Ημέρες καραντίνας στη σκιά της Ακρόπολης
Πρώτη «ελεύθερη» μέρα μετά την καραντίνα και ο κόσμος μουδιασμένος αρχίζει να βγαίνει πάλι έξω. Χωρίς SMS και περιορισμούς οι δρόμοι της Αθήνας σταδιακά θα γεμίσουν ξανά.
Για όσους τήρησαν πιστά αυτές τις μέρες τις οδηγίες της Πολιτείας και έμειναν μέσα κατάλαβαν ότι τόσο για μία οικογένεια όσο και για έναν άνθρωπο που μένει μόνος του ο καιρός που πέρασε ήταν μία δοκιμασία αντοχής και υπομονής.
Τις περασμένες μέρες βρέθηκα πολλές φορές στην Πλάκα και την περιοχή γύρω από την Ακρόπολη να φωτογραφίζω τα άδεια σοκάκια -κάτι το πρωτοφανές για τις ανοιξιάτικες μέρες που διανύουμε.
Εκεί γνώρισα τον κύριο Γιάννη, μια από τις γνωστές φυσιογνωμίες της περιοχής -κάποιοι τον χαρακτηρίζουν και θρύλο- και μιλήσαμε για την Πλάκα, τα περιοριστικά μέτρα, το χρόνο που επιβάλλει τους ρυθμούς του, τη μοναξιά της καραντίνας μέχρι χθες.
Ο Γιάννης Κούκλης είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα, που δύσκολα θα βρεις λέξεις για να περιγράψεις.
Παιδί του πολέμου, γεννημένος το 1941 στον Πλάτανο της Αρκαδίας, ήρθε στην Αθήνα με τα λίγα υπάρχοντά του και άνοιξε μία ταβέρνα στην Πλάκα, όπου ζει τα τελευταία 65 χρόνια. Άνοιξε πολλές ιστορικές επιχειρήσεις εστίασης, έκανε καλλιτεχνικές εκθέσεις και είναι συλλέκτης.
Έζησε έντονα τα χρόνια, από τότε που στην περιοχή ανθούσαν οι μπουάτ, με τους τουρίστες να κατακλύζουν στα στενά πλακόστρωτα, τις παλιές ταβέρνες, τα καφενεία και με τους καλλιτέχνες να αναζητούν την ραστώνη δίπλα στη βουή της Αθήνας.
Μένει σε ένα «πολυχώρο», όπου έχει μαζέψει ένα σωρό συλλεκτικά αντικείμενα, ένας χώρος μεταξύ εργαστηρίου, βεστιάριου και γκαλερί, όπως τον χαρακτηρίζει ο ίδιος.
Ένας γνωστός του προσπάθησε να μου εξηγήσει τι ακριβώς κάνει με όλα αυτά τα πράγματα που είχε εκεί μέσα:
«Μπορούσε να σου στήσει σε λίγα λεπτά ένα θίασο, να σκηνοθετήσει κάτι και φυσικά είχε τους ανθρώπους που το υποστήριζαν, όχι γιατί ήταν επαγγελματίες, αλλά ως φίλοι περνούσαν ωραία, φορούσαν διάφορα κοστούμια και μπορούσαν να στήσουν οποιαδήποτε στιγμή του χρόνου ένα μικρό καρναβάλι ή κάποιο δρώμενο».
Ο ίδιος στην ερώτησή μου πώς θα όριζε αυτό που κάνει μου είπε γελώντας: «Αρπακόλας σκηνοθέτης, προσπαθώ να δίνω ρόλους και να δημιουργώ εικόνες. Οι γιοι μου -ο κ. Γιάννης έχει τρεις γιούς- μού έλεγαν να μην πηγαίνω στα πάρτι τους όποτε έκαναν. Εγώ όχι μόνο πήγαινα αλλά έκλεβα την παράσταση κάνοντας τους διάφορα».
Πηγή: CNN Greece / Λευτέρης Παρτσάλης
Ένα πορτραίτο της Μελίνας Μερκούρη, μία ασπρόμαυρη εικόνα του Νίκου Μπελογιάννη (η γνωστή με το γαρύφαλλο) και ένα καθρεφτάκι που έγραφε επάνω «θα περάσει κι αυτό» είναι κάποια από τα αντικείμενα που τραβούν την προσοχή .
Όταν μπήκα μέσα μαγείρευε χόρτα με πατάτες, ήταν απόγευμα και στην τηλεόραση είχε την καθιερωμένη ενημέρωση από τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόρδα. Ο κύριος Γιάννης διάβαζε ένα βιβλίο του Καζαντζάκη, ενώ έριχνε κλεφτές ματιές στο φαγητό που σιγόβραζε.
Καθίσαμε αρκετή ώρα συζητώντας, με εμένα να προσπαθώ να διεισδύσω στις παρυφές της καθημερινότητάς του.
Μιλώντας για τα άδεια -ελέω καραντίνας- σοκάκια μου λέει:
«Την Πλάκα όσα χρόνια είμαι εδώ δεν την έχω ξαναδεί έτσι άδεια, ακόμα και το ‘85 που είχε κάνει χιονιά γυρίζανε ταινίες στα σοκάκια. Η Πλάκα ωστόσο θα ξαναγεμίσει, είναι ένα διασκεδαστήριο όλων των ανθρώπων, είναι εύκολη η πρόσβαση, έχει την αύρα της παλαιότητας, της Ιστορίας, της Ακρόπολης... Πιστεύω ότι θα επανέλθει γρήγορα. Τα μαγαζιά θα έχουν κρίση μέχρι να προσαρμοστούν, αλλά θα επανέλθει γρήγορα»...
Σχετικά με την καραντίνα διέκρινα στα λόγια του μια διάχυτη ανησυχία. Έχει συνηθίσει να μαθαίνει τα νέα του κόσμου μιλώντας με ανθρώπους. Η καραντίνα του έφερε τη μοναξιά και του πήρε την επικοινωνία, την ενημέρωση: «Ενώ πριν, ό,τι πρόβλημα και αν είχα, έκανα μια βόλτα και λυνόταν. Τη βόλτα αυτή, τη λέω γύρο του θριάμβου, από εδώ πήγαινα Βαρβάκειο, Μοναστηράκι… Το έκανα και είχα μια αντίληψη όλης της κοινωνίας και δεν χρειαζόσουν τίποτε άλλο, τώρα αυτό περιορίστηκε. Στο σεισμό για παράδειγμα κατέβηκα στην πλατεία, συζητούσα, γνώριζα τι γίνεται έβλεπα κόσμο, τώρα όλο αυτό σε απομονώνει».
Πηγή: CNN Greece / Λευτέρης Παρτσάλης
Ωστόσο, ακόμα και οι λιγοστοί που περνούσαν από την πόρτα του ήταν μία παρέα τις ημέρες της καραντίνας.
«Έρχονταν με έβλεπαν και τα παιδιά μου και κάπως περνούσε όλο αυτό, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Δεν μπορώ να φανταστώ σε ένα διαμέρισμα πώς θα ήταν, φοβερό, να μην έχεις χώρο να περπατήσεις. Εδώ έκανες μία βόλτα πέρναγε η ώρα σου. Επειδή ξυπνάω και νύχτα και τη βλέπω ήρεμη δεν με ξένισε όλο αυτό, είχε μια ομορφιά, βέβαια τα ζωντανά στοιχεία, ο κόσμος είναι που ομορφαίνει την περιοχή».
Λίγο πριν τον αποχαιρετήσω μου λέει:
«Για μένα η Πλάκα είναι μια αρρώστια. Γύριζα από τα νησιά όταν πήγαινα διακοπές το καλοκαίρι και περίμενα πως και πως να επιστρέψω πίσω με λαχτάρα».