Κύπρος 1974: Η άγνωστη ιστορία του τουρκικού πλοίου Kotzatepe που βυθίστηκε από τουρκικά μαχητικά
Συνολικά 48 χρόνια συμπληρώνονται σε λίγες ημέρες από την 20η Ιουλίου 1974 και την τουρκική εισβολή του «Αττίλα» στην Κύπρο που είχε ως αποτέλεσμα την κατοχή του 36,3% του νησιού και τον εκτοπισμό 120 χιλιάδων Κυπρίων.
Πολλές ιστορίες εκείνων των ημερών, που είναι ενδεικτικές της κατάστασης που επικράτησε τις πρώτες ώρες της εισβολής, έχουν δει το φως της δημοσιότητας.
Μία απο αυτές φανερώνει πως τα προβλήματα ήταν πολλά όχι μόνο για τους Κυπρίους, που κλήθηκαν να υπερασπιστούν το νησί με τα λιγοστά μέσα που είχαν, και ουσιαστικά χωρίς κάποια οργανωμένη κρατική πρωτοβουλία, αλλά και για τους Τούρκους εισβολείς οι οποίοι ανέλαβαν να εκτελέσουν μια φαινομενικά εύκολη επιχείρηση.
Η τουρκική εισβολή στην Κυπριακή Δημοκρατία, ξεκίνησε τα ξημερώματα του Σαββάτου 20 Ιουλίου 1974, πέντε μέρες μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου κατά του Μακαρίου Β' από τη χούντα των Αθηνών.
Μια ημέρα μετά την εκδήλωση της εισβολής, στις 21 Ιουλίου, ανάμεσα στις ναυτικές τουρκικές μονάδες που συμμετείχαν στις επιχειρήσεις, ήταν και τρια αντιτορπιλικά πλοία, το «Κοτζάτεπε», το «Μ.Φεβζί Τσακμάκ» και το «Αντάτεπε».
Τα συγκεκριμένα πλοία βομβάρδιζαν στόχους της ακτής, προστατεύοντας τα αποβατικά σκάφη και παρέχοντας πυρά υποστηρίξης στα αποβατικά τμήματα πεζικού που επιχειρούσαν ήδη στην ακτή, στην περιοχή της Κερύνειας.
Τα τρία αντιτορπιλικά με διοικητή τον Πλοίαρχο, Ιρφάν Τινάζ, σταμάτησαν τον επάκτιο βομβαρδισμό και κατευθύνθηκαν δυτικά, κατά μήκος της βόρειας Κυπριακής ακτής, προκειμένου να αντιμετωπίσουν υποτιθέμενη ελληνική νηοπομπή που αποτελούταν από 8-9 πλοία τα οποία μετέφεραν στρατό και υλικό και έσπευδε από την Ελλάδα προς ενίσχυση της Κύπρου.
Τα 3 τουρκικά αντιτορπιλικά έφθασαν στις 12 το μεσημέρι στο ακρωτήριο Αρβανίτης, το δυτικότερο σημείο της Βόρειας Κυπριακής ακτής, και έστρεψαν προς νότο για να έλθουν σε οπτική επαφή με την υποτιθέμενη ελληνική νηοπομπή.
Οι Τούρκοι αξιωματικοί, παρόλο του ότι δεν υπήρχαν ελληνικά πλοία στην περιοχή, ανέφεραν επίθεση από τρία ελληνικά περιπολικά και ότι βύθισαν δύο από αυτά. Επιπλέον, κανένα από τα τρία πλοία δεν μπόρεσε να εντοπίσει κάποια νηοπομπή και ύστερα από ενδελεχή έρευνα, το μόνο που εντοπίστηκε ήταν τρια εμπορικά πλοία.
Τα αντιτορπιλικά ζήτησαν από τουρκικά αναγνωριστικά αεροσκάφη που πετούσαν στην περιοχή να αναφέρουν ό,τι έβλεπαν. Τα αναγνωριστικά, γρήγορα κατάλαβαν ότι επρόκειτο για εμπορικά πλοία που δεν είχαν καμιά σχέση με τη νηοπομπή.
Η Άγκυρα, όμως, ήθελε επειγόντως μία σημαντική ναυτική επιτυχία και αποφάσισε να επιτεθεί με την αεροπορία της.
Το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου, τρία σμήνη της τουρκικής αεροπορίας,(συνολικά 48 αεροσκάφη), είχαν απογειωθεί με σκοπό να επιτεθούν κατά της «ελληνικής νηοπομπής». Ήταν τα σμήνη 181 από την Αττάλεια, 141 από το Μούρτεντ και 111 από το Εσκί Σεχίρ.
Σφοδρή επίθεση κατά του Κοτζάτεπε
Το πρώτο σμήνος εντόπισε τρία πολεμικά πλοία που ήταν τα τουρκικά αντιτορπιλικά.
Αμέσως τα αεροσκάφη επετέθησαν με ρουκέτες, ενώ τα πολεμικά πλοία απάντησαν με σφοδρά αντιαεροπορικά πυρά.
Πρώτο το «Κοτζάτεπε» δέχθηκε πλήγμα από ρουκέτα που κατέστρεψε το κέντρο πληροφοριών μάχης, ενώ η Άγκυρα ειδοποιήθηκε με ραδιοτηλέφωνο, ότι τα επιτιθέμενα αεροσκάφη ήταν, πιθανώς, τουρκικά.
Ακολούθησε καταιγισμός πυρών από την τουρκική αεροπορία με αποτέλεσμα να βυθισθεί από τουρκικά πυρά το «Κοτζάτεπε» (KOTZATEPE D354) στις 22:00 το βράδυ της 21ης Ιουλίου με αποτέλεσμα 13 αξιωματικοί και 64 ναύτες να χάσουν τη ζωή τους.
Μάλιστα, για ανεξήγητο μέχρι σήμερα λόγο, η τουρκική αεροπορία παρόλο που είχε επιφέρει καίρια πλήγματα στο Κοτζάτεπε, δεν στράφηκε κατά των άλλων δυο πλοίων, αλλά προτίμησε να αποτελειώσει και να βυθίσει το πρώτο.
Η εξήγηση που δόθηκε αργότερα για το συμβάν ήταν πως τα υποτιθέμενα ελληνικά πλοία είχαν υψώσει για αντιπερισπασμό τουρκικές σημαίες στους ιστούς τους.
Τα υπόλοιπα δύο τουρκικά πλοία, «Μ.Φεβζί Τσακμάκ» και «Αντάτεπε», υπέστησαν σοβαρές ζημιές, με αποτέλεσμα να τεθούν εκτός υπηρεσίας
γιά πολλούς μήνες.
Σημειώνεται πως κυβερνήτης του Κοτζάτεπε ήταν ο αντιπλοίαρχος, Γκιουβέν Έρκαγια, ο οποίος ως ναύαρχος στην κρίση των Ιμίων το 1996, είχε εμπλακεί ενεργά προκειμένου να αποκλιμακωθεί η κρίση, ερχόμενος μάλιστα και σε κόντρα με την τότε πρωθυπουργό, Τανσού Τσιλέρ.
Ενδεικτικό του ότι η Τουρκία ήθελε να κερδίσει και τον «πόλεμο» των εντυπώσεων είναι η ανακοίνωση που εξέδωσε για το συμβάν το γραφείο δημοσίων σχέσεων και τύπου, του γενικού επιτελείου Εθνικής Αμύνης στην Άγκυρα, την επόμενη ημέρα.
«Παρόλες τις φιλικές προειδοποιήσεις οι οποίες συνεχώς εκδίδονταν μέχρι σήμερα το απόγευμα, μία μεγάλη ελληνική αποβατική νηοπομπή, συνοδευόμενη από ελληνικά πολεμικά αεροσκάφη, κατόρθωσε να διεισδύσει στη περιοχή η οποία είχε κηρυχθεί απαγορευμένη από της εσπέρας της 20ης Ιουλίου, και να καταπλεύσει στις 16.00, στα ανοικτά της Πάφου. Η νηοπομπή απήντησε με πυκνά πυρά στις προειδοποιήσεις της αεροπορίας μας και του ναυτικού μας και άρχισε να αποβιβάζει στρατεύματα στη Πάφο. Η αποβίβαση απετράπη μετά από επιθέσεις της τουρκικής αεροπορίας στον λιμένα της Πάφου. Οι επιθέσεις της αεροπορίας μας προξένησαν βαριές απώλειες στα πολεμικά και τα αποβατικά μέσα των Ελλήνων».