σκληρής καταστολής, δημιούργησε ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριοδοτών σε ολόκληρη την επικράτεια και για το σκοπό αυτό μάλιστα κατασκεύασε ένα διευρυμένο τηλεγραφικό δίκτυο, το οποίο αποτέλεσε τεχνολογικό άλμα για την εποχή του, προκειμένου να έχει συνεχή πληροφόρηση για τη δράση των εχθρών του στην αχανή αυτοκρατορία. Παρά την ανάπτυξη της τυπογραφίας άσκησε σκληρότατη λογοκρισία, ενώ φυλάκισε ή έστειλε στην εξορία χιλιάδες πολιτικούς του αντιπάλους με συχνά ανυπόστατες κατηγορίες.
Μετά τη γαλλική κατοχή της Τυνησίας (1881) και την επικράτηση των Βρετανών στην Αίγυπτο (1882), ο Αμντουλχαμίντ προσέγγισε τους Γερμανούς. Με τη βοήθειά τους κατασκευάστηκε το 1899 ο σιδηρόδρομος που ένωνε την Κωνσταντινούπολη με τη Βαγδάτη.
Την ίδια περίπου περίοδο, το 1894, έγινε η πρώτη μεγάλη αιματηρή καταστολή της εξέγερσης των Αρμενίων, δημιουργήθηκε το 1898 η Κρητική Πολιτεία η οποία αποσπάστηκε ουσιαστικά από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και έλαβε χώρα ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 προκαλώντας για άλλη μια φορά την ευρωπαϊκή επέμβαση.
Παρά τις καταστροφικές περιπέτειες του στο εξωτερικό και το άκρως καταπιεστικό καθεστώς στο εσωτερικό, ο Αμπντουλχαμίτ θεωρείται ένας μεταρρυθμιστής σουλτάνος, ο οποίος προσπάθησε να εκσυγχρονίσει την παραπαίουσα αυτοκρατορία με εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις: Ίδρυσε 18 επαγγελματικές σχολές, το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης (1900), ένα δίκτυο δευτεροβάθμιων, πρωτοβάθμιων και στρατιωτικών σχολείων σε όλη την αυτοκρατορία, αναδιοργανώθηκε το υπουργείο Δικαιοσύνης, αναπτύχθηκαν σιδηροδρομικά και τηλεγραφικά συστήματα κι έγινε προσπάθεια εκβιομηχάνισης της οικονομίας.
Ωστόσο, η δυσαρέσκεια για τη δεσποτική εξουσία και τις εδαφικές απώλειες στα Βαλκάνια, την αρμενική εξέγερση και οι αλλεπάλληλες επεμβάσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων οδήγησαν στη στρατιωτική Επανάσταση των Νεότουρκων της «Ένωσης και Προόδου» το 1908, εξαιτίας της οποίας ο Αμπντουλχαμίντ αναγκάστηκε να ανακηρύξει για δεύτερη φορά κοινοβουλευτικό καθεστώς (Β’ Περίοδος Μεσρουτιγέτ) και να επαναφέρει το Σύνταγμα.
Το κίνημα των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη και η εξορία στη Βίλλα Αλλατίνι
Το 1909, στις 31 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο, εκδηλώθηκε στην Κωνσταντινούπολη αντιπραξικόπημα από αντιδραστικά τμήματα του στρατού, που υποστηρίχθηκαν από φανατικούς ουλεμάδες, που έβλεπαν τους εκσυγχρονιστές της Ένωσης και Προόδου ως εχθρούς του Ισλάμ.
Εισέβαλαν στη Βουλή και τη διέλυσαν και προέβησαν σε σφαγές προοδευτικών αξιωματικών και βουλευτών στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης. Η απάντηση των Νεότουρκων ήταν άμεση. Συγκέντρωσαν στη Θεσσαλονίκη -η πόλη ήταν το βασικό κέντρο ισχύος της Ένωσης και Προόδου- τμήματα της 3ης Στρατιάς που τα έστειλαν στην πρωτεύουσα για να καταστείλουν την εξέγερση, όπερ και εγένετο.
Ο Αμπντουλχαμίντ αποπέμφθηκε από τους Νεότουρκους με απόφαση της Βουλής και ανακηρύχθηκε σουλτάνος ο αδελφός του Μεχμέτ Ε’.
Μετά την καθαίρεσή του, μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου έμεινε σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Βίλλα Αλλατίνι επί τρία χρόνια, μέχρι το 1912 και την είσοδο του ελληνικού στρατού στην πόλη στους Βαλκανικούς Πολέμους. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στο ανάκτορο του Μπεϊλέρμπεϊ στο Βόσπορο, όπου πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στις 10 Φεβρουαρίου του 1918, λίγους μήνες πριν τη συνθηκολόγηση του Μούδρου και τη λήξη με ολοκληρωτική ήττα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.