FOCUS

Φόβος, απώλεια και ελπίδα: Ο βραβευμένος με Pulitzer Εμίλιο Μορενάτι, φωτογραφίζει την πανδημία

Φόβος, απώλεια και ελπίδα: Ο βραβευμένος με Pulitzer Εμίλιο Μορενάτι, φωτογραφίζει την πανδημία
AP Photo/Emilio Morenatti

Ο βραβευμένος με Pulitzer Ισπανός φωτογράφος του Αssociated Ρress Εμίλιο Μορενάτι, ήταν από εκείνους που έφεραν στο ευρύ κοινό την πανδημία στις πραγματικές της διαστάσεις.

Μπήκε σε οίκους ευγηρίας, νοσοκομεία και γραφεία τελετών, φωτογράφισε τους ζωντανούς και τους νεκρούς, το φόβο, την ελπίδα αλλά και την απώλεια.

Ο ίδιος διηγείται με δικά του λόγια τις εμπειρίες και τα συναισθήματά του.

«Έχω βρεθεί σε πολλές δύσκολες καταστάσεις στην καριέρα μου σαν φωτορεπόρτερ, έχω τραυματιστεί στα πεδία των μαχών και με έχιουν πιάσει όμηρο. Ποτέ όμως δεν ένοιωσα τόσο ευάλωττος όσο τις πρώτες εβδομάδες που κάλυπτα την πανδημία στην Ισπανία. Οι προστατευτικές στολές, οι μάσκες και τα γάντια είχαν εξαφανιστεί από τα καταστήματα. Υπήρχαν πολύ αυστηροί περιορισμοί στην κυκλοφορία τα νοσοκομεία είχαν καταρρεύσει.

«Έπρεπε να αυτοσχεδιάσουμε για την προσέγισή μας στο θέμα, μέσα σε συνθήκες που απαιτούσαν λύσεις για προβλήματα που ακόμη δεν είχαμε καταλάβει. Δεν ήταν πολύ διαφορετικό από τη ζώνη του πυρός, μόνο που εκεί ξέρεις το αντιμετωπίζεις».

«Πριν το ΑΡ μάς στείλει τις προστατευτικές στολές και τον απαραίτητο εξοπλιστμό, κάθε φορά που ακολουθούσα το νοσηλευτικό προσωπικό σε κάποιο σπίτι ασθενούς έπρεπε να αυτοσχεδιάσω. Χρησιμοποιούσα σακούλες σκουπιδιών σαν στολή και χλωρίνη σαν απολυμπαντικό. Από το πλαστικό θάμπωναν τα γυαλιά μας και η κάμερα της μηχανής».

«Η εικόνα του άστεγου που κοιμάται στη μέση του δρόμου νομίζω αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο τη μετάλλαξη μιας πολύβουης πόλης όπως η Βαρκελώνη, σε απόλυτα έρημο μέρος. Ήταν μια αποκαλυπτική σκηνή. Τελικά ήρθε η αστυνομία και τον βοήθησε να πάει στο πεζοδρόμιο».

«Αισθάνομαι πολύ προνομιούχος που ως δημοσιογράφος μπορπ'υσα να βγω από το σπίτι μου όταν οι άλλοι δεν μπορούσαν. Το προνόμιο αυτό, βέβαια, συνοδευόταν από την αγωνία να μην φέρω στο σπίτι τον ιό. Για να μην συμβεί αυτό, χωρίσαμε το διαμέρισμα στα δύο: Το ένα μέρος ήταν το βρώμικο, εκεί που ζούσα εγώ. Το άλλο ήτραν το καθαρό, εκεί που ζούσαν η σύζυγός μου και τα δύο μας παιδιά. Το γεγονός ότι δεν μπορπ'υσα να κρατήσω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου όλο αυτό το διάστημα με έκανε να υποφέρω από αϋπνίες και να παθαίνω κρίσεις πανικού».

«Οι φωτογραφίες που έκαναν τη μεγαλύτερη αίσθηση ήταν αυτές από τους οίκους ευγηρίας. κανείς δεν είχε ιδέα στην Ισπανία τι συνέβαινε εκει μέσα. Για να μπορέσω να απαθανατίσω με σεβασμό τις στιγμές, χρησιμοποίησα την Alpha a9ii, μια κάμερα χωρίς καθρέπτες που είναι απόλυτα αθόρυβη».

«Βλέποντας αυτούς τους μοναχικούς θανάτους συγκλονίστηκα. Θυμάμαι ακόμη τον ήχο του φερμουάρ που σφράγιζε τα νεκρά σώματα στα νεκροτομεία»

«Οι πιο συγκινητικές σκηνές ήταν εκείνες που απαθανάτισα στις συναντήσεις των ηλικιωμένων με τους οικείους τους στους οίκους ευγηρίας. Όταν συναντήθηκαν για πρώτη φπρά μετά από 102 μέρες η Αουγουστίνα και ο Πασκουάλ, ο χρόνος σταμάτησε. Το φιλί τους ήταν σα να εξαφάνισε το προστατευτικό ανάμεσά τους».

«Κάθε φωτογραφία έχει και μια ιστορία πίσω της. Όπως αυτή του ασθενή που για πρώτη φπρά αντικρίζει τον ήλιο μετά από 52 μέρες στη ΜΕΘ. Είχα φανταστεί τη σκηνή πριν καν βρεθώ εκεί. Την απαθανάτισα όπως ακριβώς την είχα φανταστεί. Στάθηκα πίσω και έβαλα όσο περισσότερα στοιχεία μπορούσα στο κάδρο. Πιστεύω ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να δώσεις όλη την ατμόσφαιρα σε κάθε φωτογραφία».

«Ένα πρωί ήμουν στην κουζίνα και ετοίμαζα πρωινό. Ξαφνικά άκουσα την 6χρονη κόρη μου, την Γκαλά να μιλάει με κάποιον στην αυλή. Βγήκα έξω και την είδα να μιλάει με ένα συμμαθητή της, είχαν σκαρφαλώσει και οι δύο στους τοίχους των σπιτιών για να τα πουν για λίγο».

«Μια μέρα κάλυπτα τις διαδηλώσεις για τη σύλληψη του ράπερ Πάμπλο Χασέλ. Γινόταν χαμός, οδοφράγματα, φλόγες, οι διαδηλωτές πετούσαν πέτρες. Και ξαφνικά, μέσα σε όλο αυτό βλέπω δύο ανθρώπους να φιλιούνται. Τράβηξα άπειρες φωτογραφίες της ίδιας σκηνής. μετά ξέχασα τη φωτογραφία και την είδα όταν διάλεγα τις φωτογραφίες από τη διαδήλωση. Δεν ρώτησα ποτέ τα ονόματά τους, δεν έμαθα ποτέ γιατί φιλιόντουσαν ανάμεσα στο χάος. Θα μείνω για πάντα με την απορία».