FOCUS

Αθήνα 6 Απριλίου -15 Απριλίου 1896: Οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες, που παραλίγο να μην γίνουν

Αθήνα 6 Απριλίου -15 Απριλίου 1896: Οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες, που παραλίγο να μην γίνουν
AP Photo

Το 1894, στο περίφημο Συνέδριο του Παρισιού, που οργάνωσε ο Γάλλος παιδαγωγός και ιστορικός Πιέρ ντε Κουμπερτέν, στο οποίο γεννήθηκε και η Διεθνής ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ), αποφασίστηκε τελικά οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες να γίνουν στην Αθήνα.

Η αρχική πρόταση για τον τόπο διεξαγωγής των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, ήταν το Λονδίνο, για λόγους που δεν διαφέρουν από τις συνηθισμένες διαφωνίες του σήμερα: Ήταν προφανές ότι συγκριτικά με την Αθήνα, μπορούσε να αντέξει πολύ πιο άνετα το οικονομικό και πρακτικό βάρος της οργάνωσης ενός τέτοιου σημαντικού γεγονότος. Παρόλα αυτά ο Κουμπερτέν ήταν ανένδοτος και σε συνεννόηση με τον Έλληνα εκπρόσωπο, Δημήτριο Βικέλα, τα «κλειδιά» της αναβίωσης των Αγώνων δόθηκαν στη χώρα μας.

Η Ελλάδα θα επέστρεφε στα μεγαλεία του παρελθόντος το δεκαήμερο από τις 25 Μαρτίου έως τις 3 Απριλίου 1896 (6 Απριλίου μέχρι 15 Απριλίου με το γρηγοριανό Ημερολόγιο), κάτι το οποίο αντιμετωπίστηκε με μεγάλο ενθουσιασμό από τον ελληνικό λαό. Οι πιο θερμοί υποστηρικτές της αναβίωσης -για ευνόητους λόγους- υπήρξαν ο Βασιλιάς Γεώργιος Α’ αλλά και ο διάδοχος Κωνσταντίνος οι οποίοι ξεκίνησαν μεγάλο αγώνα προκειμένου να μαζευτούν οι απαραίτητοι πόροι για τη διεξαγωγή των Αγώνων. Χρειάστηκε ωστόσο να ξεπεραστούν πολλές δυσκολίες προκειμένου να ξεκινήσει η Ολυμπιάδα. Η άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν από μόνη της ένας σκόπελος που δύσκολα ξεπερνιόταν και σε συνδυασμό με την απειρία της από οργανωτικής πλευράς –τόσο σημαντική διοργάνωση δεν είχε πραγματοποιηθεί ποτέ στη χώρα τη μοντέρνα εποχή- δεν άργησε να βάλει την Ελλάδα στο «στόχαστρο» της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Ο διεθνής Τύπος δημιούργησε έναν πραγματικό «πόλεμο» αμφισβήτησης με απανωτά ρεπορτάζ του τύπου “Η Αθήνα δεν είναι έτοιμη”.

Πράγμα που δεν ήταν και πολύ ψέμα.

Λίγες μέρες πριν την έναρξη της Ολυμπιάδας κυκλοφόρησε στα διεθνή ΜΜΕ μια φωτογραφία από την κατάσταση του Καλλιμάρμαρου Παναθηναϊκού Σταδίου που προκάλεσε ανατριχίλα. Ένας σωρός αρχαία ερείπια...

Ασύληπτο κόστος και παντελής έλλειψη υποδομών

Όσο πλησίαζε η ημερομηνία έναρξης των Αγώνων, οι δυσκολίες αντί να ξεπερνιούνται, μεγάλωναν. Η γενικότερη κατακραυγή έπεσε πάνω στον επικεφαλής της οργανωτικής επιτροπής, Στέφανο Σκουλούδη, ο οποίος παρουσίασε και μια έκθεση για το κόστος των Αγώνων. Το κόστος ήταν τρεις φορές μεγαλύτερο από τις εκτιμήσεις του Κουμπερτέν, κάτι που οδήγησε στην παραίτηση της επιτροπής. Τα 3.740.000 δραχμές για εκείνη την εποχή ήταν ένα ποσό εξωπραγματικό, όχι απλώς δυσθεώρητο.

Πέρα από την έλλειψη των πόρων, όμως, η οργανωτική επιτροπή είχε να ξεπεράσει και την απειρία σε καταστάσεις μεγάλων διοργανώσεων. Τα καθήκοντά της ήταν θέσπιση των κανόνων των αγωνισμάτων και ιδίως η πρόσκληση των αθλητών. To “Ολυμπιακό Χωριό” ήταν μία έννοια παντελώς άγνωστη και τελικά δεν έγινε και ποτέ. Οι συμμετέχοντες αθλητές έπρεπε να πληρώσουν μόνοι τους τα έξοδα διαμονής. Μερικοί μάλιστα πήραν μέρος στους Αγώνες επειδή έτυχε να βρεθούν στην Αθήνα εκείνη την περίοδο για διακοπές ή εργασία – κάποιοι από τους Βρετανούς συμμετέχοντες εργάζονταν στη Βρετανική πρεσβεία.

Με αμφίβολη την προοπτική της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Κουμπερτέν και ο Βικέλας ξεκίνησαν μία εκστρατεία για να κρατήσουν ζωντανό το όραμα της Ολυμπιακής αναβίωσης. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος αποφάσισε να ηγηθεί της οργανωτικής επιτροπής, όπως ανακοινώθηκε επίσημα από το Δημήτριο Βικέλα στις 7 Ιανουαρίου 1895. Η πρωτοβουλία του διαδόχου έφερνε τη μία δωρεά μετά την άλλη από τον ελληνικό λαό, από τις οποίες συγκεντρώθηκαν τελικά 330.000 δραχμές. Εκδόθηκε ειδική σειρά γραμματοσήμων που απέφερε 400.000 δραχμές ενώ από τις πωλήσεις των εισιτηρίων συγκεντρώθηκαν άλλες 200.000 δραχμές. Η καθοριστική βοήθεια, ωστόσο, ήρθε από τον επιχειρηματία Γεώργιο Αβέρωφ ο οποίος ανέλαβε εξ ολοκλήρου την ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου που κόστισε γύρω στις 920.000 δραχμές. Προς τιμήν της γενναιοδωρίας του, κατασκευάστηκε το άγαλμά του στην είσοδο του Σταδίου.

Το μόνο που απέμενε πλέον ήταν η έναρξη, στις 5 Απριλίου 1896.

Νωρίς το απόγευμα της 25ης Μαρτίου 1896 (6 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο), ανήμερα της επετείου της Ελληνικής Επανάστασης, δόθηκε στο ανακαινισμένο και κατάμεστο Παναθηναϊκό Στάδιο η έναρξη των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της σύγχρονης εποχής. Αμέσως μετά ακούστηκε για πρώτη φορά ο «Ολυμπιακός Ύμνος», σε ποίηση Κωστή Παλαμά και μουσική Σπύρου Σαμάρα. Η συντριπτική πλειονότητα των αθλητών ήταν από τη χώρα μας, η οποία μάλιστα κατέκτησε την πρωτιά στον πίνακα των μεταλλίων, για πρώτη και τελευταία φορά. Η Ελλάδα κέρδισε 46 μετάλλια (10 πρώτα -17 δεύτερα – 19 τρίτα), έναντι 20 των ΗΠΑ (11- 7 - 2) και 13 της Γερμανίας (6 – 5 - 2). Οι νικητές τότε έπαιρναν ένα ασημένιο μετάλλιο, ένα κλαδί ελιάς κι ένα αναμνηστικό δίπλωμα, ενώ οι δεύτεροι έπαιρναν ένα χάλκινο μετάλλιο, ένα κλαδί δάφνης και το δίπλωμα. Οι τρίτοι δεν έπαιρναν καν μετάλλιο. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αποφάσισε αργότερα να απονείμει χρυσά, ασημένια και χάλκινα μετάλλια στους τρεις πρώτους αθλητές κάθε αγωνίσματος.

Οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες τελικά είχαν μεγάλη επιτυχία και παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των συμμετεχόντων ήταν μικρός για τα σημερινά δεδομένα, ήταν η πιο πολυάριθμη συμμετοχή μέχρι τότε σε σύγχρονη αθλητική διοργάνωση. Οι απόψεις αποκλίνουν σχετικά με το πόσοι, ποιοι και ποιων χωρών αθλητές έλαβαν μέρος στους Αγώνες. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αναφέρει ότι υπήρξαν συμμετοχές από 14 χώρες, χωρίς όμως να τις κατονομάζει. Κάποιες πηγές κάνουν λόγο για 12 (εξαιρούν τη Βουλγαρία και τη Χιλή), ενώ άλλες για 13 χώρες (εξαιρούν την Ιταλία). Ορισμένες, τέλος, περιλαμβάνουν και την Αίγυπτο λόγω της συμμετοχής του Δημητρίου Κάσδαγλη. Επίσης, γνωρίζουμε μόνο τους 179 από τους αθλητές που έλαβαν μέρος. Η ΔΟΕ αναφέρει 241 συνολικά συμμετοχές, ενώ διάφορες πηγές 245 ή 246.

Μεγαλύτερες μορφές των Αγώνων ήταν ο Έλληνας Ολυμπιονίκης στον ελληνικό μαραθώνιο, Σπύρος Λούης και ο Γερμανός παλαιστής και γυμναστής Καρλ Σούμαν, ο οποίος κέρδισε συνολικά τέσσερις πρωτιές.

Παρά την προσπάθεια που έγινε από πλευράς του βασιλιά και πολλών υποστηρικτών του, η επόμενη Ολυμπιάδα διοργανώθηκε στην πόλη του Παρισιού το 1900, η οποία ωστόσο δεν είχε την ίδια επιτυχία με της Αθήνας, λόγω της Διεθνούς Έκθεσης που πραγματοποιήθηκε την ίδια εποχή. Από τότε, πέρα των εμβόλιμων Μεσοολυμπιακών Αγώνων του 1906, οι Αγώνες επέστρεψαν στην Ελλάδα μόλις το 2004, για την 28η σύγχρονη Ολυμπιάδα.