Όταν γνώρισα το Γιώργο Μπίζο, τον δικηγόρο του Νέλσον Μαντέλα
Ανανεώθηκε:
Κάποτε τον είχαν χαρακτηρίσει «υπερασπιστή τρομοκράτη». Ήταν όμως βαθιά πεπεισμένος ότι βρισκόταν στη σωστή πλευρά της ιστορίας και η ιστορία τον δικαίωσε. Ο λόγος για τον Γιώργο Μπίζο, τον Έλληνα δικηγόρο του Νέλσον Μαντέλα που έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών σε ηλικία 92 ετών την Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου . Ήταν μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες μορφές στη Νότιο Αφρική και ένας άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Ο Γιώργος Μπίζος ήταν τόσο αναγνωρίσιμος στη Νότιο Αφρική, όσο περίπου και ο Νέλσον Μαντέλα, με τον οποίο εκτός από βαθειά φιλία, τον συνέδεε και ο κοινός αγώνας σχεδόν πενήντα ετών για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το 2008 σε πλαίσιο ενός δημοσιογραφικού ταξιδιού στη Νότιο Αφρική είχα την τύχη να γνωρίσω τον Γιώργο Μπίζο, και να παραχωρήσει συνέντευξη σε μένα, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» στις 21 Μαρτίου του 2008.
Θυμάμαι πάντα αυτή τη γνωριμία σαν μία από τις καλύτερες εμπειρίες που έχουμε την τύχη να μας δίνει αυτή η δουλειά.
Ο ομογενής δικηγόρος, ήταν από τους πρώτους «λευκούς» που ύψωσε το ανάστημά του κατά του άπαρτχαϊντ, υπερασπιζόμενος τον Νέλσον Μαντέλα στην περίφημη δίκη της Ριβόνια το 1963.
«Κάποτε ένας δικηγόρος με προσβάσεις στην κυβέρνηση μου είπε: “Γιώργο, το σκοινί σου έχει κοντύνει”. Ποτέ όμως δεν φοβήθηκα και ποτέ δεν σταμάτησα να αγωνίζομαι. Είχα χρέος να υπερασπισθώ αυτούς τους ανθρώπους» θα μου πει τότε.
Και πράγματι. Πόσο θάρρος χρειαζόταν τότε για να σηκώσει κανείς το ανάστημά του απέναντι στο απαρτχάιντ!
Τη σκοτεινή αυτή περίοδο περιγράφει καταπληκτικά στο βιβλίο του «Μια ξηρή λευκή εποχή» (που έγινε και ταινία) ο Αντρέ Μπρινκ, διάσημος Νοτιοαφρικανός συγγραφέας.
Ταξιδεύοντας προς το Γιοχάνεσμπουργκ είχα πάρει αυτό το βιβλίο μαζί μου και το διάβαζα στο αεροπλάνο και θυμήθηκα μια κουβέντα του ήρωα της ιστορίας του που προσπαθούσε να αποκαλύψει τις βρωμιές του συστήματος.
«Αν το κάνω, σίγουρα θα χάσω. Αλλά αν δεν το κάνω θα είναι για μένα μια άλλου είδους ήττα, εξίσου μεγάλη και ίσως χειρότερη. Γιατί τότε δεν θα μου έχει μείνει τίποτα, ούτε καν η συνείδησή μου».
Σκέφτηκα αργότερα πόσο πολύ ταίριαζαν αυτές οι κουβέντες στο Γιώργο Μπίζο.
«Μέσα από τις πολιτικές δίκες στις οποίες ήμουν συνήγορος υπεράσπισης και όσες έζησα από κοντά, είδα την πραγματική εικόνα της καταπίεσης, του ρατσισμού και της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων την εποχή του απαρτχάιντ. Αυτή την εικόνα περιέγραψα και στο πρώτο βιβλίο μου με τίτλο “Κανείς υπόλογος”.
Μέσα μου πίστευα όμως ότι κάποια στιγμή τα πράγματα θα αλλάξουν. Η μετάβαση στη δημοκρατία ήταν και είναι δύσκολη. Και είναι φυσικό. Δεν μπορείς να σβήσεις με μιας, τέσσερις αιώνες καταπίεσης» μού είχε πει τότε.
Αμέσως μετά την υπεράσπιση του Νέλσον Μαντέλα, αρκετοί νέοι δικηγόροι εντάχθηκαν στο κίνημα για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υπερασπίστηκαν εκατοντάδες ανθρώπους σε πολιτικές δίκες. Ήταν αναμφισβήτητα μια μεγάλη νίκη
Οι σχέσεις του με τον Νέλσον Μαντέλα ήταν αδελφικές μέχρι το τέλος και όπως μου είπε θεωρούσε τον εαυτό του πολύ τυχερό που βρέθηκε στο δρόμο του.
«Ο ίδιος στον πρόλογο του πρώτου βιβλίου μου αναφέρει χαρακτηριστικά ότι δεν μπορεί να καταλάβει πως τόσα χρόνια καταφέραμε να μη διαφωνήσουμε ποτέ» θα μου πει.
Όταν κάποτε τον ρώτησαν ποια χώρα αγαπά πιο πολύ, την Ελλάδα ή τη Νότια Αφρική είπε:
«Δεν μπορώ να απαντήσω. Είναι σαν να ρωτάτε ένα παιδί ποιον αγαπά περισσότερο, την μάνα ή τον πατέρα.»
«Για την ελληνική παροικία της Νοτίου Αφρικής το όνομα Μπίζος είναι πολύ σημαντικό. Ήταν άνθρωπος που πάλευε την αδικία σε όλη του τη ζωή» λέει στο CNN Greece η Κατερίνα Κατοπόδη, δημοσιογράφος και συγγραφέας που ζει στο Γιοχάνεσμπουρκ.
«Ήταν ένας άνθρωπος όχι μόνο για την ελληνική παροικία, αλλά για όλη τη χώρα καθώς συνέβαλε αποφασιστικά στο να έχουμε σήμερα δημοκρατία. Την ανακοίνωση του θανάτου του έκανε ο ίδιος ο πρόεδρος της που δείχνει πόσο σημαντικό ήταν το σημάδι που άφησε στη χώρα. Η ελληνική παροικία έχασε έναν «γίγαντα», έναν άνθρωπο τη γνώμη του οποίου όλοι άκουγαν με προσοχή και είμαστε όλοι περήφανοι που ήταν μέλος της κοινότητάς μας» καταλήγει η κυρία Κατοπόδη.
Ο Μπίζος ήταν ακόμη ενεργός δικηγόρος όταν τον γνώρισα. Αειθαλής και με πλήρη διαύγεια στα 80 του χρόνια το 2008 όταν γνωριστήκαμε. Δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από την πτώση του απαρτχάιντ και υπήρχαν αρκετά προβλήματα στη χώρα κυρίως οικονομικά.
Ωστόσο είχε αρχίσει να αναδεύεται μια νέα αστική και μεγαλοαστική τάξη μαύρων Νοτιοαφρικανών κάτι που δεν άρεσε στο παλιό καθεστώς που όμως είχε καταφέρει να διατηρήσει τα περισσότερα προνόμια του.
Ο Μπίζος παρακολουθούσε τις πολιτικές εξελίξεις και τον ρώτησα ποια ήταν η γνώμη του γι αυτό που κάποιοι υποστήριζαν, ότι δηλαδή είχε δημιουργηθεί ένα αντίστροφο απαρτχάιντ με θύματα τη λευκή μειοψηφία:
«Ανοησίες. Αυτά τα λένε όσοι ταυτίζουν την ισότητα με τα προνόμια που είχαν και έχασαν. Η ανισότητα σήμερα έχει οικονομική βάση και όχι φυλετική αφετηρία. Τα θύματα όμως είναι πάλι οι μαύροι, αφού η λευκή μειοψηφία εξακολουθεί να έχει την οικονομική δύναμη. Παρ’ όλα αυτά έχουν γίνει σημαντικά βήματα. Το ότι τα σχολεία σήμερα είναι γεμάτα παιδάκια μαύρων, είναι πολύ ενθαρρυντικό»
Η ζωή του με δικά του λόγια
Γεννήθηκα το 1928 στο Βασιλίτσι, ένα μικρό χωριό κοντά στην Καλαμάτα. Το 1941 μαζί με τον πατέρα μου προσπαθήσαμε να φυγαδεύσουμε επτά Νεοζηλανδούς στρατιώτες στην Κρήτη. Τελικά μας περισυνέλλεξε ένα βρετανικό πλοίο που αργότερα μας άφησε στην Αλεξάνδρεια.
Από την Αλεξάνδρεια βρεθήκαμε πρόσφυγες στην Νότιο Αφρική και συγκεκριμένα στο Ντέρμπαν. Από εκεί με τρένο στο Γιοχάνεσμπουργκ όπου η ελληνική κοινότητα μας βοήθησε στα πρώτα μας βήματα.
Άργησα να πάω σχολείο γιατί δεν μιλούσα Αγγλικά ούτε Αφρικάνικα. Μια μέρα με είδε μια Εβραία δασκάλα στο μπακάλικο που δούλευα και με πήρε μαζί της στο σχολείο. Της χρωστάω αυτό που έγινα.
Ήμουν από τους πρωτεργάτες για την ίδρυση του ελληνικού σχολείου SAHETI στο Γιοχάνεσμπουργκ, του πρώτου σχολείου που δέχθηκε και αυτόχθονες μαθητές.
Υπερασπίσθηκα σε δίκες εκτός από τον Μαντέλα, τον Στίβ Μπίκο, την οικογένεια του Κρις Χάνι και άλλους αγωνιστές κατά του απαρτχάιντ ενώ ήμουν ο δικηγόρος της Γουίνι Μαντέλα σε τουλάχιστον 20 δίκες.
Έχω τρεις γιούς και επτά εγγόνια. Οι δύο γιοί μου είναι γιατροί και ο τρίτος μηχανικός. Κανένας δεν ακολούθησε το επάγγελμά μου μάλλον γιατί έβλεπαν ότι ο πατέρας τους δεν έβγαζε αρκετά χρήματα.