«Θυμάμαι μια γυναίκα πεσμένη στο συρματόπλεγμα» - Ένας 96χρονος επιζών του Ολοκαυτώματος θυμάται
Με αφορμή τη Διεθνή Ημέρας Μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, ένας 96χρονος επιζών, ο Λέον Βάιντραουμπ, ο οποίος ζει από το 1969 στην Σουηδία, διηγήθηκε στην Deutsche Welle την αξέχαστη εμπειρία του από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς.
Ο Λέον Βάιντραουμπ γεννήθηκε στο Λοτζ το 1926. Ήταν 18 χρονών όταν τον Αύγουστο του 1944 μεταφέρθηκε στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου. Ο σήμερα 96χρονος συνταξιούχος γιατρός έδωσε συνέντευξη στην DW με αφορμή την 27η Ιανουαρίου, ημέρα μνήμης για τα θύματα του ολοκαυτώματος και επέτειο απελευθέρωσης του στρατοπέδου εξόντωσης στο Άουσβιτς.
Ποιες είναι η μνήμες σας από την άφιξη στο Άουσβιτς;
«Το πρώτο σοκ ήταν ότι φθάσαμε εκεί στοιβαγμένοι σε βαγόνια, τα οποία σε καιρό ειρήνης μετέφεραν ζώα. Μας είχαν υποσχεθεί ότι θα μας μεταφέρουν δυτικά διότι το μέτωπο πλησίαζε. Υποτίθεται ότι θα εργαζόμασταν για τους ναζί. Μετά από δύο μέρες και δύο νύχτες στα βαγόνια είδαμε παράξενους ανθρώπους με…πιτζάμες. Όταν κατέβηκα, ένας κρατούμενος μου πήρε το σακίδιο από τους ώμους. Του είπα ότι έχει μέσα γραμματόσημα και εκείνος απάντησε ότι ‘εδώ δεν προλαβαίνεις να ζήσεις, δεν σου χρειάζονται γραμματόσημα‘».
Στη διαδικασία «επιλογής» οι ναζί σας έβαλαν με εκείνους που θα έμεναν στη ζωή. Τι εργασία σας ανέθεσαν;
«Είμασταν στις εφεδρικές ομάδες εργασίας. Όταν σε κάποιο εργοστάσιο των ναζί χρειάζονταν εργατικά χέρια, τότε έστελναν κρατούμενους από τη δική μας ομάδα».
«Θυμάμαι μια γυναίκα πεσμένη στο συρματόπλεγμα»
Πόσο καιρό μείνατε στο Άουσβιτς;
«Ενάμιση ή δύο μήνες. Μια μέρα συνάντησα στο στρατόπεδο μια ομάδα γυμνών ανδρών. Μου είπαν ότι περιμένουν ρούχα για να τους μεταφέρουν στον τόπο εργασίας τους. Όταν άκουσα ‘μεταφέρουν‘ αποφάσισα να μείνω μαζί τους. Και ήμουν πολύ τυχερός. Μας έδωσαν ρούχα και στη συνέχεια μπήκαμε σε τραίνο. Η τελευταία μέρα από το Άουσβιτς-Μπιρκενάου που θυμάμαι ήταν μια γυναίκα πεσμένη στο συρματόπλεγμα. Προτίμησε να δώσει τέλος στη ζωή της».
Στη συνέχεια μεταφερθήκατε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Γκρος Ρόζεν, Φλόσενμπιργκ, Όφενμπουργκ και Νατσβάιλερ. Πως καταφέρατε και επιζήσατε;
«Δίνω μια ψυχολογική εξήγηση. Ήμουν συνεχώς σε κατάσταση σοκ. Σήμερα η επιστήμη μιλά για κατατονία, όταν δηλαδή περιορίζεται η λειτουργία στα απολύτως απαραίτητα. Ίσως έτσι, κλεισμένος στον εαυτό μου, χωρίς να αφήνω εξωτερικές επιρροές να με επηρεάζουν κατάφερα να επιζήσω. Ήταν το ένστικτο της επιβίωσης».
Διέγραψε από το λεξιλόγια την λέξη «εκδίκηση»
Αυτός ο αγώνας για επιβίωση σας βοήθησε στη μετέπειτα ζωή σας;
«Ήμουν πλημμυρισμένος χαρά επειδή επέζησα. Αναφέρομαι πάντα σε αυτή την αισιοδοξία όταν μιλώ με νέους. Πρόσφατα μια ολλανδική εφημερίδα έγραφε για εμένα ότι ο Δρ. Βάιντραουμπ δεν γνωρίζει τη λέξη ‘παράπονο‘. Τίποτα από όσα συνέβησαν στη ζωή μου μετά τα στρατόπεδα εξόντωσης δεν συγκρίνεται με όσα βίωσα στο γκέτο και τα στρατόπεδα. Ήμουν ευτυχής με όσα είχα».
Ποιες λέξεις διαγράψατε από το λεξιλόγιό σας;
«Κυρίως τη λέξη ‘εκδίκηση‘. Αν ξεπλήρωνα τους θύτες με ίδιο νόμισμα θα είμασταν στο ίδιο επίπεδο. Και δεν ήθελα να συγκριθώ με τους ναζί. Για αυτό απορρίπτω το ‘οφθαλμόν αντί οφθαλμού‘. Τα εγκλήματα θα πρέπει να τιμωρούνται βάσει των ισχυόντων νόμων».
Και τη λέξη «συγχώρεση»;
«Όχι, δεν μπορώ να συγχωρέσω, ούτε να δικαιολογήσω αυτές τις πράξεις, οι οποίες έχουν τις ρίζες τους στη ναζιστική ιδεολογία. Δεν θα μπορούσα να συγχωρέσω τον άνδρα των SS, ο οποίος άνοιξε την κάνουλα του αερίου σκοτώνοντας τη μητέρα μου και μεγάλο μέρος της οικογένειάς μου. Από τα 80 μέλη της οικογένειά μου απέμειναν μετά τον πόλεμο μόλις 16. Υπάρχουν λέξεις που περιγράφουν όσα αισθάνομαι, όπως ‘συμφιλίωση‘. Νομίζω ότι είναι εφικτή και προσπαθώ να ζω σε αυτό το πνεύμα».