Κοτάννη: Μια ταβέρνα-λαογραφικό μουσείο στα Πομακοχώρια
Ο Τζεμίλ και η Μουτζέν είναι ακρίτες με τη κυριολεξία της λέξης. Ζουν σε απόσταση αναπνοής από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα στο χωριό Κοττάνη, στο νομό Ξάνθης, στο σημείο όπου κυριολεκτικά σταματά ο δρόμος. Και όχι ένας κανονικός δρόμος. Χωματόδρομος και όχι και από τους καλύτερους.
Από εκεί και μετά υπάρχουν άλλα δύο χωριά στα οποία πας μόνο με γαϊδούρι...!
Αυτό το λέμε απλά για να έχουμε γνώση και συνείδηση ότι στην Ελλάδα του 2018 υπάρχουν χωριά που έχουν αφεθεί στην τύχη τους χωρίς τα βασικά που δικαιούται ο κάθε Έλληνας πολίτης.
Εκεί λοιπόν στο τέρμα της Ελλάδας, ο Τζεμίλ Χαλίλογλου και η Μουτζέν έστησαν ένα μικρό μουσείο και μια από τις δημοφιλέστερες και καλύτερες ταβέρνες στην Ελλάδα.
Ο Τζεμίλ και η γυναίκα του είναι Πομάκοι. Μιλούν δηλαδή πομάκικα και τούρκικα (όπως σχεδόν όλοι της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης ) και ελληνικά φυσικά, τονίζοντας ωστόσο την πομακική του καταγωγή και την ελληνική τους εθνική συνείδηση.
Το λέμε αυτό γιατί όσοι δεν γνωρίζουν την περιοχή και τη μειονότητα, μπορεί να θεωρούν ότι όλη η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης μιλά τουρκικά και έχει σε ένα βαθμό και τουρκική εθνική συνείδηση. Κάθε άλλο.
Οι Πομάκοι της περιοχής έχουν δική τους παράδοση και γλώσσα η οποία είναι σλαβικής προέλευσης και νιώθουν πολύ περήφανοι για την παράδοση αυτή και την ελληνική τους εθνική συνείδηση, γεγονός που τους φέρνει σε σύγκρουση πολλές φορές με μια μερίδα της μειονότητας, το τουρκικό προξενείο και κάποιες δημοτικές και κοινότητες αρχές που θα ήθελαν μια αμιγώς “τουρκική” όπως θα ακούσετε συχνά να λένε μειονότητα.
Ας όψεται η απαράδεκτη πολιτική του ελληνικού κράτους που για δεκαετίες άφησε στην τύχη του αυτόν τον τόπο γύρω από κλειστές μπάρες και τους πομάκους να δέχονται κοινωνικό μπούλινγκ για να ενσωματωθούν στους τουρκογενείς, χωρίς να έχουν την δυνατότητα να διδάσκονται την γλώσσα τους. Αυτό όμως είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση.
Κλείνοντας την παρένθεση επιστρέφουμε στον Τζεμίλ και στη Μουτζέν και σε αυτό που έχουν καταφέρει να φτιάξουν στην άκρη του πουθενά.
Οι Θέρμες είναι το τελευταίο μεγάλο χωριό της Ξάνθης πριν τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ο δρόμος συνεχίζει παράλληλα με την ποταμό Κομψάτο όπου σε ένα σημείο υπάρχει διασταύρωση για τον συνοριακό σταθμό Θερμών-Ζλάτογκραντ. Αν προσπεράσεις τη διασταύρωση το επόμενο μικρό χωριό είναι η Μέδουσα. Και εκεί τελειώνει ο δρόμος.
Από εκεί και μετά ξεκινά ο χωματόδρομος που λέγαμε παραπάνω. Εφτά χιλιόμετρα κατσάβραχα που σπάνε αυτοκίνητα για την Κοτάννη όπου εκεί σταματά και αυτός ο δρόμος ο οποίος μεν είναι χάλια αλλά η θέα είναι μαγευτική και αν είστε τυχεροί θα δείτε και γύπες να πετούν πάνω από τη χαράδρα.
“Πριν μερικούς μήνες ο δρόμος ήταν σε χειρότερη κατάσταση. Είχαν πέσει βράχια από τη διάβρωση και έσπαγαν τα αυτοκίνητά μας “ θα μου πει ο Τζεμήλ. “Μαζευτήκαμε καμιά εικοσαριά από την περιοχή και ζητήσαμε από τον κ. Καμμένο να μας στείλει το στρατό για να ανοίξει το δρόμο. Και όντως ο άνθρωπος ανταποκρίθηκε, μας έστειλε το στρατό με μπουλντόζες και μηχανήματα και δούλεψαν αρκετές μέρες για να ισιώσουν το δρόμο. Αλλά αν τομ αφήσεις έτσι θα ξαναγίνει.
Αυτό δε άρεσε σε κάποιους από τις τοπικές αρχές εδώ γιατί είπαν ότι υπογράψαμε ως Πομάκοι και καταλαβαίνεις ότι δεν τους αρέσει”.
Ο Τζεμίλ αναστήλωσε από την αρχή το παλιό σπίτι του παππού του και το επέκτεινε σε ένα χωράφι του,στο ισόγειο έφτιαξε την φημισμένη ταβέρνα του και στον όροφο ξαναέστηκε το παραδοσιακό πομάκικο σπίτι όπως ήταν και όπως το θυμόταν παιδί. Το κτίριο μοιάζει στην ουσία με ένα παλιό πετρόκτιστο παραδοσιακό χάνι. Πουθενά αλλού δεν θα δείτε στην περιοχή ένα αυθεντικό παραδοσιακό πομάκικο σπίτι όπως αυτό που έχει φτιάξει ο Τζεμίλ. Οι προίκες, τα χαλκώματα, τα κεντητά, τα παλιά έπιπλα, τα σίδερα με το κάρβουνο, η παλιά ραπτομηχανή, η ξυλόσομπα, τα υφαντά, ένα υπέροχο μικρο μουσείο για τα μάτια των επισκεπτών της ταβέρνας του.
Στον κάτω όροφο είναι η ταβέρνα με εξαιρετικό φαγητό από τοπικά προϊόντα. Για την ποιότητά τους, και τη γεύση τους μπορείτε να ανατρέξετε σε κριτικές που είναι εξαιρετικές. Ας μιλήσουν δηλαδή οι ειδικοί. Σίγουρα θα φάτε παραδοσιακή πομακική κουζίνα με τοπικά προϊόντα.
Αυτό που έχουμε να πούμε εμείς είναι ότι αν βρίσκεσαι στην περιοχή δεν φτάνεις μέχρι την άκρη του πουθενά από τόσο κακό δρόμο μόνο για το φαγητό. Είναι η διαδικασία, είναι η ατμόσφαιρα, είναι η θέα και είναι και οι οικοδεσπότες που θα σου μάθουν ότι υπάρχει και μια άλλη Ελλάδα και μια άλλης ποιότητας άνθρωποι που σπάνια συναντάς.
“Οι δυσκολίες είναι πολλές εδώ. Πρώτα από όλα ο δρόμος. Μέχρι πριν λίγο καιρό δεν είχαμε τηλεόραση. Πληρώναμε για ΕΡΤ μέσω της ΔΕΗ αλλά μόνο βουλγαρικά κανάλια πιάναμε.
Έχουμε υποτίθεται τηλέφωνο αλλά είναι νεκρό. Όταν πήγα στον ΟΤΕ να δω τι θα γίνει μου είπαν ότι δεν τους συμφέρει να αλλάξουν τις γραμμές γιατί εδώ που είμαστε ζουν ελάχιστες οικογένειες και δεν αξίζει γι αυτούς το κόστος. Τα κινητά δεν πιάνουν εδώ. Που και που μόνο αν πας λίγο παραέξω. Φαντάσου δηλαδή να θέλει να έρθει κόσμος εδώ. Πως θα επικοινωνήσει; Πως θα μάθει αν είμαστε ανοιχτά; Γι αυτό και εδώ δίνω το τηλέφωνο του γιου μου που είναι στην Ξάνθη...”
Μπορεί ο Τζεμίλ και οι γυναίκα του να είναι φαινομενικά αποκομμένοι αλλά κατάφεραν με αυτό που έφτιαξαν να αποκτήσουν φήμη, φανατικούς φίλους και σταθερή πελατεία.
Όλοι αυτοί που μπορεί να κάνουν μέχρι και δύο ώρες για να φτάσουν,δεν μπορεί. Κάτι σημαντικό θα βρίσκουν εκεί.