FOCUS

Η πολτοποίηση των βιβλίων είναι μια σύνθετη - και πολύ δυσάρεστη- ιστορία

Η πολτοποίηση των βιβλίων είναι μια σύνθετη - και πολύ δυσάρεστη- ιστορία

Η υπόθεση με την πολτοποίηση των βιβλίων των -χρεοκοπημένων- εκδόσεων Γαβριηλίδη, πήρε έκταση στα social media -κατ' επέκταση και στα ΜΜΕ γενικότερα- και όπως συμβαίνει πολύ συχνά τον τελευταίο καιρό, έστρεψε το ενδιαφέρον του κοινού σε ένα θέμα που μόνο καινούργιο δεν είναι.

Κι από την άλλη πλευρά δημιούργησε, σε ένα πιο βαθύ επίπεδο συζήτησης, διάφορα ερωτήματα και θέματα: Όπως, για παράδειγμα, τι είναι τελικά το βιβλίο και ποια είναι η πραγματική του αξία; Αυτή του αντικειμένου, ή εκείνη του κειμένου;

Μια βιβλιοκτόνα πολιτική

Η πρακτική της πολτοποίησης ισχύει εδώ και χρόνια -και όχι μόνο από τις τράπεζες, ή τους κάθε λογής κατασχέτες, αλλά και από τους ίδιους τους εκδοτικούς οίκους- καθώς ο ισχύων νόμος καθιστά σχεδόν απαγορευτικό το να κρατάς στοκ απούλητων βιβλίων.

Κι αυτό διότι στην 5ετία τα βιβλία θεωρούνται πουλημένα και ο εκδότης υποχρεούται στην καταβολή ΦΠΑ. Εξίσου δύσκολη είναι και η δωρεά τους, καθώς ο δωρητής πρέπει και πάλι να καταβάλει ένα πολύ σημαντικό ποσό, ή να το επιβαρυνθεί ο λαμβάνων τη δωρεά, κάτι που ακυρώνει ουσιαστικά το κοινοφελές του πράγματος.

Στην περίπτωση των χρεοκοπημένων οίκων, όπως ο Γαβριηλίδης, η καταστροφή του αποθέματος απαλλάσσει τον κατασχέτη από το βάρος της φορολογίας που «κληρονομεί». Το ερώτημα, φυσικά, είναι, εάν ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα θα έπρεπε να επωμιστεί το βάρος αυτό προκειμένου να δωρίσει τα βιβλία. Αυτό, όμως, είναι στη διακριτική του ευχέρεια και δεν μπορεί κανείς να υποχρεώσει κανέναν να κάνει κάτι τέτοιο.

Ας μείνουμε, όμως, για λίγο στους εκδότες.

«Εάν ο εκδότης μπορούσε να κρατήσει το απόθεμα χωρίς να πληρώνει, τότε θα μπορουσε είτε να το πούλησει στο μέλλον σε όποιον το θέλει, είτε να το δωρήσει σε κάποια δημόσια βιβλιοθήκη», λέει η Κατερίνα Μαλακατέ, ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου Booktalks. «Με τον ισχύοντα νόμο, όμως, δεν μπορεί κανείς να κρατήσει στοκ, είναι οικονομικά ασύμφορο».

Γι αυτό και πολλοί εκδοτικοί οίκοι πολτοποιούν οι ίδιοι τα βιβλία τους, κάτι το οποίο ακούγεται ακόμη πιο τρομακτικό από το να τα πολτοποιήσει κάποια τράπεζα, αν μη τι άλλο για σημειολογικούς λόγους. Γι αυτό, επίσης, οι αντιδράσεις εκ μέρους των ίδιων των εκδοτικών οίκων, ήταν από πολύ χλιαρές έως εντελώς ανύπαρκτες, μετά το θόρυβο που προκλήθηκε από την είδηση...

Δεν θα ήταν, όμως, ενάντια στα συμφέροντα των βιβλιοπωλών εάν εκατοντάδες ή και χιλιάδες τίτλοι δωρίζονταν στος βιβλιοθήκες, τα σχολεία, ή άλλα δημόσια ιδρύματα;

«Καθόλου», απαντά η ίδια. «Μακάρι να πήγαιναν όσο περισσότερα βιβλία γίνεται στις βιβλιοθήκες, από εκεί ξεκινά ο κόσμος να μαθαίνει να διαβάζει».

Και βάζει μια άλλη πτυχή του ζητήματος: «Το δυσάρεστο είναι όταν οι εκδοτικοί οίκοι ξαφνικά αποφασίζουν να βγάλουν το απόθεμά τους στα λεγόμενα παζάρια, με 0,20 και 0,50 το βιβλίο. Τότε είναι που πλημμυρίζει η αγορά με φτηνά βιβλία, τα οποία ο κόσμος αγοράζει μόνο και μόνο επειδή είναι φτηνά».

Εκέινοι που αντέδρασαν πιο έντονα στην υπόθεση της πολτοποίησης ήταν οι συγγραφείς.

Ο συγγραφέας Απόστολος Δόλγερας, που έχει εκδώσει τα βιβλία του στον εκδοτικό οίκο του Σάμη Γαβριηλίδη, έγραψε σε ανάρτησή του στο Facebook:

«Μετά το θάνατό του (Γαβριηλίδη) πληροφορήθηκα ότι θα μπορούσα να πάω, όπως και άλλοι συγγραφείς, στα γραφεία και να αγοράσω τα βιβλία μου. Στη γεμάτη με βιβλία υπόγεια αποθήκη του βρέθηκαν περί τα 60 με 70 συνολικά από τους έξι τίτλους μου. Διεπίστωσα ότι με έναν μέσο όρο 14 ευρώ θα έπρεπε συνολικά να πληρώσω πάνω από 800 €. Δεν το έκανα, αγόρασα τέσσερα από κάθε αντίτυπο για να πληρώσω λιγότερα χρήματα. Όπως έμαθα, τα χρήματα αυτά οι πιστώτριες τράπεζες τα διέθεσαν για την πληρωμή τρεχόντων υποχρεώσεων προς τους εργαζομένους.

Επίσης πρέπει να πω ότι προσωπικά μου δόθηκαν ευγενώς από τους κληρονόμους του τα τελικά PDF των βιβλίων μου, τα οποία ήδη έχω δώσει σε όποιον μου τα ζήτησε.

Όμως τελικά η αδυναμία διακίνησης ζητούμενων ή νέο-εκδομένων βιβλίων είναι μια οδυνηρή κατάσταση γι’ αυτούς που έκαναν τον κόπο να τα γράψουν και είχαν τη νόμιμη επιθυμία να τα δουν τυπωμένα».

Η παρέμβαση του υπουργείου Πολιτισμού

«Το βιβλίο αποτελεί στοιχείο της ταυτότητας, του δείκτη πολιτισμού μιας κοινωνίας Αποτελεί προέκταση της μνήμης και της φαντασίας του ανθρώπου και ως πνευματικό έργο επιβάλλει τον σεβασμό μας προς τον δημιουργό, αλλά και τον ίδιο τον αναγνώστη. Η καταστροφή ενός βιβλίου αντιβαίνει σε κάθε προσπάθεια ανάδειξης, διαφύλαξης και διάσωσης των έργων του λόγου που αποτελούν κομμάτι της ανθρώπινης έκφρασης και πολιτισμικής δημιουργίας. Κάθε βιβλίο θα πρέπει να φθάνει στα χέρια του βιβλιόφιλου κοινού και να διασώζεται» δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη, ανακοινώνοντας και την παρέμβασή της προκειμένου να αλλάξουν οι συνθήκες στη διαχείριση ανάλογων καταστάσεων.

Πιο συγκεκριμένα το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού ανέθεσε στο Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, που είναι εποπτευόμενος φορέας του, «να ανοίξει τον δρόμο της δεύτερης ευκαιρίας σε βιβλία που κινδυνεύουν με πολτοποίηση με στόχο να βρουν τη θέση τους σε μια βιβλιοθήκη και στα χέρια κάποιων αναγνωστών».

Αυτό βέβαια προϋποθέτει νομοθετικές αλλαγές μεγάλης κλίμακας... Διότι αυτό που οδηγεί τα βιβλία στο θάνατό τους ως φυσικά αντικείμενα, δεν είναι ούτε οι τράπεζες, αλλά ούτε και οι εκδοτικοί οίκοι, αλλά ο ίδιος ο νόμος.

Τα βιβλία είναι ο αντικείμενο ή το κείμενο;

Με αφορμή το συγκεκριμένο περιστατικό, ξεκίνησε και μια ακόμη κουβέντα για την αξία του βιβλίου ως αντικειμένου ή ώς φορέα του περιεχομένου του.

«Το βιβλίο δεν είναι το αντικείμενο, είναι το κείμενο», λέει η Κατερίνα Μαλακατέ, η οποία προσθέτει ότι παρά τις προσπάθειες που έγιναν τα τελευταία χρόνια να αντικατασταθεί το χαρτί από ηλεκτρονικά βιβλία, το πρώτο αντιστέκεται, «είναι εξάλλου η καλύτερη τεχνολογία, είναι πιο εύκολο να γυρίζεις μια σελίδα από το να κατεβαίνεις μια οθόνη».

Παρόλα αυτά επισημαίνει ότι σημασία έχει «να φτάνει το περιεχόμενο στο κοινό, θα βρεθεί ο τρόπος, όπως έγινε και με τη μουσική».

«Αυτό που ξεχωρίζει κάποια αγαθά που εκφράζουν αξίες από τα άλλα που είναι απλά εμπορεύματα, είναι ότι οι άνθρωποι τα αγαπούν ακόμα και όταν δεν τα καταναλώνουν. Και μπορούν να στεναχωρηθούν και να θυμώσουν όταν μαθαίνουν αυτές τις μέρες ότι πολτοποιήθηκαν καλά βιβλία από πιστωτικά ιδρύματα - δανειστές ενός χρεωκοπημένου εκδοτικού οίκου για να αδειάσουν άρον-άρον οι αποθήκες και να πουληθούν. Να θυμώσουν ακόμα και αν ποτέ δεν θα αγόραζαν αυτά τα βιβλία ή ακόμα και αν ποτέ δεν διαβάζουν βιβλία. [...]

Αν όμως o Mill, ένας από τους ανθρώπους που θεμελίωσαν τον φιλελευθερισμό, ήδη από τον 19ο αι. αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι οι προτιμήσεις των ανθρώπων (και άρα και η καταναλωτική τους συμπεριφορά) δεν εκφράζουν αξίες γιατί υπάρχουν αξίες που πρέπει να γνωρίσεις για να εκτιμήσεις, στην περίπτωση των βιβλίων, της Τέχνης, του Πολιτισμού, οι άνθρωποι τα εκτιμούν ακόμα κι αν δεν τα έχουν εντάξει στην καθημερινότητα και τις καταναλωτικές προτιμήσεις τους ή και ακόμα κι αν δεν τα έχουν γνωρίσει. Γι'αυτό είναι περήφανοι ή τσακώνονται με πάθος για μεγάλα δημόσια έργα πολιτισμού -μια Πινακοθήκη, μια Όπερα, το Μουσείο της Ακρόπολης- ακόμη κι αν δεν τα επισκεφτούν ποτέ. Αυτό δεν τους κάνει υποκριτές ή «δήθεν», τους κάνει πραγματικούς ανθρώπους με συναίσθηση αξιών», έγραψε ο επιχειρηματίας Γρηγόρης Φαρμάκης, δίνοντας μια άλλη διάσταση στο θέμα.

Οικονομία της αγοράς ναι, με λίγα λόγια, αλλά υπάρχουν ορισμένα αγαθά και αξίες που υπερβαίνουν τους αυστηρούς της νόμους και εν τέλει δίνουν νόημα και περιεχόμενο και στον ίδιον τον καπιταλισμό και υπερβαίνουν τον στεγνά ωφελιμιστικό του χαρακτήρα.

Εξάλλου, ακόμη και καθαρά οικονομικά να δούμε το ζήτημα, ένα βιβλίο είναι πολύ παραπάνω από το χαρτί στο οποίο είναι τυπωμένο: Είναι ο κόπος και ο χρόνος των ανθρώπων που εργάστηκαν γι αυτό, είναι το κόστος όλης αυτής της δουλειάς, είναι η έμπνευση που χρειάστηκε προκειμένου το αντικείμενο αυτό να γίνει κάτι πολύ παραπάνω από μερικά φύλλα χαρτί δεμένα το ένα με το άλλο. Να γίνει το ίδιο, σε πολλές περιπτώσεις, ένα μικρό έργο Τέχνης.

«Πόσα χρήματα άξιζαν οι λέξεις; Πώς να μετρήσουμε σε χρήματα την ποίηση; Αδύνατον. Ενώ ο πολτός έχει συγκεκριμένη τιμή στην αγορά. Και οι τράπεζες δεν ενδιαφέρονται για το ανεκτίμητο αλλά για το τιμολόγιο» έγραψε στην σελίδα του στο Facebook o συγγραφέας Αλέξανδρος Σχισμένος συμπληρώνοντας ότι με την απόφασή τους αυτή «οι τράπεζες απέδειξαν ότι δεν είναι χαρτί και κόλλα το βιβλίο, αλλά λέξεις. Το χαρτί και η κόλλα παρέμειναν. Οι λέξεις χάθηκαν, πάνε, τις έφαγαν οι μηχανές. Αν αφαιρέσεις την ποίηση μένει ο πολτός».

Κι αυτός που τα έγραψε; Πώς αισθάνεται αυτός που το έγραψε;

Last but not least, όπως πολύ εύστοχα λένε οι Άγγλοι, υπάρχει και η πιο ανθρώπινη πλευρά, η οποία ίσως δεν παίζει στην εποχή μας μεγάλο ρόλο σε τούτον τον πολύ οικονομοκεντρικό κόσμο. Υπάρχει η πλευρά του ανθρώπου που έγραψε ένα βιβλίο και όχι μόνο το έγραψε αλλά μπήκε και στη διαδικασία να το «εκθέσει» στους αναγνώστες, στο κοινό.

Κάθε βιβλίο είναι μια προσωπική έκθεση. Είναι σκέψεις και συναισθήματα που μετουσιώνονται σε λέξεις και βγαίνουν από το στενό πλαίσιο του τετραδίου ή του υπολογιστή ενός ανθρώπου, για να εκτεθούν στο ευρύ κοινό.

Ο Κώστας Κωστάκος είναι ένας άνθρωπος που γράφει και εκθέτει τις σκέψεις του καθημερινά, είτε μέσα από τα κείμενά του σε κάποια ΜΜΕ, είτε μέσα από τον πολύ δημοφιλή λογαριασμό του στο Facebook, είτε μέσα από τα βιβλία του. Ένας άνθρωπος πολύ κατάλληλος για να μιλήσει για τη σημασία ενός κειμένου που ξεκινά το ταξίδι του στον κόσμο, τυπωμένο σε μερικές σελίδες:

«Aν δεχτούμε ότι, πριν φτάσει στην πολτοποίηση, ένα βιβλίο είτε έχει ηττηθεί είτε έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του με όρους αγοράς, τότε μάλλον η απάντηση στο ερώτημα τι του αρνούμαστε με την πολτοποίηση, είναι ακριβώς το δικαίωμά του να υπάρξει με άλλους όρους, το δικαίωμά του να συνεχίσει να υπάρχει σε έναν χώρο που δεν τον ορίζει η αγορά, σε έναν χώρο που η αγορά είναι εκτός θέματος.

Του αρνούμαστε, ας πούμε, το δικαίωμα να βρεθεί στα χέρια τριών ανθρώπων στα επόμενα τρία χρόνια. Του αρνούμαστε την πιθανότητα στον έναν από τους τρεις κάτι να έχει να πει, κάτι να εμπνεύσει, κάποια προσωπική του ρωγμή να ξεκλειδώσει. Του αρνούμαστε την ευκαιρία να συνομιλήσει, να ακουστεί, να αγγίξει.

Όχι τα μεγάλα πλήθη, όχι τις μάζες, όχι μια ποσότητα ανθρώπων ικανή να το καθιστούσε προϊόν που θα εξακολουθούσε να έχει εμπορική αξία. Αλλά εκείνον τον ίσως τυχαίο αναγνώστη, για τον οποίο ο συγγραφέας έγραφε το βιβλίο, χωρίς ποτέ να το ξέρει. Νομίζοντας ότι το γράφει είτε για τον ίδιο, είτε για τα πλήθη. Ενώ το έγραφε για τον ένα ή την μία. Που δεν θα το διαβάσει ποτέ. Γιατί πολτοποιήθηκε».