FOCUS

Τι ισχύει για την προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος

Τι ισχύει για την προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος
Tα περιστατικά που «ενδιαφέρουν» μπορεί να αφορούν τόσο το δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα Unsplash

Εδώ και χρόνια γίνεται λόγος για την χρησιμότητα/αναγκαιότητα των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος (whistleblowers), αφού όλο και περισσότερο αναδεικνύονται ή είναι εμφανείς, παραβάσεις και παράτυπες συμπεριφορές τόσο σε Ενωσιακό επίπεδο όσο και στην Ελλάδα.

Γράφει ο Νεκτάριος - Γεώργιος Κατσίκας

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρώπης, αντιλαμβανόμενοι το πρόβλημα αλλά και το διακύβευμα του ζητήματος, προχώρησαν σε έκδοση οδηγίας προς τα κράτη-μέλη προκειμένου να υλοποιηθεί, τελικά, ένα συντονισμένο και συνεκτικό πλαίσιο έρευνας των παραβάσεων αλλά και προστασίας των πληροφοριοδοτών. Η εν λόγω οδηγία, εκδόθηκε στις 23.10.2019 (ΕΕ 2019/1937) ενώ δόθηκε χρόνος έως τις 17.12.2021, προκειμένου οι εθνικές κυβερνήσεις να θέσουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη σχετική συμμόρφωση.

Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό, ότι τα περιστατικά που «ενδιαφέρουν» μπορεί να αφορούν τόσο το δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα, ενώ είναι κάθε υπόθεση που έχει δημόσιο-κοινωνικό αποτύπωμα και όχι μόνο οι υποθέσεις που αφορούν δημόσιες συμβάσεις ή είναι στενά κρατικού συμφέροντος.

Η Οδηγία δεικνύει το ελάχιστο αποδεκτό πλαίσιο βάσει του οποίου θα κινηθούν οι εθνικές νομοθεσίες, ενώ «παροτρύνει» τα κράτη-μέλη να προβούν σε επιπλέον επέκταση και σε άλλους τομείς.

Το «κείμενο» αναγνωρίζει ότι η αποκάλυψη παραβιάσεων και παραβάσεων είναι πολλές φορές δύσκολη, λόγω του φόβου που υπάρχει για την επιβολή αντιποίνων στα άτομα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στις αποκαλύψεις. Έτσι μεταξύ των άλλων και πέρα των κατευθυντήριων γραμμών που δίνονται για την δημιουργία δομών και δίαυλων καταγγελίας και επικοινωνιών, ορίζονται οι μορφές των απαγορευμένων διώξεων, η κατά περίπτωση δυνατότητα νομικής, δικαστικής και ψυχολογικής συνδρομής στους πληροφοριοδότες ενώ και τα κράτη-μέλη καλούνται στην νομοθέτηση αυστηρών κυρώσεων κατά κάθε προσώπου που προσπαθεί να δυσχεράνει τη καταγγελία, που προβαίνει σε αντίποινα, αλλά και που παραβιάζει το «κανόνα» εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας στη διαχείριση των πληροφοριών.

Οι κατ’ ελάχιστο λοιπόν, τομείς ενδιαφέροντος που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των πράξεων της Ένωσης αφορούν τους ακόλουθους τομείς:

  • δημόσιες συμβάσεις,
  • χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, προϊόντα και αγορές και πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας,
  • ασφάλεια των προϊόντων και συμμόρφωση,
  • ασφάλεια των μεταφορών,
  • προστασία του περιβάλλοντος,
  • προστασία από την ακτινοβολία και πυρηνική ασφάλεια,
  • ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών, υγεία και καλή μεταχείριση των ζώων,
  • δημόσια υγεία,
  • προστασία των καταναλωτών,
  • προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ασφάλεια των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών,
  • παραβιάσεις που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης και τα ειδικότερα οριζόμενα στα σχετικά ενωσιακά μέτρα,
  • παραβιάσεις σχετιζόμενες με την εσωτερική αγορά και την χωρίς εσωτερικά σύνορα κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των προσώπων, των υπηρεσιών και των κεφαλαίων σύμφωνα με τις διατάξεις των Συνθηκών, συμπεριλαμβανομένων των παραβιάσεων των κανόνων της Ένωσης περί ανταγωνισμού και κρατικών ενισχύσεων, καθώς και παραβιάσεων που αφορούν την εσωτερική αγορά σχετικά με πράξεις που παραβαίνουν τους κανόνες για τη φορολογία των εταιρειών ή διακανονισμούς των οποίων σκοπός είναι η διασφάλιση φορολογικού πλεονεκτήματος που ματαιώνει το αντικείμενο ή τον σκοπό της εφαρμοστέας νομοθεσίας περί φορολογίας εταιρειών.

Είναι σημαντικό να αναφέρουμε, ότι η εν λόγω Οδηγία δεν επηρεάζει την ευθύνη των κρατών-μελών να διαφυλάττουν την Εθνική τους Ασφάλεια ενώ δεν θίγει το Ενωσιακό και Εθνικό δίκαιο στις περιπτώσεις της προστασίας διαβαθμισμένων πληροφοριών, της προστασίας του δικηγορικού και ιατρικού απορρήτου, του απόρρητου των δικαστικών διασκέψεων και των κανόνων της Ποινικής Δικονομίας.

Επιπροσθέτως δεν θίγονται οι Εθνικοί Κανόνες σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων των εκπροσώπων των υπαλλήλων στην ενημέρωση, τη διαβούλευση και τη συμμετοχή στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και την υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων.

Αναφορικά τώρα με την ιδιότητα που πρέπει να έχουν οι «εν δυνάμει» πληροφοριοδότες, αυτοί θα πρέπει να εργάζονται στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα και να έχουν αποκτήσει πληροφορίες σχετικά με παραβιάσεις σε εργασιακό πλαίσιο, τουλάχιστον δε να είναι:

  • πρόσωπα που έχουν την ιδιότητα του «εργαζομένου» σύμφωνα με την Συνθήκη Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων υπαλλήλων,
  • πρόσωπα που αναλαμβάνουν «μη μισθωτές» δραστηριότητες όπως και συνεταιρισμοί και εταιρείες δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου,
  • μέτοχοι και πρόσωπα που ανήκουν στο διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο μιας επιχείρησης, περιλαμβανομένων μη εκτελεστικών μελών, καθώς και εθελοντών και αμειβόμενων ή μη αμειβόμενων ασκουμένων,
  • οποιαδήποτε πρόσωπα εργάζονται υπό την εποπτεία και τις οδηγίες αναδόχων, υπεργολάβων και προμηθευτών,
  • πρόσωπα που αναφέρουν ή αποκαλύπτουν δημόσια πληροφορίες σχετικά με παραβιάσεις που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης η οποία έχει λήξει,
  • πρόσωπα των οποίων η εργασιακή σχέση δεν έχει ακόμη ξεκινήσει, σε περιπτώσεις που πληροφορίες σχετικά με παραβιάσεις έχουν αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πρόσληψης ή σε άλλο στάδιο διαπραγμάτευσης πριν από τη σύναψη σύμβασης.

Αναφορικά με το περιεχόμενο της εκάστοτε αναφοράς αυτή πρέπει να αφορά α) πράξεις ή παραλείψεις που είναι παράνομες και σχετίζονται με Ενωσιακές πράξεις και τομείς ή αντιβαίνουν στο αντικείμενο ή τον σκοπό των κανόνων που προβλέπονται στις εν λόγω Ενωσιακές πράξεις και τομείς και β) πληροφορίες σχετικά με παραβιάσεις, συμπεριλαμβανομένων ευλόγων υπονοιών, σχετικά με πραγματικές ή δυνητικές παραβιάσεις, οι οποίες έχουν διαπραχθεί ή είναι πολύ πιθανόν να διαπραχθούν στον οργανισμό στον οποίο εργάζεται ή έχει εργαστεί ο «αναφέρων» ή σε άλλους οργανισμούς με τους οποίους ο «αναφέρων» είχε επαφή μέσω της εργασίας του και σχετικά με απόπειρες απόκρυψης παραβιάσεων.

Οι αναφορές γίνονται σε «εσωτερικούς»- ενδοεταιρικά , ή σε «εξωτερικούς»-αρμόδιες αρχές, διαύλους αναφορών. Οι εταιρείες με 50 εργαζομένους και άνω υποχρεούνται να διατηρούν τέτοιες διαδικασίες, ενώ τα κράτη-μέλη δύνανται να υποχρεώσουν σχετικά και οντότητες με λιγότερους από 50 εργαζόμενους στις περιπτώσεις που από τη φύση της δραστηριότητας υπάρχει αυξημένος κίνδυνος ειδικά για το περιβάλλον και την υγεία. Για την παραλαβή της σχετικής αναφοράς υπάρχει υποχρέωση βεβαίωσης παραλαβής εντός 7ημέρου, ενώ η σχετική ενημέρωση προς τον «αναφέροντα» για την εξέλιξη της υπόθεσης είναι κατά συνθήκη 3 μήνες από την αναφορά, με επέκταση στους 6 μήνες μόνο για τους «εξωτερικούς» διαύλους, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις.

Αναφορικά με τον κίνδυνο αντιποίνων, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να απαγορεύσουν πράξεις οποιασδήποτε μορφής κατά των «αναφερόντων», συμπεριλαμβανομένων των απειλών και αποπειρών αντεκδίκησης, ενώ μεταξύ άλλων, τα αντίποινα ορίζονται με την ακόλουθη μορφή:

  • παύση, απόλυση ή ισοδύναμα μέτρα,
  • υποβιβασμό ή στέρηση προαγωγής,
  • μεταβίβαση καθηκόντων, αλλαγή τόπου εργασίας, μείωση μισθού, μεταβολή του ωραρίου εργασίας,
  • στέρηση κατάρτισης,
  • αρνητική αξιολόγηση επιδόσεων ή αρνητική επαγγελματική σύσταση,
  • επιβολή ή εφαρμογή πειθαρχίας, επίπληξης ή άλλου πειθαρχικού μέτρου, περιλαμβανομένης χρηματικής ποινής,
  • καταναγκασμό, εκφοβισμό, παρενόχληση ή περιθωριοποίηση,
  • διάκριση, μειονέκτημα ή άδικη αντιμετώπιση,
  • μη μετατροπή σύμβασης προσωρινής απασχόλησης σε μόνιμη, ενώ ο εργαζόμενος είχε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα του προσφερθεί μόνιμη απασχόληση,
  • μη ανανέωση ή πρόωρη διακοπή σύμβασης προσωρινής απασχόλησης,
  • βλάβη, περιλαμβανομένης προσβολής της φήμης, ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ή οικονομική ζημία, περιλαμβανομένης επιχειρηματικής ζημίας και απώλειας εισοδήματος,
  • καταχώριση σε μαύρη λίστα βάσει τομεακής ή κλαδικής επίσημης ή ανεπίσημης συμφωνίας, που μπορεί να συνεπάγεται ότι το πρόσωπο δεν πρόκειται να βρει θέση εργασίας στον τομέα ή στον κλάδο στο μέλλον,
  • πρόωρη διακοπή ή ακύρωση σύμβασης για εμπορεύματα ή υπηρεσίες,
  • ακύρωση άδειας ή έγκρισης,
  • παραπομπή για ψυχιατρική ή ιατρική παρακολούθηση.

Τα μέτρα για την προστασία των «αναφερόντων» εφαρμόζονται επίσης, κατά περίπτωση, και σε: α) διαμεσολαβητές της αναφοράς, β) τρίτα πρόσωπα που συνδέονται με τους αναφέροντες και που θα μπορούσαν να υποστούν αντίποινα σε εργασιακό πλαίσιο, όπως συνάδελφοι ή συγγενείς των αναφερόντων, και γ) νομικές οντότητες τις οποίες οι αναφέροντες έχουν στην ιδιοκτησία τους, για τις οποίες εργάζονται ή συνδέονται με άλλο τρόπο με εργασιακή σχέση.
Σημειώνουμε ότι και οι «αναφέροντες» που κατήγγειλαν ή δημοσιοποίησαν πληροφορίες σχετικά με παραβιάσεις «ανωνύμως», αλλά οι οποίοι στη συνέχεια ταυτοποιήθηκαν και υφίστανται αντίποινα, δικαιούνται την προστασία που προβλέπεται στα πλαίσια της Οδηγίας και σύμφωνα με αυτή.

Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι χωρίς αμφιβολία, η Οδηγία κατευθύνει τις εθνικές κυβερνήσεις στη δημιουργία ενός ισχυρού και αρραγούς πλαισίου εφαρμογής, όπου ουδείς παραβάτης θα μπορεί με ευκολία να θεωρεί «εαυτόν» ακαταδίωκτο ή ατιμώρητο. Φυσικά παράλληλα με το προαναφερόμενο πλαίσιο, θα πρέπει και οι αρμόδιες υπηρεσίες να μπορούν να ολοκληρώσουν τις διαδικασίες οριστικά, σε εύλογο χρονικό διάστημα, συμπεριλαμβανομένων των Δικαστηρίων. Άλλωστε κάθε παραβίαση και απόκλιση, οδηγεί κατά κανόνα, στην «φθορά» και την «εξασθένιση» φυσικών και νομικών προσώπων και εν τέλει, πλήττει την κοινωνική ευμάρεια και συνοχή.

Η εν λόγω Οδηγία έρχεται να βοηθήσει αλλά και να υποχρεώσει τα κράτη-μέλη να αναλάβουν σθεναρά τις ευθύνες τους στα πλαίσια της ανάδειξης και πάταξης φαινομένων που πλήττουν τα συμφέροντα της Ένωσης, που παραβιάζουν το Ενωσιακό και Εθνικό Δίκαιο αλλά και που «μποϋκοτάρουν» την ορθή πρακτική και ηθική, ενώ και ο ιδιωτικός τομέας καλείται ως «θεματοφύλακας» του νόμου. Όπως όμως έχει ήδη αποδειχθεί στην πράξη, κανένας Θεσμός, κανένας Νόμος και καμία δομή Ελέγχου, δεν μπορεί να αποδώσει τα προσδοκώμενα, εάν τα πρόσωπα που «υπηρετούν» δεν είναι αναλόγου αναστήματος.

Ο Νεκτάριος - Γεώργιος Κατσίκας, είναι μάχιμος δικηγόρος Αθηνών με μεταπτυχιακά στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Είναι επίσης νομικός σύμβουλος εταιρειών και ιδρυμάτων, ενώ έχει διατελέσει επιστημονικός συνεργάτης στη Βουλή των Ελλήνων και σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας.