Δολοφόνησε όντως τον Πάλμε ο «Σκαντιαμάννεν»;
Οι επικεφαλής της έρευνας για τη δολοφονία του Ούλοφ Πάλμε κατoνομάζουν ως πιθανό δολοφόνο τον Στιγκ Ένγκστρεμ, γνωστό από παλιά με το όνομα Σκαντιαμάννεν (Skandiamannen). Αναπάντητα παραμένουν ωστόσο πολλά κρίσιμα ερωτήματα, σύμφωνα με την Deutsche Welle.
Ως πρώην ανθυπασπιστής στον στρατό ο Στιγκ Ένγκστρεμ είχε γνώση χρήσης όπλων. Το ότι είχε πρόσβαση σε αυτά συνάγεται και από το γεγονός ότι γείτονάς του ήταν γνωστός συλλέκτης όπλων. Ο Ένγκστρεμ κινούνταν σε δεξιά περιβάλλοντα με ακραίες αντιπάθειες προς τον επί 11 χρόνια σοσιαλδημοκράτη πρωθυπουργό, ο μέντορας του οποίου, ο Τάγγε Ερλάντερ, είχε εικοσιπεντάχρονη πρωθυπουργική θητεία.
Την νύχτα της δολοφονίας στις 28 Φεβρουαρίου 1986 βρίσκονταν στον τόπο της δολοφονίας, στην Σβεαβέγγεν. Στην λεωφόρο αυτή βρίσκονται και τα γραφεία της ασφαλιστικής εταιρείας Skandia, όπου εργάζονταν ως σύμβουλος διαφήμισης. Στις 11:20 πυροβολήθηκε ο Πάλμε, ο Ένγκστρεμ βγήκε από την Skandia στην Σβεαβέγγεν στις 11. Στο ίδιο κτίριο, στο Skandiahuset, στεγάζονταν και η παραστρατιωτική οργάνωση Stay Behind. Δύο πρόσωπα της οποίας, ενεργά στον τομέα ραδιοεπικοινωνίας, επικοινώνησαν την νύχτα της δολοφονίας με walkie talkie στο κέντρο της Στοκχόλμης. Υπεύθυνη του ραδιοεπικοινωνιακού γκρουπ ήταν η ονόματι Βarbro, την οποία ο επιχειρησιακός προϊστάμενος της Υπηρεσίας Πληροφοριών της SÄPO o Όλοφ Φράνστετ, είχε αναφέρει ως ύποπτη εμπλοκής στον φόνο του Πάλμε.
Αυτόπτης μάρτυρας ο ύποπτος
Ο Ένγκστρεμ ήρθε σε επαφή την ίδια νύχτα με την αστυνομία, την ώρα που συμπίπτει με τη λήξη του ειδησεογραφικού προγράμματος Rapport. Φοβούμενος, όπως είπε, ότι μάλλον τον μπερδεύουν με τον δολοφόνο. Άκουσε τον πυροβολισμό, τους είπε, κι έτρεξε να δει τον τραυματισμένο.
Στην νορβηγική εφημερίδα Αftenposten είπε μέρες αργότερα ότι έπιασε και τον καρπό του Πάλμε για τον σφυγμό, χτυπούσε λέει ακόμη, αλλά ο Πάλμε δεν είχε τις αισθήσεις του. Όταν έφθασε, θα πει η αστυνομία, έτρεξε να τους μεταφέρει και τις δικές του παρατηρήσεις κι ότι τού είχε πει η Λίσμπετ, πως ο δολοφόνος φορούσε μπλε μπουφάν.
Όταν επέστρεψε η μάρτυς Άννα Χάγκε τον ρώτησε αν είχε αναγνωρίσει τον Πάλμε. Τίποτα απ΄ όσα έχει πει, εν τω μεταξύ, δεν επιβεβαιώθηκαν από κανέναν άλλο. Κανένας δεν τον είδε να σκύβει στον νεκρό και η σύζυγος του τότε πρωθυπουργού, Λίσμπετ Πάλμε ούτε μίλησε ούτε είδε άλλον στον τόπο του φόνου παρά μόνον όταν έστρεψε το κεφάλι της μετά τον πυροβολισμό είχε πει πως αντίκρισε τον πρώην ύποπτο Πέτερσον. Δεν είχε πει όμως ποτέ ότι τον είδε να πυροβολεί. Και ο παριστάμενος ως δράστης με μπλε μπουφάν από τον Ένγκστρεμ είναι ο μάρτυς που είδε τον ίδιο τον Ένγκστρεμ να ανεβαίνει τη σκάλα μετά τον φόνο και κάποια στιγμή όταν είχε φθάσει ψηλά να κοιτάζει πίσω προς την Σβεαβέγγεν. Εκεί, είχε πει, ότι συναντήθηκαν τα βλέμματά τους.
Τις πρώτες μέρες μετά τον φόνο έχει, με πρωτοβουλία του, έρθει σε επαφή με ραδιοφωνία και τηλεόραση, μιας και είχε εργαστεί ως γραφίστας σε εγχειρίδιά τους στο παρελθόν, και έδωσε συνεντεύξεις. Το 1992 επανεμφανίζεται στην εφημερίδα Skydd och Säkerhet με επτασέλιδο ρεπορτάζ μετά από επικοινωνία με τον δημοσιογράφο Γιαν Άρντβισον, γνωστό του από μαθήματα διαφήμισης της Εμπορικής Σχολής. Φέρνει μάλιστα μαζί του σε μια τσάντα και τα ρούχα που φορούσε τη νύχτα του φόνου για να κάνουν αναπαράσταση της διαδρομής του στην Σβεαβέγγεν. Ήταν όμως ήρεμος, θυμάται ο Άρντβισον.
Μαρτυρία που διαφωνούσε με όλες τις άλλες
Αυτό που τράβηξε την προσοχή των τελευταίων αστυνομικών ερευνών ήταν η διαφωνία όλων των δικών του περιγράφων με τις μαρτυρίες των υπόλοιπων. Οι άλλοι μιλούν για εκείνον που τρέχει μετά τους πυροβολισμούς με δυσκολία στο βάδην, για μακρύ πανωφόρι έως το γόνατο και κάτι που προσπαθεί να κλείσει μέσα σε κάτι που μοιάζει με μικρή τσάντα.
Ο Σκαντιαμάννεν έφερε πάντα μαζί του μια μικρή τσάντα 15x20 εκατοστών κι εκείνο το βράδυ φορούσε επίσης μακρύ έως το γόνα πανωφόρι. Μάρτυρες μιλούν για κάποιο είδος καπέλου η σκούφου του δράστη που έτρεχε.
Ο Ένγκστρεμ στην αναπαράσταση του για το περιοδικό το 1992 έχει μαζί του και το τσαντάκι και μια τραγιάσκα, αύτη λέει είχε το βράδυ του φόνου. Τον ρωτάει τι πιστεύει για τη δολοφονία. Δεν ήταν απαντάει δολοφονία, φόνος από κάποιον μοναχικό λύκο θα ήταν, όπως μπορεί να τύχει σε κυνήγι άλκης. Σε συνέντευξη μετά από δική του πρωτοβουλία του στο τηλεοπτικό Rapport αρχές Μαρτίου χλευάζει την αστυνομία που αγνοεί το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του παζλ που ψάχνει.
Στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε θέτει τον εαυτό του στην θέση του δολοφόνου του Πάλμε και περιγράφει πως ο ίδιος θα είχε διαπράξει …το έγκλημα… Θα είχε λέει χρησιμοποιήσει ένα μικρότερο, πιο εύχρηστο όπλο.
Ο Στιγκ Ένγκστρεμ αυτοκτόνησε πριν 20 χρόνια
Ο Ένγκστρεμ γεννήθηκε από ευκατάστατους σουηδούς γονείς στην Ινδία, στα 11 του μετακόμισε στην Σουηδία και φοίτησε στο ίδιο αυταρχικό γυμνάσιο οικοτροφείο, στο οποίο φοιτούσε και ο Πάλμε. Επαγγέλλονταν γραφίστας, το 1983 δραστηριοποιείται με το δεξιό κόμμα των Moderata σε δήμο της Στοκχόλμης. Ήταν 52 ετών το 1986 όταν δολοφονήθηκε ο Πάλμε. Το 2000 ήταν νεκρός και ο ίδιος, αυτοκτόνησε με χάπια και αλκοόλ.
Αν και 134 έχουν δηλώσει συνολικά δολοφόνοι του Πάλμε, το όπλο του φόνου δεν έχει βρεθεί. Οι επικεφαλής της τελευταίας έρευνας είναι πεπεισμένοι ότι στο πρόσωπο του o Στιγκ Ένγκστρεμ βρήκαν τον δολοφόνο. Δεν βρήκαν στοιχεία για συνεργούς, αλλά ούτε και αποκλείουν την ύπαρξή τους. Αποκλείουν όμως την δυνατότητα τεχνικής υποστήριξης 34 χρόνια μετά τη δολοφονία. Ο πρώην αντιπρόεδρος του Πάλμε και κατοπινός πρωθυπουργός ο Ίγκβαρ Κάρλσον παρά την απογοήτευση που δεν στάθηκε δυνατή κανενός είδους τεχνική επιβεβαίωση των συμπερασμάτων της έρευνας, θεωρεί ότι μπορεί από δω και στο εξής να αφήσει πίσω του το ανεπούλωτο, μετά από τόσες δεκαετίες, τραύμα έτσι ώστε η Σουηδία να εστιάσει στις νέες προκλήσεις των καιρών. Το ίδιο περίπου είπαν και τα παιδιά του Πάλμε που θεωρούν αξιόπιστη την νέα εξέταση του παλιού υλικού, στην οποία βασίζονται τα συμπεράσματα της τελευταίας έρευνας
Ο πρώτος ανακριτής, ο Χολμέρ, είχε κάνει αμέσως πέρα την περίπτωση του Ένγκστρεμ και είχε στραφεί στην υπόθεση ότι Κούρδοι του PKK είχαν δολοφονήσει το σουηδό πρωθυπουργό.