FOCUS

Αναλένα Μπέρμποκ: Το «πείραμα» των Γερμανών Πρασίνων στο τέλος της εποχής Μέρκελ

Αναλένα Μπέρμποκ: Το «πείραμα» των Γερμανών Πρασίνων στο τέλος της εποχής Μέρκελ
AP Photo/Jens Meyer

Η συμπρόεδρος των Πρασίνων, Αναλένα Μπέρμποκ, έλαβε το χρίσμα του κόμματός της για να διεκδικήσει την καγκελαρία της Γερμανίας στις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου. Η διαδικασία επιλογής της υπήρξε διακριτική, απρόσκοπτη και ενωτική. Η ίδια και ο έτερος συμπρόεδρος, Ρόμπερτ Χάμπεκ, συνεννοήθηκαν μεταξύ τους αθόρυβα και συντροφικά -ό,τι ακριβώς αδυνατεί αυτές τις μέρες να πετύχει η Χριστιανική Ένωση (CDU/CSU)...

Η Αναλένα Μπέρμποκ συγκεντρώνει, όμως, περισσότερες πρωτιές: είναι η πρώτη υποψήφια καγκελάριος που ορίζεται στην ιστορία των Πρασίνων, οι οποίοι, μετά την ραγδαία δημοσκοπική άνοδό τους και την επιτυχία στις ευρωεκλογές, μπορούν να ελπίζουν ότι -τουλάχιστον στους αριθμούς- δεν αποκλείεται και ένας κυβερνητικός συνασπισμός με Πράσινο Καγκελάριο.

Μέχρι τώρα, των προεκλογικών εκστρατειών ηγούνταν οι δύο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος. Η 40χρονη Αναλένα Μπέρμποκ είναι όμως και η νεότερη υποψήφια καγκελάριος της Γερμανίας, ενώ θα είναι η δεύτερη γυναίκα υποψήφια για το αξίωμα, μετά την Άνγκελα Μέρκελ.

Μητέρα δύο κοριτσιών και απόφοιτος Πολιτικών Επιστημών και Δημοσίου Δικαίου, η υποψήφια των Πρασίνων έχει αφιερώσει τα μισά της χρόνια στο κόμμα, στο οποίο εντάχθηκε το 2003. Τη χρονιά εκείνη εξελέγη ομοσπονδιακή βουλευτής και το 2018 αρχηγός του κόμματος.

Τότε η εμβληματική μορφή των γερμανών Πρασίνων και πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, ο Γιόσκα Φίσερ, είχε δηλώσει: «Η Αναλένα για μένα έρχεται από το τίποτα».

Διαφορετική ήταν η άποψη του πρώην υπουργού Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ (CDU), ο οποίος διαβουλεύτηκε μαζί της επί εβδομάδες στις διερευνητικές επαφές για τον σχηματισμό κυβέρνησης μετά τις εκλογές του 2017: «Αυτή η γυναίκα με εντυπωσιάζει. Στις διερευνητικές διαπραγματεύσεις μου έκανε πολύ καλή εντύπωση, ήταν πάντα ενημερωμένη και πάντα ουσιαστική».

Οι συζητήσεις είναι γνωστό ότι δεν απέδωσαν και η κυρία Μπέρμποκ, τότε αρχηγός της τοπικής οργάνωσης στο Βραδεμβούργο, έχασε ενδεχομένως την ευκαιρία να αναλάβει κυβερνητικό πόστο. Αυτό της καταλογίζεται σήμερα και ως η σημαντικότερη αδυναμία της, εν όψει των εκλογών. Ενώ θεωρείται ικανή, διαβασμένη, πειθαρχημένη και ομαδικός παίκτης, οι επικριτές της τονίζουν την απειρία της σε ό,τι αφορά πραγματικές ευθύνες διοίκησης, έστω σε κρατιδιακό επίπεδο.

Επιπλέον, την θεωρούν υπερβολικά «ωμή» στις τοποθετήσεις της, κάτι που, όπως φαίνεται, για το κόμμα της δεν αποτελεί πρόβλημα. Η ίδια πάντως, εν γνώσει του τι θα αντιμετωπίσει τους επόμενους μήνες, έδωσε ήδη την πρώτη της απάντηση στο θέμα της απειρίας:

«Αν το θέμα ήταν μόνο η κυβερνητική εμπειρία, τότε θα έπρεπε απλώς να συνεχίσουμε με τον μεγάλο συνασπισμό», δήλωσε και έσπευσε να τονίσει ότι για την ίδια το σημαντικό δεν είναι η υποψηφιότητα για την καγκελαρία ή για ένα υπουργείο. «Οι θέσεις ενδιαφέρουν άλλους. Εμείς θέλουμε να φέρουμε μια αλλαγή στην γερμανική πολιτική, με την κλιματική αλλαγή στο επίκεντρο», σημείωσε.

Σε μία ακόμη «πρωτιά», ο συμπρόεδρος των Πρασίνων, Ρόμπερτ Χάμπεκ, ο οποίος ήταν, τουλάχιστον για τις δημοσκοπήσεις, ο καταλληλότερος να πετύχει το καλύτερο δυνατό εκλογικό ποσοστό, όχι μόνο παρουσίασε σήμερα την κυρία Μπέρμποκ ως υποψήφια καγκελάριο, αλλά έγραψε και επιστολή προς τα μέλη του κόμματος, εξηγώντας τους γιατί της παραχώρησε το προβάδισμα:

«Είναι μια δραστήρια γυναίκα με αυτοπεποίθηση, με ξεκάθαρη πολιτική πυξίδα, η οποία μπορεί να αγωνιστεί για την ουσία των πραγμάτων και κινητοποιείται από τη βούληση να αλλάξει τον κόσμο. Φέρνει μαζί της το πάθος και την -αν μπορώ να το πω- αυτοθυσία που απαιτεί αυτή η θέση» γράφει ο κ. Χάμπεκ και εξηγεί ότι ακριβώς αυτό που κάνει τους Πράσινους ισχυρούς, η ισότητα και η συνεργασία, οδηγεί τώρα στην ανάγκη ο ένας να κάνει πίσω.

Το «πείραμα Μπέρμποκ» των Πρασίνων δεν είναι προφανώς χωρίς ρίσκο, όπως σημειώνει η ανταποκρίτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ στο Βερολίνο.

Οι Πράσινοι όμως, στους οποίους τα τελευταία χρόνια έχει ενισχυθεί η τάση των «ρεαλιστών», έκαναν την λιγότερο ασφαλή επιλογή, εμπιστευόμενοι μια νέα γυναίκα απέναντι στα «βαριά κομματικά χαρτιά» τόσο της Χριστιανικής Ένωσης, όσο και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) που έδωσε το χρίσμα στον αντικαγκελάριο και υπουργό Οικονομικών, Όλαφ Σολτς.

Αυτό, στη σημερινή Γερμανία, στο τέλος της «εποχής Μέρκελ», με μια κοινωνία εξαντλημένη από την πανδημία, αλλά και από την επιμονή των παραδοσιακών κομμάτων στην ομφαλοσκόπηση, μπορεί και να αποδειχτεί εξαιρετικά σοφή κίνηση.