Κόκκινα δάνεια: Τα εμπόδια στη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς
Το 2008, την έκφραση «κόκκινα» δάνεια την γνώριζαν μόνον τα στελέχη των τραπεζών. Και αυτό δεν ήταν παράξενο, καθώς το φαινόμενο δεν απασχολούσε την ελληνική κοινωνία σε μια εποχή επίπλαστης ευημερίας και ανάπτυξης. Άλλωστε, εκείνη την περίοδο μόλις 3 στα 100 δάνεια έμεναν απλήρωτα και οι τράπεζες διαχειρίζονταν τις περιπτώσεις αυτές με συνοπτικές διαδικασίες.
Ωστόσο, η παρατεταμένη ύφεση τα χρόνια της κρίσης και η αισθητή υποχώρηση των εισοδημάτων νοικοκυριών και επιχειρήσεων κατέστησε τα «κόκκινα» δάνεια «μάστιγα». Είναι χαρακτηριστικό πως στα τέλη του 2008 τα κόκκινα δάνεια στην Ελλάδα ήταν μόλις στο 3,12% του συνόλου, στα τέλη του 2011 ανήλθαν στο 12,10%, στα τέλη του 2013 άγγιξαν το 24,19% και σήμερα διαμορφώνονται στο 53% του συνόλου.
Αλλά τι ονομάζουμε «κόκκινο» δάνειο; Στην διεθνή πρακτική μη εξυπηρετούμενο δάνειο είναι το δάνειο, νοικοκυριού ή επιχείρησης καταναλωτικό, εταιρικό ή στεγαστικό που παρουσιάζει καθυστερήσεις 90 ημερών στην εξυπηρέτησή του. Στην Ελλάδα, η οποία τελεί σε πρόγραμμα στήριξης, τα δάνεια χαρακτηρίζονται ως μη εξυπηρετούμενα όταν οι καθυστερήσεις στην εξυπηρέτηση τους είναι πέραν των 6 μηνών. Σε πολλές περιπτώσεις όταν γίνει αναδιάρθρωση δανείου που παρουσιάζει καθυστερήσεις 60 ημερών, το δάνειο συνεχίζει να χαρακτηρίζεται ως μη εξυπηρετούμενο για περίοδο 6 μηνών μετά την αναδιάρθρωση.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονται σήμερα στα 108 δισ. ευρώ, εκ συνόλου δανείων 203 δισ. ευρώ, όταν συνολικά οι καταθέσεις επιχειρήσεων και νοικοκυριών στις τράπεζες είναι στα επίπεδα των 121,68 δισ. ευρώ. Μόνον από τη σύγκριση αυτή μπορεί κανείς να καταλάβει πως η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων και η ταχύτητα με την οποία θα ανακτηθεί μέρος των μη εξυπηρετούμενων οφειλών θα εξαρτηθεί εν πολλοίς και η υγεία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Οι δανειστές της Ελλάδος θεωρούν πως τα προηγούμενα χρόνια και ειδικά μετά το 2011 οι εκάστοτε κυβερνήσεις έδειξαν μεγάλη ανοχή στους μη συνεπείς δανειολήπτες και με διάφορα νομοθετήματα (Νόμος Κατσέλη), αλλά και ρυθμίσεις (πάγωμα πλειστηριασμών) εμπέδωσαν τη κουλτούρα «μη πληρωμής» των δανείων.
Κατά τους θεσμούς, αλλά και εκπρόσωπους των Ελληνικών τραπεζών οι πρακτικές αυτές, δημιούργησαν «στρατηγικούς κακοπληρωτές» (strategic defaulters), ήτοι δανειολήπτες που δεν πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους αν και διαθέτουν τα χρήματα για να το πράξουν και τα δάνεια των οποίων υπολογίζονται στα 20 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα μισά είναι επιχειρηματικά. Ακόμη, «παρήχθησαν» οφειλέτες που δεν φρόντισαν εγκαίρως να πληρώσουν τα χρέη τους, ελπίζοντας σε καλύτερες ρυθμίσεις και τελικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με δυσθεώρητες προσαυξήσεις.
Δεδομένου ότι όσο τα «κόκκινα» δάνεια αυξάνονται η κεφαλαιακή βάση των τραπεζών αποδυναμώνεται και υπό το οικονομικό βάρος που προκάλεσαν οι τρεις κεφαλαιακές ενισχύσεις των ελληνικών τραπεζών μετά το 2011 σε φορολογουμένους και τραπεζικούς επενδυτές, το τρίτο Μνημόνιο της Ελλάδος έθεσε αυστηρούς κανόνες, ώστε να μπει τέλος μια και καλή στο πρόβλημα αυτό.
Οι πιστωτές της Ελλάδος έκριναν πως μόνον εάν πωληθούν τα κόκκινα δάνεια σε funds, τύχουν ενεργητικής διαχείρισης, υπάρχουν αναδιαρθρώσεις υπερχρεωμένων επιχειρήσεων και επιχειρηματικών κλάδων και απελευθερωθούν οι πλειστηριασμοί ακινήτων που συνδέονται με τα δάνεια αυτά, οι δανειολήπτες θα βρεθούν αντιμέτωποι με τις ευθύνες τους και θα αρχίσουν να καταβάλουν ξανά τις δόσεις τους.
Κατά τους ίδιους με τον τρόπο αυτό θα εξαλείφει ο ηθικός κίνδυνος (moral hazard) που προκλήθηκε από τα λάθη και παραλείψεις των προηγουμένων ετών, επιτρέποντας σε κακοπληρωτές να εξισωθούν με εκείνους που είχαν πραγματικά αδυναμία πληρωμής των δανείων τους.
Οι σημερινές διαπραγματεύσεις
Στην εν εξελίξει διαπραγμάτευση με τους θεσμούς για τα κόκκινα δάνεια η κυβέρνηση ξανά και ξανά επαναλαμβάνει πως η όλη διαδικασία διαχείρισης και πώλησης δανείων πρέπει να γίνει σταδιακά και σε βάθος χρόνου, καθώς το ζήτημα αυτό είναι πρωτόγνωρο τόσο για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, όσο και για την ελληνική οικονομία και κοινωνία συνολικά. Ως παράδειγμα θέτουν την αποτυχία της πλήρους απελευθέρωσης της πώλησης των «κόκκινων» δανείων στην Ιρλανδία, ήτοι σε μια χώρα που είχε σχετική κουλτούρα και μηχανισμούς αντιμετώπισης των κακοπληρωτών.
Αλλά ποιες είναι οι θέσεις των δύο πλευρών;
Οι δανειστές τάσσονται υπέρ της πλήρους απελευθέρωσης της πώλησης όλων των κατηγοριών δανείων, δεχόμενοι να υπάρξει μια ελάχιστη προστασία για την πρώτη κατοικία που θα συνδεθεί με εισοδηματικά κριτήρια. Το ΔΝΤ και η ΕΚΤ εμφανίζονται μάλιστα να εγείρουν και απαίτηση για ενσωμάτωση και ενήμερων δανείων στα προς πώληση δάνεια. Όπως υποστηρίζουν, η πώληση ενήμερων δανείων είναι πάγια τραπεζική πρακτική και κυρίως αφορά σε προϊόντα που πωλούνται ή τιτλοποιούνται.
Η ελληνική πλευρά ωστόσο επιδιώκει μια σειρά εξαιρέσεων, για συγκεκριμένες κατηγορίες οφειλετών με βάση συγκεκριμένα όρια, αλλά και οριζόντια προστασία για τα δάνεια που συνδέονται με προσημείωση ή υποθήκη πρώτης κατοικίας.
Η αρχική ελληνική πρόταση προβλέπει απαγόρευση της πώλησης απαιτήσεων σε μη τραπεζικά ιδρύματα για δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις έως 500.000 ευρώ, δάνεια προς ελεύθερους επαγγελματίες έως 250.000 ευρώ, καταναλωτικά δάνεια έως 20.000 ευρώ και όλες τις δανειακές συμβάσεις –και όχι μόνο των στεγαστικών δανείων– όταν αυτές συνδέονται με προσημείωση ή υποθήκη πρώτης κατοικίας.
Αυτό είναι κάτι που ΔΝΤ και ΕΚΤ δεν θέλουν και στη θέση αυτή έχουν προσχωρήσει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τον ESM. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που ο υπουργός Οικονομίας Γιώργος Σταθάκης δηλώνει σε όλους τους τόνους πως η διαπραγμάτευση για τα κόκκινα δάνεια «έχει ακόμα δρόμο». Στενοί δε συνεργάτες του αν και βλέπουν πως υπάρχει μια κάποια διάθεση για την προστασία της πρώτης κατοικίας, αυτή είναι πολύ περιορισμένη και όπως αναφέρουν από τις 4 Απριλίου και μετά θα δοθεί «μάχη επιχειρημάτων» για να πειστούν οι πιστωτές.
Με βάση τις ίδιες πληροφορίες, οι εκπρόσωποι των δανειστών φέρεται να συζητούν μια περιορισμένης έκτασης εξαίρεση από την πώληση των κόκκινων στεγαστικών δανείων σε funds και κάποιων που συνδέονται με την πρώτη κατοικία. Δέχονται να προστατευθούν από την πώληση κόκκινα στεγαστικά δάνεια οφειλετών που ανήκουν στους οικονομικά αδύναμους δανειολήπτες, με την προϋπόθεση πως ο χρόνος προστασίας των δανείων αυτών θα είναι μικρότερος από τα τρία έτη που ζητά η ελληνική πλευρά.
Ως βάση για τα εισοδηματικά κριτήρια ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ και ESM φαίνονται να αποδέχονται τα νέα κριτήρια του νόμου Κατσέλη που ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου και περιορίζουν την προστασία από πλειστηριασμούς για όσους η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας τους είναι έως 120.000 ευρώ εάν πρόκειται για άγαμο, προσαυξημένη κατά 40.000 ευρώ εάν είναι έγγαμος και κατά 20.000 ευρώ για κάθε παιδί. Στις εν λόγω περιπτώσεις το ετήσιο εισόδημα με βάση τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης θα πρέπει να είναι στα 8.180 για τον άγαμο ή στα 13.917 όταν πρόκειται για ζευγάρι και έως 20.639 ευρώ όταν πρόκειται για τετραμελή οικογένεια. Αν υπάρξει συμφωνία για τη μη πώληση ενυπόθηκων δανείων νοικοκυριών που αφορούν σε πρώτη κατοικία το πλέον πιθανό είναι πως θα αφορά σε αυτή την κατηγορία.
Η ελληνική πλευρά θέλει να κινηθεί πέρα των ορίων αυτών και επιδιώκει να προστατεύσει όσο το δυνατόν περισσότερους δανειολήπτες των οποίων το μη εξυπηρετούμενο δάνειό τους προστατεύεται από την πώληση έως τις 15 Απριλίου. Κυβερνητικά στελέχη αναφέρουν πως εάν δεν περάσουν οι εξαιρέσεις που ζητά η ελληνικά πλευρά κινδυνεύουν να πέσουν στα χέρια των funds συνολικά 250.000 ακίνητα.
Πάντως, απαίτηση των θεσμών στις διαπραγματεύσεις είναι να περιλαμβάνονται και ενήμερα δάνεια στα προς πώληση χαρτοφυλάκια. Η σκέψη τους είναι απλή. Ένα «πακέτο» δανείων που περιλαμβάνει και ενήμερα δάνεια είναι πιο ελκυστικό και καθιστά την άντληση ρευστότητας πιο εύκολη.
Ένα ακόμη ζήτημα που είναι σε εκκρεμότητα είναι η φορολογική μεταχείριση των εταιρειών (αγοράς απαιτήσεων) που θα αγοράσουν τα δάνεια. Τα ξένα funds ζητούν ουσιαστικά την εξαίρεσή των εταιρειών αυτών από τον φόρο μεταβίβασης, στην περίπτωση που προχωρήσουν σε αγορές μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων. Αυτό η ελληνική κυβέρνηση το απορρίπτει. Σε κάθε περίπτωση η πώληση δανείων δεν είναι προτεραιότητα ειδικά στα στεγαστικά δάνεια όπου αναμένεται να κυριαρχήσει η εκχώρηση της διαχείρισης στις ξένες εταιρείες και λιγότερο η πώληση.
Σημειώνεται πως με τροπολογία στο Ν. 4354/2015 που ψηφίσθηκε προ εβδομάδων παρατάθηκε έως τις 15 Απριλίου η περίοδος της εξαίρεσης από την πώληση σε Εταιρείες Μεταβίβασης Απαιτήσεων από Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΕΜΑΜΕΔ) συγκεκριμένων κατηγοριών δανείων, μέχρι τη θέσπιση του κατάλληλου ρυθμιστικού πλαισίου. Πρόκειται για καταναλωτικές δανειακές συμβάσεις, συμβάσεις με υποθήκη ή με προσημείωση υποθήκης πρώτης κατοικίας και τα δάνεια και τις πιστώσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Με βάση κυβερνητικές πηγές, το 90% των δανείων αυτών είναι έως 100.000 ευρώ, ενώ αρκετά επιχειρηματικά δάνεια, κυρίως μικρομεσαίων επιχειρήσεων, έχουν ληφθεί ως καταναλωτικά.
Συνεχίζεται...