Ο κατά συρροήν δολοφόνος της διπλανής πόρτας: Μπορούμε να τον αναγνωρίσουμε πριν σκοτώσει;
Ανανεώθηκε:
Οι μαζικές δολοφονίες στα σχολεία έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες. Όπως για παράδειγμα ότι οι δράστες είναι όλοι νέοι άντρες με συγκεκριμένο ψυχιατρικό προφίλ. Και ξέρουμε αρκετά γι αυτούς ώστε να προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε προληπτικά το φαινόμενο.
Το 1999, η μαζική δολοφονία στο γυμνάσιο Κόλουμπάιν σοκάρισε όλη την υφήλιο.
Δεν ήταν η πρώτη τέτοιου είδους, ήταν όμως η μεγαλύτερη, με 13 νεκρούς -12 μαθητές και ένα δάσκαλο.
Σήμερα έρχεται τέταρτη στη λίστα με τα ανάλογα περιστατικά. Οι τρεις που την ξεπέρασαν σε αριθμό θυμάτων συνέβησαν μέσα στην τελευταία δεκαετία: Το δημοτικό Σάντι Χουκ, το 2012, με 26 νεκρούς· το Γυμνάσιο Μάρτζορι Στόουνμαν Ντάγκλας, το 2018, με 17 νεκρούς· και τώρα το δημοτικό Ρομπ, με 21 νεκρούς.
Συνολικά έχουν γίνει 14 τέτοιες επιθέσεις σε σχολεία στις ΗΠΑ. Η πρώτη ήταν στο Στόκτον, στην Καλιφόρνια, το 1989. Όλες αυτές οι επιθέσεις, όπως και γενικότερα οι μαζικοί πυροβολισμοί, που είναι δεκάδες, έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης από σχεδόν όλες τις επιστήμες.
Κυρίως από τις επιστήμες που ασχολούνται με τους δράστες: Την ψυχιατρική και την εγκληματολογία, που αναζητούν εναγωνίως την απάντηση στο βασικό ερώτημα:
Τι κάνει όλους αυτούς τους εφήβους και νέους άντρες να μπαίνουν ένα πρωί σε ένα σχολείο και να σκοτώνουν αδιακρίτως αθώους ανθρώπους;
Γεννιέσαι, τελικά, ψυχοπαθής δολοφόνος, ή γίνεσαι;
Πώς θα προστατευθεί η κοινωνία από αυτούς τους ανθρώπους;
Ο ψυχοπαθής του διπλανού δωματίου
Το 2003, η Λάιονελ Σρίβερ έγραψε το μυθιστόρημα «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν», το οποίο κέρδισε πολλά βραβεία και το 2011 έγινε ταινία, με την Τίλντα Σουίντον στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Τόσο το βιβλίο, όσο και η ταινία που πάτησε πολύ πιστά πάνω σε αυτό, είναι στην κατηγορία «ανησυχητικά». Ακόμη κι αν δεν ταυτίζεσαι με όσα σου λένε, αισθάνεσαι ανατριχίλα στην ιδέα ότι διάφοροι Κέβιν περπατούν ανάμεσά μας, ενίοτε δε και μέσα στο σπίτι μας.
Ο Κέβιν είναι ένας μικρός ψυχοπαθής.
Γεννήθηκε ψυχοπαθής, ή τουλάχιστον δεν ξέρουμε κάποιον άλλον προφανή λόγο για τη συμπεριφορά του από πολύ μικρή ηλικία.
Έχει όλα τα σημάδια στην συμπεριφορά του: δεν έχει καμία ενσυναίσθηση, δεν συνδέεται με τη μητέρα του παρά τις προσπάθειες που κάνει εκείνη, είναι χειριστικός και ψεύτης, ζηλεύει τη μικρή του αδελφή, σκοτώνει το ζωάκι της, είναι σκληρός και σαδιστής.
Και κρύβεται πάρα πολύ καλά.
Η μητέρα του πολύ σύντομα αρχίζει να τον φοβάται. Ο πατέρας του προσποιείται ότι δεν βλέπει τι συμβαίνει: ο δικός μου γιός αποκλείεται να είναι ψυχικά άρρωστος.
Οι δύο τους διαφωνούν διαρκώς για το παιδί, το οποίο τρεις μέρες πριν τα 16α γενέθλιά του παίρνει το τόξο που του έχει κάνει δώρο ο πατέρας του και σκοτώνει 9 ανθρώπους στο σχολείο του, αφού πρώτα τους έχει κλειδώσει στην καφετέρια.
Πριν φύγει από το σπίτι έχει σκοτώσει και τον πατέρα του και την αδελφή του.
Δικάζεται ως ανήλικος, καθώς δεν έχει κλείσει τα 16 και πέφτει στα μαλακά, καθώς έχει φροντίσει να προμηθευτεί μια συνταγή για Πρόζακ και χρησιμοποιώντας ως υπερασπιστική γραμμή ότι πάθαινε ψυχωσικά επεισόδια.
Στην πραγματικότητα, όλα έγιναν εν ψυχρώ και προμελετημένα.
Δεν μετανοιώνει για τίποτα.
Δύο χρόνια αργότερα, η μητέρα του τον ρωτάει γιατί το έκανε κι εκείνος της απαντάει ότι κάποτε ήξερε αλλά δεν θυμάται πια.
Τόσο το βιβλίο, όσο και η ταινία μάς φέρνουν αντιμέτωπους με πολύ σοβαρά ερωτήματα: Θα είχαν τα πράγματα την ίδια κατάληξη εάν ο πατέρας του Κέβιν δεν είχε άρνηση στην πραγματικότητα; Εάν οι γονείς του τον είχαν πάει στον ψυχίατρο όταν άρχισε να δείχνει τα πρώτα σημάδια της κατάστασής του; Εάν είχαν αποδεχθεί ότι ο γιος τους ήταν ψυχοπαθής;
Αφού όλα τα σημάδια ήταν εκεί, γιατί κανείς δεν τους έδωσε σημασία;
Φυσικά όλοι οι ψυχοπαθείς δεν είναι δολοφόνοι. Ούτε όλοι οι κοινωνιοπαθείς. Αυτές είναι οι δύο καταστάσεις που δυνητικά προκαλούν, όμως, τέτοιες συμπεριφορές και η διαφορά τους είναι ότι οι ψυχοπαθείς γεννιούνται με αλλοιώσεις στον εγκέφαλο, ενώ οι κοινωνιοπαθείς γεννιούνται με φυσιολογικό εγκέφαλο, ο οποίος δεν μπορεί όμως να εξελιχθεί κανονικά λόγω κάποιου παιδικού τραύματος.
Είναι πολύ δύσκολο να ξέρει κανείς με βεβαιότητα εάν ο άνθρωπος με αντικοινωνική διαταραχή, ή με ψυχοπάθεια θα γίνει δολοφόνος ή όχι, εάν δεν γίνει πλήρης ψυχιατρική εκτίμηση της κατάστασής του. Που ακόμη και τότε είναι δύσκολο, καθώς κατά κανόνα οι άνθρωποι αυτοί ξέρουν να κρύβονται πολύ καλά.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, υπολογίζεται ότι περίπου 2-3% του παγκόσμιου πληθυσμού πάσχει από αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας και άλλο 1% από ψυχοπάθεια. Και οι περισσότεροι δεν είναι καν διαγνωσμένοι...
Γιατί οι δολοφόνοι είναι άντρες;
Η στατιστική είναι μια πολύ ψυχρή επιστήμη, στον αντίποδα της ψυχιατρικής, η οποία σε όσες γενικεύσεις κι αν πατήσει, παραμένει μια μελέτη του ατόμου.
Οι αριθμοί βοηθούν, όμως. Για αυτό, η στατιστική δουλεύει ως εργαλείο σε συνεργασία με όλες τις άλλες επιστήμες.
Δύο εγκληματολόγοι, ο Τζέιμς Ντένσλεϊ και η Τζίλιαν Πίτερσον, καθηγητές σε πανεπιστήμια και οι δύο, δημοσίευσαν πρόσφατα τα αποτελέσματα των ερευνών τους για το προφίλ των δραστών τέτοιων ενεργειών σε σχολεία των ΗΠΑ.
Τι βλέπουμε μελετώντας τις υποθέσεις αυτές; Πολλά κι ενδιαφέροντα.
Όπως για παράδειγμα ότι οι δράστες είναι πάντα αγόρια ή άντρες. Έτσι κι αλλιώς η αναλογία σε μαζικούς πυροβολισμούς είναι συντριπτική: Σε σχετική έρευνα φαίνεται ότι από τους 172 μαζικούς πυροβολισμούς που έχουν γίνει στις ΗΠΑ, μονο στις τέσσερις περιπτώσεις οι δράστες ήταν γυναίκες και μάλιστα στις δύο από τις περιπτώσεις έδρασαν μαζί με κάποιον άντρα.
Το ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι τα νούμερα είναι γενικώς αντιπροσωπευτικά και της γενικότερης εικόνας: Το 90% των καταδικασμένων δολοφόνων στις ΗΠΑ είναι άντρες.
Οι άντρες έχουν πέντε έως επτά φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να είναι ψυχοπαθείς ή κοινωνιοπαθείς απ' ότι οι γυναίκες. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, να το εκδηλώσουν.
Εδώ μπαίνει στο πλάνο και μια ακόμη επιστήμη, η κοινωνιολογία, σε διάφορες μορφές της.
Γιατί οι άντρες σκοτώνουν περισσότερο;
Μέχρι κάποιου σημείου οι εγκληματολόγοι ερευνούσαν την πιθανότητα να ευθύνεται το χρωμόσωμα Υ για την εγκληματική συμπεριφορά. Σήμερα, φυσικά, η περίπτωση αυτή δεν κουβεντιάζεται καν, δεν γεννιέσαι δολοφόνος επειδή είσαι άντρας.
Γίνεσαι, όμως, γι αυτόν ακριβώς το λόγο.
Πλέον ερευνώνται οι κοινωνικές συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγαλώνει κάποιος και τα «αντρικά» στερεότυπα συμπεριφοράς, τα οποία σε συνδυασμό με πολλές άλλες συνθήκες οδηγούν τους άντρες να εξωτερικεύουν με τέτοιους τρόπους το θυμό τους, ή να εκδηλώνουν σκοτώνοντας την ψυχοπάθειά τους.
Το γεγονός ενισχύεται από άλλο ένα στοιχείο: Ο μέσος όρος των δραστών στις μαζικές δολοφονίες σε σχολεία είναι τα 18 χρόνια. Είναι νέοι άντρες, έφηβοι συχνά, όπως ο θύτης στη σφαγή του Ρομπ, ο οποίος είχε κλείσει τα 18 λίγες μέρες πριν την επίθεση. Ο θυμός είναι ένα από τα πιο ενεργά συστατικά της εφηβείας κι αυτό δεν χρειάζεται να γίνει κάποιος δολοφόνος για να το δούμε. Ο εσωτερικευμένος θυμός είναι συχνά δολοφονικός, είτε για το άτομο που τον «καταπίνει», είτε γι αυτούς που θα βρεθούν κάποια μέρα στο δρόμο του. Ένας θυμός που ενισχύεται και γιγαντώνεται σε κοινωνικές συνθήκες καταπίεσης, ρατσισμού, ενδοοικογενειακής βίας και φτώχειας.
Όπως και ο Κέβιν στο βιβλίο και την ταινία, ο δράστης της σφαγής στο Ρομπ είχε σκοτώσει κι αλλού -ή έστω επιχειρήσει- πριν πάει στο σχολείο.
Τη γιαγιά του εν προκειμένω.
Κι αυτό είναι κάτι που απαντάται σε άλλες τέσσερις περιπτώσεις. Η ενδοοικογενειακή βία συνδέεται συχνά -στατιστικά τουλάχιστον- με τέτοιου είδους επιθέσεις, είτε ο δράστης την εισέπραξε, είτε την υποκινούσε.
Στην περίπτωση των κοινωνιοπαθών, λειτουργεί ως καταλύτης της διαταραχής τους από πολύ μικρή ηλικία.
Υπάρχει πραγματικό κίνητρο;
Οι περισσότεροι (12 στους 14) από τους δράστες είχαν κάποια σύνδεση με τα σχολεία που επέλεξαν: είτε ήταν μαθητές σε αυτά, είτε υπήρξαν στο παρελθόν.
Ήταν, όμως, μια πράξη εκδίκησης;
Για τους περισσότερους από τους δράστες, τα σχολεία αυτά αποτελούσαν απλώς το σκηνικό μιας θεαματικής εξόδου που σχεδίαζαν για τους εαυτούς τους. Πιθανώς το γεγονός ότι ήταν το μόνο μέρος στο οποίο οι ίδιοι είχαν κοινωνικοποιηθεί τους έκανε να τα επιλέξουν.
Ήθελαν κοινό. Ήταν οι σκηνοθέτες και πρωταγωνιστές του έργου, στο οποίο μοιραία έπρεπε να υπάρξουν και συμπρωταγωνιστές ή κομπάρσοι. Αυτό που τους ενδιέφερε περισσότερο ήταν το φινάλε. Όλες αυτές οι υποθέσεις φαίνεται τελικά ότι ήταν απλώς αυτοκτονίες με πολλούς απρόθυμους συμμέτοχους.
Από τους 15 δράστες των μαζικών δολοφονιών σε σχολεία, μόνο οι 7 πιάστηκαν ζωντανοί. Οι υπόλοιποι αυτοκτόνησαν. Ο δράστης στο Ρομπ είναι ο μόνος που σκοτώθηκε από την αστυνομία, συνεπώς δεν γνωρίζουμε τι σκόπευε να κάνει και δεν θα το μάθουμε ποτέ με βεβαιότητα.
Όλοι τους φρόντισαν να αφήσουν κάποιο βίντεο, κάποια ανάρτηση στα social, ή κάτι σχετικό, το οποίο «προειδοποιούσε» γι αυτά που σκόπευαν να κάνουν. Σε καμία περίπτωση δεν τους πήρε κάποιος στα σοβαρά. Κακώς όπως απεδείχθη.
Γιατί το κάνουν, λοιπόν; Και κυρίως, πώς μπορεί η κοινωνία να προστατευθεί από τέτοιους ανθρώπους;
Το συμπέρασμα έως τώρα είναι ότι οι περισσότεροι από τους δράστες το έκαναν από γενικευμένο θυμό.
Στην πραγματικότητα ήταν θυμωμένοι με τους εαυτούς τους· τους μισούσαν βαθιά και αυτό το μίσος στράφηκε προς τα έξω με αυτόν το βίαιο τρόπο.
Οι ειδικοί συμφωνούν ότι αν παρακολουθήσει κανείς όσα δημοσιοποιούν αυτοί οι άνθρωποι λίγο πριν κάνουν όσα κάνουν, δεν βλέπει παρά μια απεγνωσμένη κραυγή για βοήθεια.
Μια βοήθεια που δεν έρχεται ποτέ, καθώς τα κοινωνικά τους περιβάλλοντα είναι ανίκανα να τους ακούσουν, να τους δουν, να τους πάρουν στα σοβαρά, να τους καταλάβουν, ή και να τους βοηθήσουν.
Σαφέστατα είναι ένα αναγκαίο βήμα η απαγόρευση της οπλοκατοχής, όμως όλοι ξέρουμε ότι δεν σκοτώνει το όπλο, αλλά το χέρι που το κρατάει. Ούτε καν αυτό.
Στην πραγματικότητα σκοτώνει το μυαλό που καθοδηγεί το χέρι.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που κυκλοφορούν εκεί έξω, ανάμεσά μας, και μπορούν να φτάσουν και κάποιοι θα φτάσουν σε τέτοιες πράξεις.
Δεν μπορείς να φυλακίζεις ανθρώπους επειδή έχουν την προδιάθεση να σκοτώσουν, μπορείς όμως να τους εντοπίσεις, να τους δεις και να τους ακούσεις και τελικά να τους οδηγήσεις σε κάτι πολύ πιο απλό από τη δολοφονία: Τη θεραπεία.
Αυτό είναι ευθύνη της κοινωνίας να το καταλάβει, πριν οι σφαγές γίνουν «κανονικότητα».