Κορωνοϊός: Τι είναι το δωρεάν self testing και πώς θα το κάνουμε μόνοι μας στο σπίτι
Ανανεώθηκε:
Ένα δωρεάν self test την εβδομάδα θα μπορεί να κάνει πλέον κάθε πολίτης, καθώς ρίχνονται πλέον στη μάχη κατά της διασποράς του κορωνοϊού.
Οι πολίτες θα μπορούν να προμηθεύονται πλέον από τα φαρμακεία όλης της χώρας δωρεάν self testing kit κορωνοϊού ή πιο... απλά, τεστ αυτοδιάγνωσης για τον covid-19.
Το self-testing, σύμφωνα με αυτά που ήδη κυκλοφορούν σε Γερμανία και Βρετανία, μπορεί με εύκολο τρόπο να δείχνει από το σπίτι το αποτέλεσμα μέσα σε λιγότερο από μισή ώρα.
Από την στιγμή που ο πολίτης, σύμφωνα με το ελληνικό σχέδιο, θα το προμηθεύεται από τα φαρμακεία, θα μπορεί τηρώντας απαραίτητα τους κανόνες υγιεινής των χεριών να λαμβάνει δείγμα σάλιου με τον ειδικό στυλό που θα υπάρχει στην συσκευασία από το στόμα και να κάνει το τεστ.
Η συσκευασία περιλαμβάνει τον ειδικό ανιχνευτή του κορωνοϊού, όπου θα μπορεί κάποιος εύκολα να τοποθετεί το δείγμα εκεί προκειμένου αυτό να δείξει το τελικό αποτέλεσμα.
Πώς θα κάνετε το τεστ μόνοι σας
Σύμφωνα με οδηγίες του γερμανικού Ινστιτούτου Ρόμπερτ Κοχ, οι λωρίδες που υπάρχουν στο κουτί των self test περιλαμβάνουν αντισώματα αντιγόνου που ενεργοποιούν κάποιο συγκεκριμένο ένζυμο.
Στην περίπτωση που το τεστ κορωνοϊού βγει θετικό, τότε θα παράξει μια εμφανή χρωστική.
Η ακρίβεια διάγνωσης του τεστ άγγιξε το 71%. Τα τεστ έγιναν σε 60 πολίτες που διαγνώστηκαν θετικοί στον κορωνοϊό με την πραγματοποίηση PCR (μοριακού) τεστ.
Γαλλική εταιρεία που σκοπεύει να διοχετεύσει τέτοια rapid test αυτοδοκιμής στη χώρα, αναφέρει πως προκειμένου να πραγματοποιηθεί το τεστ, ο πολίτης θα πρέπει να εισάγει μια μπατονέτα ως 3 με 4 εκατοστά στη ρινική κοιλότητα και να την περιστρέψει πέντε φορές πριν την αφαιρέσει. Στη συνέχεια, αναμειγνύει το δείγμα με το υγρό που παρέχεται στο kit και αναμένει το αποτέλεσμα.
Τα self test χρησιμοποιούνται ήδη στη Βρετανία, την Πορτογαλία, τη Γερμανία και την Αυστρία. Η γαλλική εταιρεία που έχει αναπτύξει τα τεστ αυτά, υποστηρίζει πως η αποτελεσματικότητα των τεστ μπορεί να φτάσει το 95% σε συμπτωματικούς ασθενείς, ενώ μειώνεται στο 50% με 60% για ασυμπτωματικούς φορείς.