Κρατώντας ζωντανή τη μνήμη του Πολυτεχνείου: Μαρτυρίες τρόμου, πόνου και οργής
Όποιος είναι πάνω από 50 χρόνων έχει τη δική του αφήγηση για τη βραδιά του Πολυτεχνείου. Πού ήταν, τι έκανε, πώς άκουσε, έμαθε, εισέπραξε τα γεγονότα. Καθένας έχει και τη δική του άποψη για όσα συνέβησαν, μόνο που η ιστορία, πέρα από ερμηνείες, αποτελείται κυρίως από γεγονότα. Το σημαντικό είναι η διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Η καταγραφή. Σαράντα έξι χρόνια μετά, αυτός είναι μεγάλος αγώνας: Να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη. Γι' αυτό είναι εξίσου σημαντικά τα εργαλεία που βοηθούν σ' αυτό.
Οι Έλληνες και διεθνείς κινηματογραφιστές έχουν αντλήσει έμπνευση απ διάφορα γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Μέχρι και της πολύ σύγχρονης, με πρόσφατο παράδειγμα τους «Ενήλικες στην αίθουσα» του Κώστα Γαβρά. ο πολιτικός κινηματογράφος είναι αγαπητό είδος στην Ελλάδα. Παραδόξως, όμως, για το Πολυτεχνείο, μια εμβληματική αν μη τι άλλο στιγμή της ιστορίας, δεν έχει γυριστεί παρά μόνο μια ταινία.
Πρόκειται για μία ταινία, που φτιάχτηκε με ελάχιστα μέσα, αλλά με πολλή φροντίδα για το υλικό, με προσήλωση στο χρέος απέναντι στον αγώνα των φοιτητών και την ιστορία. Αυτή του Δημήτρη Μακρή, με τίτλο «Εδώ Πολυτεχνείο», που γυρίστηκε αμέσως μετά τα δραματικά γεγονότα και προβλήθηκε το 1974. Ουσιαστικά είναι ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ και όχι μια καθαρή ταινία μυθοπλασίας, κάτι απόλυτα φυσιολογικό για την εποχή, που ακόμη το αίμα ήταν ζεστό και τα πάθη ζωντανά. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου κινηματογραφικά θάφτηκε. Και ίσως ο λόγος να κρύβεται σε μια παρατήρηση του Βασίλη Βασιλικού, σε κείμενό του που έγραψε πριν από δέκα χρόνια, με αφορμή το Πολυτεχνείο. Ο συγγραφέας είχε γράψει ότι «ο Λαμπράκης ζει, ο Παναγούλης ζει, το Πολυτεχνείο ζει και εμείς έχουμε πεθάνει».
Η ταινία «Εδώ Πολυτεχνείο» ήταν η πρώτη του Δημήτρη Μακρή («Καγκελόπορτα», «Το Φράγμα», «Κουρεμένα Κεφάλια», «Κεκαρμένοι», «Χαιρέτα μας τον πλάτανο») και γυρίστηκε στην Ιταλία, καθώς τότε ο σκηνοθέτης σπούδαζε στο Μιλάνο. Ο Μακρής, μόλις πληροφορήθηκε τα γεγονότα, αποφάσισε αμέσως να δημιουργήσει μια ταινία-μανιφέστο για όσα διαδραματίστηκαν στο Πολυτεχνείο. Μαζί με τον Δημοσθένη Δεφαράνα και το Νίκο Σταυρόπουλο, έγραψαν το σενάριο και ξεκίνησαν άμεσα τα γυρίσματα, για να ενημερωθούν οι Ευρωπαίοι για τον αγώνα των φοιτητών κατά της δικτατορίας και να ευαισθητοποιηθεί η κοινή γνώμη. Ο δημιουργός της ταινίας, που δεν διεκδικεί δάφνες μιας άρτιας παραγωγής, αλλά τους επαίνους για την προσπάθειά του να κινηματογραφήσει κάτω από αντίξοες συνθήκες ένα ηρωικό και τραγικό γεγονός, επιχείρησε και κατάφερε να δώσει μία ρεαλιστική οπτική, παρότι οι περισσότερες σκηνές κινηματογραφήθηκαν στο Μιλάνο. Και ο τρόπος που δένει τις δραματοποιημένες σκηνές με τις αληθινές εικόνες από το Πολυτεχνείο είναι αριστοτεχνικός.
@ΑΡ Photo
Λόγω της κατάστασης, αλλά και της εποχής, η μεγαλύτερη δυσκολία που είχε ο σκηνοθέτης ήταν να βρει το υλικό για το Πολυτεχνείο. Χρησιμοποίησε, όπως ήταν λογικό, φωτογραφίες και κινηματογραφικό υλικό που έφερε κρυφά από την Αθήνα και που είχαν τραβήξει κυρίως Έλληνες φωτορεπόρτερ, αλλά και ξένοι συνάδελφοί τους. Παρ' όλες τις δυσκολίες, ο Μακρής κατάφερε να προχωρήσει τα γυρίσματα και να δημιουργήσει ένα κινηματογραφικό ιστορικό ντοκουμέντο. Και μόνο ότι αφηγητής και σχολιαστής της ταινίας, στην ελληνική εκδοχή της, ήταν ο Αλέκος Παναγούλης, της δίνει μια άλλη διάσταση. Στην ιταλική έκδοση αφηγητής ήταν ο γερουσιαστής Ουμπέρτο Τερατσίνι, ένας αγωνιστής αντιφασίστας και μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Στις δραματοποιημένες σκηνές πρωταγωνίστησαν οι Ιταλοί ηθοποιοί Τοργκουάτο Τέσαριν, Τζόρτζιο Μόντενα, Τζιλιάνο Καζέλι, Λίλιο Λαμπέρτι, Ντανιέλα Μορέτι και άλλοι, ενώ η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη ταιριάζει απόλυτα στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα της εποχής και της εξέγερσης. Η ταινία παρουσιάστηκε την πρώτη μέρα του Φεστιβάλ της Βενετίας, το 1974. Ήταν η μοναδική ταινία που παίχτηκε εκείνη τη μέρα, καθώς το φεστιβάλ ήταν αφιερωμένο στον αντιφασιστικό αγώνα.
Τα ντοκιμαντέρ της εξέγερσης
Από την άλλη πλευρά, τα ντοκιμαντέρ που γυρίστηκαν για το Πολυτεχνείο είναι πολλά, απ' τα οποία αρκετά είναι παραγωγής της ΕΡΤ. Είναι απόλυτα λογικό, καθώς τα γεγονότα του Πολυτεχνείου αποτέλεσαν αντικείμενο εκτεταμένης δημοσιογραφικής έρευνας από σχεδόν όλους τους αξιόλογους Έλληνες δημοσιογράφους. Πολύ σημαντικό ήταν πάντα όχι μόνο να δει κανείς τα όσα συνέβησαν εκείνη τη νύχτα και τις επόμενες μέρες, αλλά και τα όσα προηγήθηκαν σε βάθος χρόνου και οδήγησαν στην εξέγερση, όπως και τα όσα ακολούθησαν. Αν θα έπρεπε να επιλέξει κάποιος τρία από αυτά, για να έχει μια πιο ολοκληρωμένη οπτική πάνω στο θέμα, θα μπορούσαν να είναι τα εξής:
«Μαρτυρίες»
Το ντοκιμαντέρ του διευθυντή φωτογραφίας και μοντέρ, Νίκου Καβουκίδη «Μαρτυρίες» είναι ένα σημαντικό κινηματογραφικό χρονικό, που αρχίζει με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, το Νοέμβριο του 1973 και προχωρά μέχρι τον δεύτερο χρόνο της μεταπολίτευσης. Ο Καβουκίδης καταγράφει με συγκινησιακή φόρτιση και εκφραστικότητα, σημαντικές στιγμές και γεγονότα της εποχής, ανατρέχει στο παρελθόν για να διαφωτίσει την ιστορική περίοδο του Πολυτεχνείου, αλλά και των μετέπειτα γεγονότων. Στο ντοκιμαντέρ υπάρχουν και πολλά πλάνα από γεγονότα που ακολούθησαν αυτά του Πολυτεχνείου, όπως η πτώση της χούντας, ο ερχομός του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η επιστροφή των εξόριστων αριστερών, η πρώτη προεκλογική εκστρατεία, η ορκωμοσία της πρώτης εκλεγμένης δημοκρατικά κυβέρνησης, η κηδεία του ποιητή Κώστα Βάρναλη και άλλα. Εκτός από τη σκηνοθεσία, ο Νίκος Καβουκίδης έχει γράψει το σενάριο και είχε τη διεύθυνση φωτογραφίας, ενώ ακούγονται μουσικές και τραγούδια των Μίκη Θεοδωράκη και Διονύση Σαββόπουλου. Στην αφήγηση συμμετέχουν οι Κίττυ Αρσένη, Στέλιος Λιονάκης, Αριστούλα Ελληνούδη, Νίκος Κλάβας, Σοφία Ρούμπου, Νίκος Αρμάος, Χρήστος Τσάγκας.
«Χρονικό της Δικτατορίας 1967-1974»
Το «Χρονικό της Δικτατορίας 1967-1974» του Παντελή Βούλγαρη είναι υλικό που γλίτωσε από τη λογοκρισία και το κυνηγητό της χούντας για να μονταριστεί μετά από χρόνια και να αποτελέσει ένα ιστορικό ντοκουμέντο για την επταετία και το Πολυτεχνείο. Ο ίδιος ο Παντελής Βούλγαρης, που εκείνη την εποχή δούλευε στα γυρίσματα ταινίας του Δήμου Θέου, είχε πει κάποτε ότι «σε αυτό το φιλμ υπάρχει ό,τι καταφέραμε εμείς που μείναμε στον τόπο. Συμμετείχαν όλοι. Ο Αγγελόπουλος, η Μαρκετάκη, ο Φέρρης, ο Βαλτινός. Ήταν, όμως, μια ταινία που άρχισε να φθίνει, γιατί άλλους τους συνελάμβαναν και άλλοι φεύγανε». Το υλικό έφτασε στο Παρίσι όπου ο Κώστας Γαβράς το είδε και έστειλε στον Βούλγαρη μία μηχανή 16 mm και φιλμ για να συνεχιστεί η κινηματογράφηση. Ένας από τους κινηματογραφιστές που συμμετείχε στο «Χρονικό της Δικτατορίας 1967-1974» ήταν και ο Νίκος Καβουκίδης.
@ΑΡ Photo
«Ημέρες Πολυτεχνείου»
Πολύ ενδιαφέρον, με πολλά πλάνα από τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο καθώς και μαρτυρίες από πρωταγωνιστές της εξέγερσης, αλλά και ανθρώπους που βρέθηκαν εκεί για να καταγράψουν τα ιστορικά γεγονότα, είναι το ντοκιμαντέρ «Ημέρες Πολυτεχνείου». Τα κείμενα, οι συνεντεύξεις και η παρουσίαση έγιναν από τον δημοσιογράφο Δημήτρη Παπαναγιώτου (ο οποίος ήταν επί 16 χρόνια διευθυντής της Καθημερινής και μετέπειτα διευθυντής του Γραφείου Τύπου του Προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου). Τη σκηνοθεσία και την επιμέλεια της παραγωγής έκανε ο Ηλίας Μασούρας και η παραγωγή (1975 ή 1976) ήταν της ΕΡΤ.
Ένα βιβλίο γεμάτο μαρτυρίες
Μια προφορική καταγραφή της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου με ογδόντα τέσσερις μαρτυρίες-συνεντεύξεις από ισάριθμους αφηγητές είναι το βιβλίο του ιστορικού Ιάσονα Χανδρινού, επιστημονικού συνεργάτη του Πανεπιστημίου του Ρέγκενσμπουργκ στη Βαυαρία. Το βιβλίο «Όλη νύχτα εδώ: Μια προφορική ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Σαράντα έξι χρόνια μετά από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και με τη μνήμη ακόμα ζωντανή, πρόκειται για τη μεγαλύτερη ιστορική και πολυπληθέστερη συστηματική συγκέντρωση μαρτυριών για το ζήτημα.
Συγκεντρώνει μαρτυρίες από γυναίκες και άντρες, φοιτήτριες και φοιτητές, συνδικαλιστές του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, μέλη παράνομων οργανώσεων, μαθητές, εργάτες, διαδηλωτές που τραυματίστηκαν από σφαίρες, αυτόπτες μάρτυρες και στρατιωτικούς. Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν από τον Ιάσονα Χανδρινό από το 2010 έως το 2019, και σύμφωνα με τον συγγραφέα, απομαγνητοφωνήθηκαν και συντάχθηκαν από τον ίδιο και επεξεργάστηκαν σε δεύτερο χρόνο από τους αφηγητές.
«Η έρευνα έχει ως τώρα καταλήξει σε εικοσιτέσσερις ταυτοποιημένους και έναν αριθμό από 'βασίμως προκύπτοντες' νεκρούς από πυρά αστυνομικών και στρατιωτικών δυνάμεων. Οι τραυματίες ανήλθαν σε χίλιους εκατόν τρεις, από τους οποίους οι εκατόν είκοσι τέσσερις χτυπήθηκαν από σφαίρες (αριθμός εντυπωσιακός που σπανίως συνεκτιμάται), ενώ οι συλλήψεις έφτασαν τις δύο χιλιάδες εξήντα» αναφέρει μεταξύ άλλων στην εισαγωγή του ο συγγραφέας, για την Εξέγερση του Πολυτεχνείου τα γεγονότα της οποίας «ξεκίνησαν με την κατάληψη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου το μεσημέρι της Τετάρτης 14 Νοεμβρίου και συνεχίστηκαν τουλάχιστον έως και την Κυριακή 18 Νοεμβρίου 1973, με επίκεντρο την Αθήνα αλλά και με αντανάκλαση σε άλλες πόλεις (Θεσσαλονίκη, Πάτρα)».
Και δύο διηγήσεις
Από τις βιωματικές αφηγήσεις του βιβλίου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο. Η πρώτη είναι εκείνη της Ιωάννας Καρυστιάνη (1952) από τα Χανιά της Κρήτης, που εκείνη την εποχή ήταν φοιτήτρια νομικής και ανήκε στην Αντι-ΕΦΕΕ/ΚΝΕ:
«Θυμάμαι, λοιπόν ότι, επειδή ήταν πρόσφατο το αιματοκύλισμα στη Χιλή, δεν το θεωρούσαμε και απίθανο να συμβεί το ίδιο και στην Ελλάδα. Δεν θέλαμε να σκοτωθούμε- παιδιά ήμασταν-, αλλά μερικές φορές νιώθεις ότι δεν γίνεται διαφορετικά. Ίσως, επειδή η στρατιωτική δικτατορία είχε αποδειχτεί τόσο αηδιαστική, τόσο προσβλητική στην ανθρώπινη ύπαρξη, τόσο ανενδοίαστη, τόσο επικίνδυνη, νιώθαμε ότι δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά[…] Οπότε δεν γινόταν να μην πάμε στο Πολυτεχνείο. Εμένα δεν μου πέρασε ποτέ απ΄ το μυαλό να καθίσω στ' αυγά μου, κι ας είχα διαλυθεί ψυχολογικά στην ΕΣΑ. Ήταν πια πολύ ντροπιαστική κατάσταση η Δικτατορία.«Κυλώνειον Άγος.»
[…] Μετά μας μετακομίσανε σ' ένα διαμέρισμα που είχε φως- το τέταρτο κρησφύγετο-, της οικογένειας Κομνηνού με τη δίχρονη κόρη τους Τατιάνα. Οι Κομνηνοί ξεσπιτώθηκαν. Μια φορά είχαν φέρει μια Σουηδέζα δημοσιογράφο με δεμένα μάτια στο υπόγειο- νύχτα- και μας πήρε συνέντευξη, δεν θυμάμαι λεπτομέρειες ίσως μαγνητόφωνο. Γράφαμε ανταποκρίσεις για τη «Φωνή της Αλήθειας» και την Ντόιτσε Βέλε κι ερχόταν και τις έπαιρνε ο σύνδεσμος, ο σεμνός Βασίλης ο Κολώνιας, που μας έφερνε εφόδια, λίγα τρόφιμα και κυρίως φάρμακα από τη φαρμακαποθήκη όπου δούλευε ο Γιάννης Κομνηνός.
@ΑΡ Photo
[…] Υπήρχαν πάρα πολλοί άνθρωποι που κάνανε τα αδύνατα δυνατά να βοηθήσουν παιδιά γιατί και μετά το Πολυτεχνείο και μετά το χτύπημα του Φλεβάρη ήταν εκατοντάδες παιδιά που ήταν καταζητούμενα…
Όταν έπεσε η Χούντα, η ΚΝΕ με «ξεκλείδωσε» τρεις μέρες μετά. Όλη η Ελλάδα ήταν στους δρόμους κι εγώ ακόμα κλειδωμένη. Και με το που βγήκα, παίρνω τηλέφωνο τους δικούς μου στην Κρήτη (τους πρώτους τρεις μήνες νόμιζαν ότι έχω πεθάνει).
[…] Στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, την πρώτη λαοθάλασσα που έβλεπα στη ζωή μου, έκλαιγα μέσα μου. Έλεγα ότι, αν το ένα τρίτο είχε έρθει εκείνη τη βραδιά, μπορεί να ήταν αλλιώς η εξέλιξη. Να 'χαμε λιγότερους νεκρούς, να 'χε πέσει η Χούντα και να 'χαμε γλυτώσει την Κύπρο, γεγονός που εγώ προσωπικά το συνδέω πάρα πολύ. (Έκανα πολλή παρέα με τους Κύπριους συμφοιτητές, την Ελίζα Σαββίδη, τον Γιαννάκη Ομήρου, τον Γιώργο Τσαλακό, τον ποιητή Γιώργο Μοράρη και άλλους. Και είχα έναν πολύ μεγάλο πόνο για την Κύπρο. Και με πονάει που είναι ξεθυμασμένος ο πόνος για την Κύπρο.) Αλλά αυτό σημαίνει Δικτατορία. Και μάλλον αυτό σημαίνει μακρόχρονη πολιτική κατάσταση. Ο ελληνικός λαός ήταν καταπονημένος. Πέρα απ΄ τον πόλεμο, ήταν ο Εμφύλιος, τριάντα χρόνια παρανομία, μετανάστευση, δυστυχία και φτώχεια, που μοιράστηκαν εξίσου στα αριστερά και στα δεξιά σπίτια… Και η Δικτατορία ήτανε το «δηλητηριώδες κερασάκι» σ' αυτή την ιστορία. Πιστεύω ότι οι Έλληνες μέχρι τότε ήταν πεισμένοι ότι η ταυτότητα της χώρας ήταν «Ψωρωκώσταινα». Φτώχεια, δυστυχία και ξενιτεμός. Αντιλήφθηκα ότι αυτό σημαίνει Χούντα: να φοβάται ο κόσμος. Και αργότερα κατάλαβα πώς η Ιστορία προσμετράται και αθροίζεται κυριολεκτικά στο σβέρκο των ανθρώπων…
[…] Αυτό που θέλω να πω είναι ότι στο Πολυτεχνείο νιώσαμε πλήρεις υπάρξεις. Δηλαδή, ακόμα κι αν εκείνοι που από τη φύση τους ή από τις συνθήκες της ζωής ένιωθαν ως πολύ μεγάλη απειλή τη μοναξιά, εκείνες τις μέρες δεν τη νιώσανε ούτε δευτερόλεπτο. Και επειδή ήταν πολύ πυκνός ο χρόνος, υπήρχε αυτό το αντιφατικό στοιχείο: ταυτόχρονα μια ανείπωτη δυστυχία του να συνειδητοποιείς ότι οι στρατόκαβλοι μπορούν να δολοφονήσουν άοπλους μαθητές και σπουδαστές, κι από την άλλη, η απόκοσμη ευτυχία του να νιώθεις «ψυχή τε και σώματι» ελεύθερος μέσα σε συνθήκες Δικτατορίας. Ένα περίεργο πράγμα. Πιστεύω ότι αυτό έδινε δύναμη στα παιδιά. Και δεν νομίζω πως ήταν ένα συναίσθημα σπάνιο για τους ανθρώπους που βρέθηκαν εκεί. Ερχότανε σαν βουητό.
@ΑΡ Photo
Η δεύτερη διήγηση ανήκει στον Κώστα Πίττα (1955) από την Αθήνα, που ήταν τότε φοιτητής στο Πολυτεχνείο της Πάτρας:
«Φτάνουμε στην πλατεία Μεταξουργείου (Καραϊσκάκη) και προχωράμε στην Αγίου Κωνσταντίνου να πάμε σε μέρη που ήξερα. Με το που μπαίνουμε στην Αγίου Κωνσταντίνου και πλησιάζοντας προς Ομόνοια, αρχίζει να μυρίζει. Δεν το' χα ξαναμυρίσει ποτέ. Ήταν οσμή από δακρυγόνα. Στη Λυκούργου στρίβω αριστερά, βλέπω τανκ στην Αθηνάς. Ξανακάνω δεξιά στην Κλεισθένους και στο τέρμα της, δηλαδή πίσω ακριβώς από το Δημαρχείο, βλέπω κόσμο ο οποίος κατέβαζε ξύλα και υλικά και έφτιαχνε οδόφραγμα… Και τότε κυριάρχησε μέσα μου το «εδώ είμαστε».
[…] Γυρίζω τριγύρω και παθαίνω σοκ. Γιατί γύρω μου είναι πόσοι; είκοσι; τριάντα; Νέα παιδιά που είναι -τι να πω; -20 με 25 χρονώ; Οι οποίοι έχουν το χαρακτηριστικό ότι δεν φοράνε το κλασικό φοιτητικό τζάκετ, δεν φοράνε τζιν, δεν έχουν γένια, δεν φοράνε αρβύλες ή ελβιέλα, αλλά φοράνε καμπάνα μισό μέτρο κάτω, παντελόνι στενό, χαμηλοκάβαλο και σφιχτό, πουλοβεράκι με βε, πουκάμισο με γιακάδες μακρόστενους που φεύγανε μέχρι κάτω και καρέ μαλλάκι προς τα πίσω… Με λίγα λόγια, νέα παιδιά, εργατόπαιδα, μαθητές, τεχνικές σχολές, δεν ξέρω τι μπορεί να ήτανε, σίγουρα πάντως δεν ήταν φοιτητική διανόηση. Καμία διάθεση υποβάθμισης στους φοιτητές, αλλά αυτό ήταν το κάτι άλλο. Ένα νεολαιίστικο κράμα από, προφανώς εργατογειτονιά, που μπορεί να ήταν και Πατήσια, αλλά εμένα μου έμοιαζε για Μπουρνάζι. Εκεί στο οδόφραγμα ήταν όλη η εκείνη η πιτσιρικαρία που έβλεπε τηλεόραση, ειδικά με το Γουέμπλεϊ ήταν Παναθηναϊκός και τα μυαλά στα κάγκελα. 'Πιάσ' το δοκάρι, ρε.. Όχι αυτό, ρε μαλάκα, αυτό είναι τάβλα, το δοκάρι είναι το άλλο!' Είχαν ανέβει σε μια οικοδομή και παίρνανε για το οδόφραγμα. Ε, εγώ δεν ήξερα για παράδειγμα, τη διαφορά δοκαριού και τάβλας, αλλά φαίνεται κάποιος εκεί ήξερε, κι αν δεν ήταν ο ίδιος οικοδόμος, μπορεί να ήταν ο πατέρας του και να τον έπαιρνε μαζί στη δουλειά… Έκανε «μπαμ». Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο εκεί έβλεπες το 'λαϊκή εξέγερση'. Προφανώς, τέτοιου τύπου ιστορίες θα υπήρχαν συνέχεια όλες τις προηγούμενες μέρες του Πολυτεχνείου στην Αθήνα, αλλά εκείνη την ώρα που έχει υπάρξει καταστολή, συνεχίζεται γύρω γύρω στους δρόμους (στο Αιγάλεω, ας πούμε, ξέρω ότι συνεχίστηκε μέχρι και την Κυριακή το πρωί). Ο κόσμος που είχε βγει έξω και δεν καταλαβαίναν μία από καταστολή… Καταλαβαίνανε, αλλά αντιλαμβάνεσαι τι θέλω να πω[…] Δε νομίζω ότι υπήρχαν πολλοί φοιτητές στους δρόμους το Σάββατο το μεσημέρι, εκείνη την ώρα. Νομίζω ότι τέτοιος ήταν ο κόσμος που ήταν εκεί έξω.
@ΑΡ Photo
Αυτά μπορεί και να γίνανε σε δέκα λεπτά ή κανα τέταρτο- δεν έχω καθόλου την αίσθηση του χρόνου. Έρχεται ένα τανκ από την Αθηνάς (μικρό τανκ), μπαίνει στον πεζόδρομο που είναι δίπλα στο Δημαρχείο κι αρχίζει να κροταλίζει στον αέρα. Θυμάμαι, όπως ήταν το κανόνι, αρχίζει να το κάνει αργά αργά προς τα κάτω και να τρίζουν οι ερπύστριες, οπότε εκεί διαλύθηκε το οδόφραγμα. Βγήκα στην Ευριπίδου και -κολλημένος ακόμα- ξαναπήγα προς το κέντρο. Στην Αθηνάς πάλι τανκ, οπότε μπαίνω σ' έναν πλάγιο δρόμο, ένα πολύ μικρό στενάκι άμα το δεις, που πάει προς του Ψυρρή, την Αγίου Δημητρίου. Μιλάμε για αχαρτογράφητο πεδίο για μένα τώρα, πού πηγαίνω, πού τραβάω»...