«House of Gucci»: Η οικογένεια του ευρωπαϊκού νότου γίνεται αριστουργηματική καρικατούρα
Όταν πήγαινα να δω το House of Gucci, η βασική μου απορία ήταν μια: Τι έχει να μας πει μια ταινία για μια ιστορία της οποίας γνωρίζουμε έτσι κι αλλιώς κάθε λεπτομέρεια;
Όταν έφυγα από το σινεμά, μετά το House of Gucci, είχα μόνο μια σκέψη: Ακόμη κι αν η οικογένεια Γκούτσι, με τα δράματά της δεν υπήρχε, θα έπρεπε να εφευρεθεί μόνο και μόνο για να κάνει ο Ρίντλεϊ Σκοτ αυτήν την ταινία.
Μπορείτε και να μην με ακούσετε, είμαι έτσι κι αλλιώς προκατειλημμένη, θεωρώ τον Σκοτ ίσως τον κορυφαίο εν ζωή σκηνοθέτη του «εμπορικού» κινηματογράφου, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Κι αν κάνει και καμία ταινία «πατάτα» δεν πειράζει, του το συγχωρούμε. Το House of Gucci όμως μόνο «πατάτα» δεν είναι. Ακριβώς το αντίθετο.
Δεν ξέρω αν ο Σκοτ έχει εξηγήσει γιατί έβαλε τους χαρακτήρες του να μιλάνε με faux ιταλική προφορά, ίσως και ναι, αλλά δεν έχει σημασία αν το έχει πει, είναι εξαιρετικά προφανές γιατί το έκανε:
Η προφορά αυτή σε βάζει εντελώς μέσα στην πλοκή και την ατμόσφαιρα, τόσο που σύντομα πιστεύεις ότι στην οθόνη ακούς όντως ιταλικά. Και είναι αυτά τα ιταλικά, όλα τα ιταλικά, η προφορά, η εμφάνιση, το στιλ, αλλά κυρίως οι χαρακτήρες και οι μεταξύ τους σχέσεις που κάνουν την ταινία αυτό που είναι.
Η υπερβολή σαν κανόνας
Στο House of Gucci τα πάντα είναι φτιαγμένα για να λειτουργούν ως καρικατούρα. Η υπερβολή ξεχειλίζει από την οθόνη, όπως εξάλλου συμβαίνει και στην πραγματικότητα σε οικογένειες σαν αυτή.
Και είναι μια υπερβολή που όλοι οι ηθοποιοί κατάφεραν να ενσωματώσουν στο παίξιμό τους, εκτός ίσως από τον Άνταμ Ντράιβερ, ο οποίος ότι κι αν παίξει το κάνει με μια συγκεκριμένου τύπου απάθεια που κι αυτή φτάνει στην υπερβολή της και είναι μάλλον αυτό ακριβώς που τον κάνει τελικά σπουδαίο ηθοποιό:
Ερωτεύεται με σχετική απάθεια, χωρίζει με σχετική απάθεια, μεταμορφώνεται στη διάρκεια της ταινίας από ένας χαμηλών τόνων, ντροπαλός και καλοκάγαθος νεαρός σε ένα εγωπαθές και αμετροεπές τέρας με την ίδια σχετική απάθεια. Και όμως πείθει σε όλα αυτά. Το ίδιο κάνει και σε όλες του τις ταινίες, είτε ως Κάιλο Ρεν στον «Πόλεμο των Άστρων», είτε ως μονομάχος στο άλλο φετινό φιλμ του Σκοτ.
Ο Σκοτ τον έχει ερωτευθεί κινηματογραφικά και πολύ καλά έχει κάνει. Στο House of Gucci, όμως, ο φακός του ερωτεύεται όλους τους χαρακτήρες, σε σημείο που μερικές φορές νομίζεις ότι η ταινία φτιάχθηκε μόνο για καθέναν από αυτούς.
Οι χαρακτήρες του Σκοτ στο House of Gucci κλαίνε. Πολύ κλάμα. Φωνάζουν. Πολλές φωνές. Λατρεύονται, θυμώνουν, τσακώνονται, ξεκατινιάζονται, ξαναγαπιούνται, παίζουν ένα διαρκές δράμα, το οποίο είναι αυτό ακριβώς που περιμένει κανείς από μια ιταλική οικογένεια που δεν έχει κανένα μέτρο, καμία συναίσθηση του κόσμου γύρω της, καμία συνάφεια με τον κόσμο αυτόν.
Ένας οικογενειακός μικρόκοσμος
Οι Gucci ζουν στο δικό τους κόσμο. Έναν κόσμο ο οποίος περιβάλεται από ατελείωτη χλιδή, ατελείωτο χρήμα το οποίο ξοδεύουν ασκόπως κατά κανόνα και χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν, ατελείωτες διαπλοκές και ίντριγκες, ατελείωτο πάθος το οποίο σε κλάσματα του δευτερολέπτου γυρνάει από τον έρωτα στο μίσος και από την απαξίωση στην αγάπη. Και ανάποδα.
Οι Gucci διαχειρίζονται το χρήμα και την επιτυχία σαν αυτό ακριβώς που είναι: Φτωχοί χωρικοί από τα βάθη της Ιταλίας, που μια μέρα έγιναν πλούσιοι και διάσημοι. Δεν πληρώνουν φόρους, όχι επιτηδευμένα, αλλά επειδή η φοροκλοπή είναι γι αυτούς κάτι απόλυτα νορμάλ· είναι στην κουλτούρα τους.
Με τον ίδιον ακριβώς τρόπο διαχειρίζονται και τις οικογενειακές τους σχέσεις: Γονείς που πατρονάρουν τα παιδιά τους μέχρις ευνουχισμού, παιδιά που στέλνουν τους γονείς τους στη φυλακή, σύζυγοι που αλληλοδολοφονούνται, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, απαξίωση και χολή που εκτοξεύεται κατά ριπάς ως έκφραση αγάπης, χαμόγελα που κρύβουν μίσος και βρισιές που κρύβουν τρυφερότητα.
Κι όσο παίζονται αυτά τα δράματα, όλοι αυτοί οι χωρικοί και μια λαϊκή κοπέλα από το Μιλάνο, συμπεριφέρονται περίπου σαν να είναι η βασιλική οικογένεια της Βρετανίας: Ανακατασκευάζουν το ταπεινό τους παρελθόν, προσπαθώντας να το ξεχάσουν, αλλά δεν τους ξεχνάει αυτό.
Τους παρακολουθείς και νομίζεις ότι είναι αριστοκράτες δέκα γενιές πίσω. Το πρόβλημα είναι ότι το ίδιο ακριβώς πιστεύουν κι αυτοί. Όπως και η Πατρίτσια Ρετζιάνι, η οποία σε όλην την ταινία γελοιοποιεί τερματικά το μύθο του «ιταλικού στιλ», κυκλοφορώντας φορτωμένη ρούχα, τσάντες και κοσμήματα σαν την Αλέξις Κόλμπι της «Δυναστείας».
Αν δεν προέρχεσαι από τον ευρωπαϊκό νότο είναι αδύνατον να καταλάβεις τι συμβαίνει σ' αυτήν την οθόνη, σ' αυτήν την οικογένεια, σ' αυτήν την παράνοια...
Και όλους αυτούς τους παρανοϊκά παθιασμένους νότιους, τους ερμηνεύουν Αμερικανοί και ένας Βρετανός, ο Τζέρεμι Άιρονς.
Ο καλός, ο πιο καλός και ο καλύτερος
Και όλες οι ερμηνείες είναι καθηλωτικές. Η Lady Gaga ενσωματώνεται τόσο στο ρόλο που τη βλέπουμε σιγά σιγά στη διάρκεια της ταινίας να μεταμορφώνεται και εξωτερικά στην πληγωμένη μέγαιρα που παίζει. Η ίδια γυναίκα ξεκινά όμορφη, τσαχπίνα και σέξι και καταλήγει κακάσχημη και απωθητική.
Το μόνο που δεν αλλάζει είναι η φιλοδοξία. Μια φιλοδοξία, μια δίψα για δύναμη, χρήμα, ή έλεγχο που διαπερνά όλους τους χαρακτήρες, μόνο που όλοι τους πιστεύουν ότι όλα αυτά τα τερατώδη που κάνουν, τα κάνουν για το καλό της οικογένειας.
Ο Αλ Πατσίνο είναι παραπάνω από απολαυστικός και ίσως το μόνο πρόβλημα είναι ότι από αυτόν το περιμένεις. Είναι πολύ δύσκολο ένας τέτοιος ηθοποιός να σε εκπλήξει με ερμηνεία του, έχει ήδη ξεπεράσει πολλές φορές τον εαυτό του.
Όπως και ο Τζέρεμι Άιρονς. Μεγάλη έκπληξη, ίσως η μεγαλύτερη της ταινίας είναι ο Τζάρετ Λίτο, αγνώριστος εμφανισιακά, ο οποίος υστεριάζει ασταμάτητα στην οθόνη, σε ένα ρόλο που είναι μάλλον ο συνδετικός κρίκος σε όσα συμβαίνουν:
Γεννήθηκε Γκούτσι, αλλά πέθανε στην ψάθα, διότι τα πάθη του και η αδυναμία του τον πεταξαν έξω από το παιχνίδι.
Όχι ότι όλοι οι άλλοι είχαν καλύτερη τύχη.
Όσο οι αδυσώπητοι αριθμοί και οι ρεαλιστικές μπίζνες καραδοκούσαν για να καταπιούν τον οίκο, εκείνοι ήταν πολύ απασχολημένοι να παίζουν τα δράματά τους, να αλληλοεξοντώνονται και να κατασπαταλούν χρήματα που δεν είχαν.
Με έναν υπέροχα δραματικό τρόπο, η μικρή αυτή δυναστεία του ευρωπαϊκού νότου κατάφερε, προσπαθώντας εμμονικά να διατηρήσει την προσκόλλησή της στο επίθετο, στο αίμα και το κατά φαντασίαν «οικόσημο», να κάνει ακριβώς το αντίθετο: Να διαλυθεί εντελώς.
Κι αυτή είναι μια οικογενειακή ιστορία που πολλοί εδώ κάτω ξέρουμε καλά.