Κλάους Έντερ: To ντοκιμαντέρ δεν έχει υποχρέωση να υποκύψει στη λογική του best seller
Ποιά η σημασία των μικρών φεστιβάλ κινηματογράφου σήμερα; Πόσο θα επηρεάσει ο κορωνοϊός και οι περιορισμοί που αυτός έφερε στις ζωές μας τον κινηματογράφο και τον τρόπο που βλέπουμε ταινίες; Είναι σήμερα ευκολότερο να κάνει κανείς με τις ευκολίες που παρέχει η τεχνολογία ένα ντοκιμαντέρ, αλλά γίνονται καλά ντοκιμαντέρ; Ο Κλάους Έντερ είναι ο γενικός γραμματέας της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) και έχει εμπειρία και άποψη γι' αυτά και για πολλά ακόμη που αφορούν την κινηματογραφική βιομηχανία.
Έχει τεράστιο συγγραφικό έργο, έχει διατελέσει μέλος κριτικών επιτροπών σε πάρα πολλά φεστιβάλ ανά τον κόσμο και φέτος είναι ο πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Καστελλορίζου, «Πέρα από τα σύνορα».
Με το CNN Greece τον συναντήσαμε στο Καστελλόριζο κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ και είχαμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί του.
Κύριε Έντερ έχετε παρακολουθήσει και άλλα φεστιβάλ στην Ελλάδα. Βρισκόμαστε στο Καστελόριζο, σε ένα μικρότερο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ και θα ήθελα να μου δώσετε τις πρώτες εντυπώσεις σας.
Αυτό είναι ένα διεθνές φεστιβάλ στο οποίο προβάλλονται ενδιαφέροντα διεθνή ντοκιμαντέρ. Θα ευχόμουν να έχουμε περισσότερα ελληνικά ντοκιμαντέρ χωρίς να κάνω διαχωρισμό σε διαγωνιστικό τμήμα και πανόραμα. Μπορεί να γίνει ένα σημείο αναφοράς για τον ελληνικό κινηματογράφο.
Πιστεύετε ότι αυτά τα μικρότερα φεστιβάλ μπορούν να λειτουργήσουν ενισχυτικά για την προώθηση του ντοκιμαντέρ;
Δεν είναι είναι λίγο αντιφατικό να μιλάμε για ντοκιμαντέρ και προώθηση;
Η προώθηση είναι κάτι που έρχεται από την εμπορική πλευρά της παραγωγής ταινιών. Έχω διαπιστώσει τα τελευταία χρόνια ότι μου δίνει πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση το να πηγαίνω και να παρακολουθώ μικρότερα φεστιβάλ αντί μεγάλα. Στα μεγάλα φεστιβάλ πας και βλέπεις τις καινούργιες ταινίες διάσημων σκηνοθετών αλλά πιστεύω ότι τα μεγάλα φεστιβάλ όπως για παράδειγμα οι Κάννες ή το Βερολίνο, δεν παρουσιάζουν στο κοινό νέα πράγματα, νέες προτάσεις. Εντάξει, για να είμαστε δίκαιοι, με ένα τρόπο το κάνουν.
Όμως σε τέτοια μικρά φεστιβάλ έρχομαι πιο κοντά στους ανθρώπους, στους δημιουργούς, στις ταινίες. Φεστιβάλ που φτιάχνονται όχι από μια γραφειοκρατία, από τις μεγάλες μηχανές οργάνωσης φεστιβάλ αλλά από ανθρώπους και εν προκειμένω για το Φεστιβάλ στο οποίο βρισκόμαστε από, την Ειρήνη Σαρίογλου έναν άνθρωπο που ενδιαφέρεται για την ιστορία, την ελληνική ιστορία και αυτό είναι κάτι που το νιώθεις όταν έρχεσαι εδώ και είναι υπέροχο.
Πολλοί θα σας πουν ότι είναι ευκολότερο σήμερα να κάνει κανείς μία ταινία γιατί η τεχνολογία προσφέρει πολλά εργαλεία στους κινηματογραφιστές. Αλλά τελικά είναι η τεχνολογία το εργαλείο αυτό που θα βοηθήσει κάποιον να κάνει μία καλή ταινία;
Όχι. Υπάρχει μία ταινία στο πρόγραμμα η οποία γυρίστηκε με τρία κινητά τηλέφωνα μόνο. Δεν χρησιμοποιήθηκε καμία συμβατική, πείτε το όπως θέλετε κάμερα.
Εάν δεν είσαι ειδικός και αν δεν κοιτάς πάρα πολύ προσεκτικά την οθόνη δεν καταλαβαίνεις τη διαφορά. Δεν χρειάζεσαι την υψηλή τεχνολογία.
Για να κάνεις μία ταινία, ένα ντοκιμαντέρ δεν χρειάζεσαι χρήματα, χρειάζεται να έχεις κάτι να πεις. Εάν έρχεσαι με μία ιδέα για μία ιστορία τότε σίγουρα θα την κάνεις την ταινία.
Η σειρά δεν είναι πρώτα να βρω χρήματα και μετά να κάνω την ταινία, είναι αντίστροφη και η ποιότητα μιας ταινίας, το έχουμε δει πολλές φορές, δεν εξαρτάται από τα χρήματα που θα βάλεις.
Γίνονται καλύτερα ντοκιμαντέρ σήμερα με όλα αυτά τα τεχνολογικά εργαλεία που υπάρχουν στη διάθεση των κινηματογραφιστών;
Όχι, πιστεύω ότι η τεχνολογία είναι υπερεκτιμημένη και δεν μπορεί αυτή να αποφασίσει για τίποτα.
Κάποια στιγμή πριν αρκετό καιρό είχα διαβάσει ένα άρθρο στο European Documentary Network το οποίο, έγραφε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ντοκιμαντέρ δεν βγάζει τα χρήματα που δαπανήθηκαν για να παραχθεί. Θα ήθελα να μου το σχολιάσετε.
Ποιος σας είπε ότι τα ντοκιμαντέρ θα πρέπει να φέρουν πίσω τα χρήματα που δαπανήθηκαν για να παραχθούν; Αυτή είναι η λογική του Χόλιγουντ. Δηλαδή ότι ο στόχος της ταινίας είναι να φέρει χρήματα.
Στην Ευρώπη έχουμε το προνόμιο, σε πάρα πολλές χώρες τουλάχιστον, το κράτος, τα υπουργεία πολιτισμού, οι τηλεοράσεις, να χρηματοδοτούν ή να συγχρηματοδοτούν ταινίες και δεν θέλουν να πάρουν πίσω τα χρήματά τους. Είναι δημόσιο χρήμα που μπαίνει σε ένα σύστημα στο οποίο μπαίνουν χρήματα από διαφορετικές πήγες. Αυτό το σύστημα λοιπόν υπάρχει για να βοηθάει την κινηματογραφία και όχι για να παίρνει πίσω τα χρήματά του και αυτά τα χρήματα μπορούν να φτάσουν στον ανεξάρτητο κινηματογραφιστή. Εδώ δεν είναι Χόλιγουντ και το ερώτημα δεν είναι αν η ταινία θα φέρει πίσω τα λεφτά της αλλά εάν θα είναι μία καλή ταινία. Τα ντοκιμαντέρ μπορούν επίσης να είναι πολύ καλές ταινίες και όλοι γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να ακολουθήσουν τους κανόνες των best sellers. Ένα ντοκιμαντέρ δεν μπορεί να είναι best seller.
Είναι σαν να μπαίνετε σε ένα βιβλιοπωλείο. Στο ράφι υπάρχει ένα best seller το οποίο πουλάει χιλιάδες αντίτυπα και ακριβώς δίπλα του ένα μικρό βιβλιαράκι ποίησης το οποίο πουλάει πάρα πολύ λίγα. Και τα δύο βιβλία όμως βρίσκονται στο ίδιο βιβλιοπωλείο και έχουν το δικαίωμα να βρίσκονται στο ίδιο βιβλιοπωλείο. Το ίδιο συμβαίνει και με το σινεμά.
Η κινηματογραφική βιομηχανία σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες δεν θα υπήρχε καν χωρίς αυτά τα χρήματα.
Ζούμε σε μία περίοδο όπου λογω του κορωνοϊού πολλές από τις συνήθειες μας άλλαξαν ή αναγκαστήκαμε να προσαρμοστούμε στις νέες συνθήκες. Πώς πιστεύετε ότι μπορεί αυτή η περίοδος που ζήσαμε και εξακολουθούμε να ζούμε να επηρεάσει τόσο το θέμα της παραγωγής όσο και το θέμα του πως βλέπουμε ταινίες. Το αν για παράδειγμα θα συνεχίσουν να γεμίζουν οι αίθουσες των κινηματογράφων μετά από αυτή την περιπέτεια.
Δεν το γνωρίζω, μπορώ να σας πω όμως την εμπειρία που είχαμε στη Γερμανία. Όταν άνοιξαν ξανά οι κινηματογράφοι μετά τη λήξη της καραντίνας, όλοι είχαμε μεγάλη περιέργεια να δούμε αν το κοινό θα επιστρέψει στις αίθουσες.
Προκάλεσε σε όλους μας έκπληξη το πόσο πολύς κόσμος πήγε στους κινηματογράφους για να δει μία ταινία σε μεγάλη οθόνη.
Και αυτό όχι μόνο γιατί οι άνθρωποι ήθελαν να δούν ταινία αλλά γιατί ήθελαν να δουν φίλους, να πιούν μία μπύρα πριν την ταινία και να κάτσουν σε ένα εστιατόριο να φάνε μετά.
Ήταν κάτι σαν μία κοινωνική εκδήλωση και όχι μόνο το να δεις μία ταινία. Η πρώτη εμπειρία λοιπόν μετά την καραντίνα ήταν θετική. Είδαμε τεράστιο ενδιαφέρον από τον κόσμο να επιστρέψει στους κινηματογράφους.