Γιατί η επιχείρηση στη Συρία «δείχνει» ότι είναι μάλλον απίθανη η κλιμάκωση της σύγκρουσης
Η αμερικανική στρατιωτική επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε τα ξημερώματα του Σαββάτου κατά της Συρίας, με τη συνδρομή Βρετανίας και Γαλλίας, ήταν σύντομη και περιορισμένη, στοχεύοντας σε περιοχές που συνδέονται με χημικά όπλα, ενώ δεν έχουν προγραμματιστεί περαιτέρω πλήγματα, εκτός και αν ο Σύρος πρόεδρος προχωρήσει σε νέες παρόμοιες επιθέσεις στο μέλλον.
Αν και σύντομη, η σημερινή επίθεση ήταν σφοδρότερη από εκείνη που είχαν διεξάγει οι Ηνωμένες Πολιτείες έναν χρόνο πριν κατά μιας συριακής αεροπορικής βάσης. Σε εκείνη την επίθεση καταστράφηκαν 20 συριακά αεροσκάφη, που συνιστούσαν το 20% του συνόλου της δύναμης της συριακής πολεμικής αεροπορίας.
Οι ΗΠΑ είχαν εκτοξεύσει 59 πυραύλους τύπου Τόμαχοκ σε εκείνη την επίθεση, στην οποία δεν είχαν χρησιμοποιηθεί μαχητικά αεροσκάφη.
Πώς λειτουργούν οι Τόμαχοκ: Αυτοί είναι οι πύραυλοι της επίθεσης των ΗΠΑ (pics+vid)
Στη σημερινή επιχείρηση χρησιμοποιήθηκαν τα διπλάσια όπλα, περιλαμβανομένων και μαχητικών αεροσκαφών, πέραν των πυραύλων. Οι στόχοι περιορίζονταν σε αεροπορικές βάσεις, εγκαταστάσεις αποθήκευσης χημικών όπλων και σημεία τα οποία εκτιμάται πως χρησιμοποιούνται για την προετοιμασία χημικών επιθέσεων.
Ο κύριος στόχος, σύμφωνα με τον Guardian, πέραν της αποστολής ξεκάθαρου μηνύματος στον Σύρο πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ να εγκαταλείψει την τακτική των χημικών επιθέσεων, ήταν να αποφευχθούν όσο γίνεται θέσεις των Ρώσων και των Ιρανών, ώστε να αποτραπεί η διεύρυνση της σύγκρουσης.
Παρά την ρητορική της Μόσχας, την εβδομάδα που προηγήθηκε, για πιθανά αντίποινα σε περίπτωση επίθεσης, στην πραγματικότητα η Ρωσία μοιράζεται την ίδια ανησυχία με τις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά την αποφυγή μιας γενικευμένης σύγκρουσης. Τόσο η Μόσχα, όσο και η Ουάσινγκτον δαπανούν μεγάλα ποσά στα εξοπλιστικά τους προγράμματα, ωστόσο οι διαφορά είναι χαοτική, με τις ΗΠΑ να δαπανούν σχεδόν 550 δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο, την ώρα που η Ρωσία σπαταλά 70 δισεκατομμύρια δολάρια για τον ίδιο σκοπό.
Ενδεικτικό της διαφοράς του στρατιωτικού μεγέθους των δύο χωρών είναι το γεγονός ότι η Ρωσία διαθέτει μόλις ένα, και μάλιστα «γηρασμένο» αεροπλανοφόρο, την ώρα που οι ΗΠΑ έχουν 20.
Σε περίπτωση που η Ρωσία επιλέξει να απαντήσει με αντίποινα, κάτι τέτοιο είναι πιθανότερο να γίνει με κάποιον άλλο τρόπο και όχι με μια ευθεία σύγκρουση, με τους αναλυτές να εκτιμούν πως πιθανότερο είναι το σενάριο μιας ευρείας κυβερνοεπίθεσης.
Σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί η σύγκρουση, οι ΗΠΑ προειδοποίησαν εκ των προτέρων την Μόσχα για την διεξαγωγή της επιχείρησης, ενημερώνοντας για τους αεροδιαδρόμους που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν, χωρίς ωστόσο να γίνεται αναφορά στους στόχους.
Η σημερινή επίθεση δεν ήταν προσπάθεια ανατροπής του καθεστώτος, γι’ αυτό και η προεδρική κατοικία, του Μπασάρ αλ Άσαντ, δεν περιλαμβάνονταν στους στόχους.
ΗΠΑ, Βρετανία και Γαλλία, ολοκλήρωσαν την επίθεση χωρίς απώλειες. Αν και υπήρξε κίνδυνος από το εξελιγμένο σύστημα αεράμυνας το οποίο προμήθευσε στη Συρία η Ρωσία.
Ένας άλλος ενδεχόμενος κίνδυνος ήταν ότι το «χτύπημα» οποιουδήποτε χημικού όπλου θα μπορούσε να οδηγήσει στη διάδοση του δηλητηρίου. Όμως Βρετανοί εμπειρογνώμονες χημικών όπλων ανέφεραν πως αυτός ο κίνδυνος ήταν μικρός, δεδομένου ότι τα χημικά όπλα δεν θα διασκορπίζονταν με την ανατίναξή τους.
Ο μεγαλύτερος όμως κίνδυνος ήταν αφενός να χτυπηθούν σημεία στο οποία βρίσκεται ρωσικό και ιρανικό στρατιωτικό προσωπικό κι αφετέρου ένας κακός υπολογισμός που θα είχε ως αποτέλεσμα τις απώλειες αμάχων. Αν και τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Βρετανοί στρατιωτικοί διαβεβαιώνουν ότι τα πλήγματα με πυραύλους γίνονται με μεγαλύτερη ακρίβεια, εντούτοις, ατυχήματα συμβαίνουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το πλήγμα ενός καταφυγίου στη Βαγδάτη, στον πόλεμο του Ιράκ το 1991, που είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους πάνω από 400 άμαχοι, αλλά και ο βομβαρδισμός της κινεζικής πρεσβείας στο Βελιγράδι το 1999.
Προκειμένου να αποφύγουν τις απώλειες αμάχων, Ρώσων ή Ιρανών, οι σχεδιαστές της σημερινής επίθεσης επέλεξαν στόχους που ήταν αρκετά μακριά από τέτοιες τοποθεσίες.
Η εικασία ότι ο πλανήτης βρισκόταν στο χείλος μιας παγκόσμιας σύρραξης, είναι πιθανόν να αποδειχθεί αβάσιμη. Καθώς φαίνεται, η σημερινή επιδρομή ήταν μόνο μια μικρή κλιμάκωση εκείνης που έγινε πέρυσι.