FOCUS

Η Ολίβια Νιούτον Τζον πήρε μαζί της τη χαμένη αθωότητα των boomers

Όταν βγήκε στους κινηματογράφους η ταινία Grease, το 1978, ήμουν μόλις 12 ετών, do the math, δεν είμαι μπούμερ, αλλά ιδρυτικό μέλος της περιβόητης Generation-X.

Οι μπούμερ ονομάστηκαν έτσι επειδή γεννήθηκαν μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν όλα ήταν όμορφα, φωτεινά και αισιόδοξα κι ο κόσμος έκανε παιδιά με το τσουβάλι, αγόραζε σπίτια, εξοχικά και αυτοκίνητα με τεράστια ευκολία, οι γυναίκες κάθονταν σπίτι και έφτιαχναν ολημερίς φαγητά, νύχια και μαλλί-λάχανο και οι άντρες ήταν ΟΛΟΙ στελέχη σε μεγάλες εταιρίες.

Ο κόσμος των μπούμερ ήταν καλυμμένος από ένα τεράστιο ροζ συννεφάκι· αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι ο πλανήτης ήταν ένα απέραντο πυρηνικό ναρκοπέδιο και 2-3 τύποι ήταν με το δάχτυλο στο κουμπί, όλα τα άλλα ήταν μόνο καλά. Δεν είχαν κι άδικο: Οι γονείς τους είχαν επιβιώσει δύο παγκοσμίων πολέμων. Πόσες πιθανότητες έχεις να σου συμβεί αυτό;

Οι μπούμερ είναι οι γονείς μας, που με τη σειρά τους έφεραν στον κόσμο την γενιά-μυστήριο, τη γενιά «Χ». Αποπροσανατολισμένη και χωρίς πυξίδα, η Gen-X, μεγάλωσε με ταινίες όπως το Grease, με την πεποίθηση ότι η ζωή είναι ένα πολύ όμορφο, ρομαντικό και πανεύκολο πράγμα και μέσα σε λίγα χρόνια έπεσε με φόρα και κρότο από το συννεφάκι των γονιών της, δημιουργώντας αν θέλετε την άποψή μου, αυτό που είναι ο σύγχρονος κόσμος.

Στην εποχή που η Ολίβια Νιούτον Τζον ερωτευόταν με τον Τζον Τραβόλτα στο Grease, ο κόσμος ήταν ήδη ένα δύσκολο και σκληρό μέρος, αλλά αρνούμασταν συλλογικά να το δούμε.

Αντίδοτο στο Βιετνάμ, στις φυλετικές συγκρούσεις και τη ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας, μια κοπελίτσα με τουτού φουστίτσες και λαμπερό χαμόγελο, έκλαιγε στην αγκαλιά των φιλενάδων της επειδή το «σκληρό» αγόρι με τη μπριγιαντίνη στα μαλλιά, της έκανε το δύσκολο.

Στα 12 μπορεί και να πίστευες ότι όλη κι όλη η δυστυχία στον κόσμο ήταν αυτή: Να μην σε θέλει το αγόρι, το οποίο όμως τελικά υποκύπτει και όχι μόνο σε θέλει, αλλά έρχεται και γονυπετής να σου πει να «τα φτιάξετε».

Happy End.

Σχεδόν...

Και μετά ήρθαν τα 80s

Την ίδια εποχή που στην Αμερική γινόντουσαν όλα αυτά, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού η Βρετανία έβραζε και οι παράξενοι αυτοί Άγγλοι, εν πολλοίς γύρισαν το παιχνίδι εντελώς τούμπα.

Αδιάφοροι στο «πρέπει» οι πανκ βγήκαν στα τέλη της δεκαετίας του '70 από το σύστημα και στάθηκαν απέναντί του με έναν τρόπο που κανείς μέχρι τότε δεν το είχε κάνει: Κανείς δεν είχε σκεφτεί ποτέ ότι μπορεί να βρίζει ανοιχτά τη βασίλισσα και να πουλάει εκατομμύρια δίσκους, μέχρι που το έκαναν οι Sex Pistols.

Οι ΗΠΑ τσίμπησαν το que αμέσως, αν και όχι τόσο ανοιχτά: Η μεγάλη διαφορά ήταν τα χρήματα. Οι Βρετανοί αντέδρασαν στα οικονομικά δεδομένα μαζικά, οι Αμερικάνοι συνέχισαν να ζουν το μεσοαστικό όνειρο, άσχετο αν αυτό περιοριζόταν σε πολύ συγκεκριμένες ομάδες, φυλετικά, τοπικά και κοινωνικά.

Οι λαμπερές διαφημίσεις εξακολουθούσαν να προβάλλουν την εικόνα της απόλυτης ευημερίας και ευτυχίας, ο κινηματογράφος έβγαζε Footloose, Flashdance και Fame με το σωρό, όμως ήδη κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει.

Κι αυτό το κάτι ήταν ο θυμός μιας γενιάς που περίμενε τη σειρά της να βγεί στο προσκήνιο και να πει τα πράγματα με το δικό της τρόπο. Μεγαλύτεροι σε ηλικία πλέον, αλλά όχι ακόμη έτοιμοι να πουν το δικό τους «ποίημα», οι Gen-X άρχισαν να βλέπουν «Αποκάλυψη Τώρα» και «Κριστιάν Φ.», να διαβάζουν Μπρετ Ίστον Έλις και να βλέπουν την αλήθεια:

Ο κόσμος τελικά δεν ήταν ένα τόσο ωραίο μέρος για να ζεις και κάτι θα έπρεπε να αλλάξει. Θα μπορούσαν να το αλλάξουν εκείνοι;

«Κοιτώντας τα τρένα»

Αν υπάρχει μια ταινία που χαρακτηρίζει τη δική μου γενιά, αυτή είναι το Trainspotting του 1996. Χαμένοι στα ναρκωτικά, τα αδιέξοδα και τη φτώχεια: Αυτή ήταν οι νέοι της Gen-X σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό που θα ήθελαν ακόμη και οι ίδιοι να παραδεχτούν ή να θυμούνται σήμερα.

Η αθωότητα είχε χαθεί οριστικά και δεν επρόκειτο να ξαναβρεθεί ποτέ, σήμερα τα παιδιά μου και τα παιδιά σας είναι τόσο κυνικά που συχνά σε σοκάρουν.

Τη θέση της πήρε η πραγματικότητα. Και ο κυνισμός.

Ο «ρομαντισμός» διανθίζεται πλέον ανυπερθέτως -ακόμη και στα 12- με ψυχαναλυτικές ατάκες περί αυτοπροστασίας και τελικά εγωκεντρισμού (δεν με θέλει; Thank you, να περάσει ο επόμενος), οι τουτού φούστες αντικαταστάθηκαν από σκισμένα τζιν και πίερσινγκ, η αγωνία για το αν σε θέλει το αγόρι/κορίτσι, από τη μεγάλη αγωνία· τι θα κάνω στη ζωή μου; Θα έχει η μαμά και/ή ο μπαμπάς αρκετά χρήματα για να ζήσουμε; Γιατί μας διαλύσατε τον πλανήτη;

Η αλήθεια, βέβαια είναι ότι όσο κι αν νοσταλγούμε τις εποχές της αθωότητας, αν κοιτάξουμε πέρα από την ιλουστρασιόν εικόνα της Ολίβια και του Τζον να φιλιούνται στη Σεβρολέτ του μπαμπά του, δεν υπάρχει τίποτα σε αυτό για να νοσταλγήσεις.

Ήταν ένα όμορφο ψέμα. Μια πανέμορφη βιτρίνα πίσω από την οποία ο κόσμος έβραζε. Ο κυνισμός ήρθε σαν αντίδοτο στον εξιδανικευμένο ρομαντισμό.

Και ίσως, μετά απ' όλα αυτά, θα έρθει η ισορροπία. Ίσως, πάλι, και όχι.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης