FOCUS

Κογκρέσο «εναντίον» Ανωτάτου Δικαστηρίου: Μπορούν να ανατραπούν οι αποφάσεις των ισόβιων δικαστών;

AP Photo/Gemunu Amarasinghe

Ο ρόλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ είναι να ερμηνεύει την έννοια του νόμου, θεωρείται «θεματοφύλακας και ερμηνευτής» του αμερικανικού Συντάγματος, ωστόσο οι αποφάσεις του -ιστορικά τουλάχιστον- δεν είναι πάντα αμετάκλητες. Το «οπλοστάσιο» του Κογκρέσου προκειμένου να ανατραπεί ή να παρακαμφθεί μια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι περιορισμένο, σύνθετο και το κυριότερο - απαιτεί ευρεία συναίνεση. 

Οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου -που ορίζονται από τον εκάστοτε πρόεδρο των ΗΠΑ, έχουν ισόβια θητεία και ταυτόχρονα είναι οι μόνοι που δεν διέπονται από κώδικα δεοντολογίας- με πλειοψηφία 6 προς 3 ανέτρεψαν στις 24 Ιουνίου την ιστορική απόφαση «Ρόου εναντίον Γουέιντ» (Roe v. Wade) που το 1973 κατοχύρωσε σε ομοσπονδιακό επίπεδο το δικαίωμα στην άμβλωση.

Το γεγονός αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ολοκληρωτικές απαγορεύσεις των αμβλώσεων τις μισές περίπου Πολιτείες των ΗΠΑ. Κι αυτό διότι αίρεται η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος στην άμβλωση μέχρι την 24η εβδομάδα κύησης και πλέον εναπόκειται σε κάθε Πολιτεία ξεχωριστά, είτε να αποκηρύξει το δικαίωμα στην άμβλωση είτε να ορίσει τις δικές της προϋποθέσεις.

Η απόφαση αυτή προκάλεσε πολιτική καταιγίδα εντός Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς κι ένα διεθνές κύμα κατακραυγής και ανησυχίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι δημοσκοπήσεις που διεξάγονται έκτοτε, καταγράφουν σημαντική αύξηση του ποσοστού των πολιτών με αρνητική άποψη για το Ανώτατο Δικαστήριο, με τους αναλυτές να εγείρουν φόβους για απαξίωση της έννοιας της δικαιοσύνης από την κοινή γνώμη.

Στις 30 Ιουνίου, το Ανώτατο Δικαστήριο με πλειοψηφία και πάλι 6 προς 3, περιόρισε τη δυνατότητα της Αμερικανικής Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος (EPA) να ρυθμίζει τις εκπομπές άνθρακα από υπάρχοντες σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, τη στιγμή που οι ΗΠΑ ευθύνονται για σχεδόν το 14% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ο περιορισμός της δράσης της EPA αποτελεί το δεύτερο ισχυρό πλήγμα στην κυβέρνηση Μπάιντεν σε διάστημα μίας εβδομάδας, δεδομένου ότι ο Αμερικανός πρόεδρος λίγες μόλις ώρες μετά την ορκωμοσία του στο Καπιτώλιο, υπέγραψε την επιστροφή των ΗΠΑ στη Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.

Την ίδια ημέρα, το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ανακοίνωσε επίσης ότι θα εκδικάσει την υπόθεση «Μουρ εναντίον Χάρπερ» (Moore v. Harper), όπου διακυβεύονται από το εκλογικο σύστημα των ΗΠΑ έως τα δικαιώματα ψήφου, υπόθεση που χαρακτηρίζεται ως η σοβαρότερη απειλή για την αμερικανική δημοκρατία από την εισβολή υποστηρικτών του Ντόναλντ Τραμπ στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου του 2021.

Η επικείμενη απόφαση για το «gerrymandering»

Η υπόθεση Μουρ περιλαμβάνει το «δόγμα του ανεξάρτητου νομοθέτη του κράτους», μια θεωρία που το Ανώτατο Δικαστήριο έχει απορρίψει πολλές φορές τα τελευταία 100 χρόνια αλλά άρχισε να κερδίζει «έδαφος» αφού οι Ρεπουμπλικάνοι διορισμένοι δικαστές κέρδισαν την υπερπλειοψηφία στο Ανώτατο Δικαστήριο στο τέλος της κυβέρνησης Τραμπ.

Πρόκειται για δόγμα που απορρέει από μία παραπλανητική υπεραπλούστευση του τι ορίζει το Σύνταγμα και υποστηρίζει ότι «οι χρόνοι, οι τόποι και ο τρόπος διεξαγωγής των εκλογών για την ανάδειξη των γερουσιαστών και των αντιπροσώπων καθορίζονται σε κάθε Πολιτεία από το νομοθετικό σώμα της». Μια ξεχωριστή διάταξη αναφέρει ότι οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές διεξάγονται επίσης με τρόπο που καθορίζεται από το «νομοθετικό σώμα» της Πολιτείας.

Συγκεκριμένα επιδιώκεται η επαναφορά των χαρτών του Κογκρέσου που έχουν υποστεί «gerrymandering», δηλαδή την πολιτική χειραγώγηση των ορίων των εκλογικών περιφερειών με σκοπό να δημιουργηθεί προσήκον πλεονέκτημα υπέρ ενός πολιτικού κόμματος, εν προκειμένω του Ρεπουμπλικανικού. Στις ΗΠΑ, οι εκλογικές περιφέρειες που αναδεικνύουν αντιπροσώπους στο Κογκρέσο οφείλουν να είναι πληθυσμιακά ομοιόμορφες και γεωγραφικά συμπαγείς και να επανακαθορίζονται κάθε δεκαετία, μετά την απογραφή, συνήθως από την εκάστοτε κυβέρνηση.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το «gerrymandering» χρησιμοποιήθηκε για να αποτρέψει τους Αφροαμερικανούς από το να εκλέξουν δικούς τους αντιπροσώπους. Ακολούθησε ο Νόμος για το Δικαίωμα Ψήφου (Voting Right Act) το 1965 που απαγόρεψε τον ρατσιστικό και φυλετικό διαχωρισμό, κρίνοντας ότι είναι παράνομο να αρνούνται οι μειονότητες το συνταγματικό τους δικαίωμα να «συμμετέχουν στην πολιτική διαδικασία και να εκλέγουν εκπροσώπους της επιλογής τους».

Με ποιους τρόπους μπορεί να αντιδράσει το Κογκρέσο

Ουδέποτε υπήρξε εντολή του Κογκρέσου για το Ανώτατο Δικαστήριο να τηρεί έναν κώδικα δεοντολογίας. Και μόνο σπάνια το Κογκρέσο περιορίζει ρητά τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων για την αναθεώρηση ορισμένων καταστατικών.

Μια πρώτη επιλογή που έχει το Κογκρέσο έναντι του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι η συνταγματική αναθεώρηση.

Το άρθρο 5 του αμερικανικού Συντάγματος επιτρέπει στο Κογκρέσο να τροποποιήσει το Σύνταγμα με ψήφους δύο τρίτων και των δύο νομοθετικών σωμάτων του Κογκρέσου (Βουλή των Αντιπροσώπων και Γερουσία) ή εάν τα δύο τρίτα των Πολιτειών το ζητήσουν. Στη συνέχεια, η τροπολογία πρέπει να επικυρωθεί από τα τρία τέταρτα των πολιτειακών νομοθετικών σωμάτων ώστε να ενσωματωθεί στο Σύνταγμα. Αυτός ο τρόπος έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν προκειμένου να παρακαμφθούν αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Όμως, οι συνταγματικές τροποποιήσεις δεν είναι η μοναδική οδός για να ανατραπεί μια απόφαση. Σχετικά πρόσφατα, αρκετά νομοσχέδια που πέρασαν από τη Βουλή των Αντιπροσώπων παρέκαμψαν αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως μέρος μιας πιο ολοκληρωμένης και ευρύτερης νομοθεσίας, όπως ο Νόμος για την Προστασία του Δικαιώματος στον Συνδικαλισμό.

Μία νομοθετική πράξη που ψηφίζεται και από τα δύο σώματα του Κογκρέσου και είτε εγκρίνεται από τον Αμερικανό πρόεδρο, είτε από το ίδιο το Κογκρέσο παρακάμπτοντας το προεδρικό βέτο, γίνεται νόμος των ΗΠΑ.

Οι υπερισχύουσες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεωρούνται σημαντικό εργαλείο στη νομοθετική εργαλειοθήκη του Κογκρέσου, ωστόσο τις τελευταίες δύο δεκαετίες η εικόνα διαφοροποιείται. Μια μελέτη του Πανεπιστημίου Γέιλ, από τον καθηγητή Νομικής Γουίλιαμ Έσκριτζ Τζούνιορ και τον τότε ομοσπονδιακό δικαστικό υπάλληλο Μάθιου Κρίστιανσεν, ανιχνεύει το «σημείο καμπής» στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Συγκεκριμένα, όταν οι Δημοκρατικοί μετά το Γουότεργκεϊτ ψήφισαν τη φορολογική μεταρρύθμιση του 1976, που πρακτικά ανέτρεψε διάφορες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Σε αυτό συντέλεσε η διεύρυνση του Κογκρέσου, καθώς τα μέλη των επιτροπών της Βουλής των Αντιπροσώπων αυξήθηκαν κατά δύο τρίτα, μεταξύ 1973 και 1975, ενώ οι δικαστικές επιτροπές και των δύο σωμάτων (Βουλής των Αντιπροσώπων και Γερουσίας) αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο.

Για τα επόμενα περίπου 20 χρόνια, μέχρι το 1998, οι Έσκριτζ και Κρίστιανσεν διαπίστωσαν ότι το ελεγχόμενο από τους Δημοκρατικούς Κογκρέσο ήταν «ενεργό, επιθετικό και εξαιρετικά παρεμβατικό σε θέματα κρατικής πολιτικής» και ως εκ τούτου πρόθυμο «να καταγγείλει και να αντιστρέψει αντιρυθμιστικές» δικαστικές αποφάσεις. Ακόμη και στην πολωμένη δεκαετία του 1990, το Κογκρέσο υπερέβη περισσότερες από 80 αποφάσεις, τις περισσότερες από όλες τις προηγούμενες τέσσερις δεκαετίες. Αλλά μετά την παραπομπή του Μπιλ Κλίντον το 1998, η δράση του Κογκρέσου ξεκίνησε να αλλάζει.

Επιπλέον, υπάρχει μία επιλογή για τον έλεγχο του δικαστικού σώματος που έχει στη διάθεσή του μόνο το Κογκρέσο, τη διαδικασία της παραπομπής, που επίσης απαιτεί ευρεία συναίνεση και έχει χρησιμοποιηθεί ακόμη πιο σπάνια εναντίον δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου από ότι κατά προέδρων των ΗΠΑ.

Η εναλλακτική στην απομάκρυνση των δικαστών μέσω παραπομπής θα ήταν η διεύρυνση της σύνθεσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάτι που ο Τζο Μπάιντεν απορρίπτει για την ώρα. Επιτροπή ειδικών που συγκροτήθηκε από τον Μπάιντεν περιήλθε σε αδιέξοδο τον περασμένο Δεκέμβριο, σχετικά με το αν θα υποβάλει πρόταση για την μεταρρύθμιση της δομής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, περιλαμβανομένης της διεύρυνσης της σύνθεσής του.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης