EDITORIAL

Πλεόνασμα ίσο ή ανώτερο του 2% του ΑΕΠ για 37 συνεχόμενα χρόνια

Getty Images

Για μία χώρα όπως η Ελλάδα, όπου η παραγωγικότητα είναι χαμηλή και οι φορείς χάραξης πολιτικής αδύναμοι, ποιος είναι ο ρεαλιστικός στόχος για τα μεσοπρόθεσμα πρωτογενή πλεονάσματα; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι εύκολη. Εάν κάποιος θεωρεί πως η χώρα δεν έχει τη δυνατότητα να κρατήσει υψηλά πλεονάσματα για πολλά χρόνια τότε δεν θα πρέπει να είναι ευχαριστημένος με τις χθεσινές αποφάσεις του Eurogroup. Αν θεωρεί πως η χώρα έχει αυτή την ικανότητα, τότε οι αποφάσεις θα είναι ικανοποιητικές.

Για να δώσουμε μια τάξη μεγεθών, το ΔΝΤ θεωρεί ως ρεαλιστικό ένα μεσοπρόθεσμο στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ, η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ρεαλιστικό το 2% και η γερμανική κυβέρνηση το 3,5%!

Σύμφωνα με το ανακοινωθέν του χθεσινού Eurogroup η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύθηκε σε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2023 και στη συνέχεια σε πρωτογενή πλεονάσματα «ίσα ή ανώτερα αλλά κοντά στο 2% του ΑΕΠ» για όλη την περίοδο 2023-2060. Αυτό σημαίνει πως κατά μέσο όρο τα πρωτογενή πλεονάσματα θα διαμορφωθούν μεταξύ 2%-2,4%.

Η κυβέρνηση μέσω άτυπης ενημέρωσης χθες το βράδυ παρουσίασε με διαφορετικό τρόπο τη δέσμευση που ανέλαβε έναντι της ευρωζώνης. Όπως ανάφερε σχετικά:

«Καθορίστηκαν τα πρωτογενή πλεονάσματα στο 2% από το 2023 και κατά μέσο όρο περίπου στο 2% ως το 2060. Επομένως, προβλέπεται η σταδιακή μείωση των πλεονασμάτων και κάτω από το 2%. Αυτή είναι μία πολύ σημαντική δέσμευση, καθώς προσδιορίζει το ύψος της απαιτούμενης απομείωσης χρέους, η οποία πλέον μπορεί να υπολογισθεί από αγορές και θεσμούς».

Ακολούθως δίνει και μια άλλη πτυχή για το πλεόνασμα: «Εξάλλου με αυτά τα πρωτογενή πλεονάσματα, η Ελλάδα θα είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που θα βρίσκεται σε θετική εξαίρεση από το Σύμφωνο Σταθερότητας, καθώς με βάση αυτό θα υποχρεούνταν να έχει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 2,6% στο μακροπρόθεσμο διάστημα και όχι 2% όπως τελικά συμφωνήθηκε», αναφέρει σχετικά.

Είναι τα όσα υποστηρίζει η κυβέρνηση ορθά;

Μάλλον όχι. Σε σχέση με το επιχείρημα ότι προβλέπεται η σταδιακή μείωση των πλεονασμάτων και κάτω από το 2% αυτό δεν είναι συνεπές με τη διατύπωση του ανακοινωθέντος που μιλά για πλεονάσματα «ίσα ή ανώτερα αλλά κοντά στο 2% του ΑΕΠ».

Το επιχείρημα ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα 2% από το 2023 και κατά μέσο όρο περίπου 2% ως το 2060 προσδιορίζουν το ύψος της απαιτούμενης απομείωσης χρέους δεν είναι απολύτως σωστό. Χωρίς να έχει προσδιοριστεί ο μεσοπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης και πριν διαμορφωθεί σε απόλυτους αριθμούς το ετήσιο ύψος τόκων για την εξυπηρέτηση του χρέους, το να έχει οριστεί το μέγεθος για πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι κάτι που συμβάλει στην όλη εικόνα της βιωσιμότητας του χρέους και αυτό είναι κάτι που το ξεκαθάρισε χθες και η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ.

Ακόμη πιο αίολο είναι το επιχείρημα πως με αυτά τα πρωτογενή πλεονάσματα η Ελλάδα θα έχει μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο από αυτό που θα της έδινε το Σύμφωνο Σταθερότητας. Η κυβέρνηση υποστήριξε πως ο μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος (ΜΔΣ) βάσει του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα οδηγούσε σε πλεονάσματα ύψους 2,6% στο μακροπρόθεσμο διάστημα και όχι 2% όπως τελικά συμφωνήθηκε.

Τι είναι το «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο»

Για όσους δεν γνωρίζουν, το περίφημο «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο», ο μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος αναφέρεται στο διαρθρωτικό ισοζύγιο του προϋπολογισμού (των δημόσιων δαπανών και των δημόσιων εσόδων) το οποίο δεν θα πρέπει να ξεπερνά το όριο του 3% του ΑΕΠ. Η πρόοδος που θα πρέπει να σημειώνουν κάθε χρόνο οι χώρες για την επίτευξη αυτού του στόχου, καλείται πορεία προσαρμογής και είναι διαφορετική για κάθε χώρα.

Ο όρος «διαρθρωτικό ισοζύγιο» αναφέρεται στη διαφορά εσόδων - εξόδων του προϋπολογισμού, με εξαίρεση τις δαπάνες για αποπληρωμές τοκοχρεολυσίων και λαμβανομένης υπόψη της επίπτωσης της ύφεσης στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν. Η Ελλάδα εκ των πραγμάτων θα έχει διαθρωτικό δημοσιονομικό ισοζύγιο μεσοπρόθεσμα χαμηλότερο του 3%, δεδομένου ότι αυτό μπορεί να το καταφέρει και με πρωτογενές πλεόνασμα μικρότερο του 2%.

Η εκτίμηση της κυβέρνησης πως η εφαρμογή του προληπτικού σκέλους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα οδηγούσε σε πλεονάσματα ύψους 2,6% στο μακροπρόθεσμο διάστημα είναι δική της εκτίμηση και δεν προκύπτει από κανένα μοντέλο. Να σημειωθεί επιπρόσθετα πως κράτη μέλη που λαμβάνουν χρηματοοικονομική ενίσχυση η οποία συνδέεται με προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, όπως η Ελλάδα, δεν δεσμεύονται από τις προϋποθέσεις του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.

Δεδομένο ότι το Eurogroup είπε ότι τυχόν διαφορές μεταξύ του πιθανολογηθέντος για τη μελέτη βιωσιμότητας του χρέους και του επιτευχθέντος πραγματικά ρυθμού ανάπτυξης θα λαμβάνονται υπόψη ώστε να διορθώνεται η προβολή στο μέλλον της σχέσης «χρέους προς ΑΕΠ», καθώς και η προβολή στο μέλλον των μεικτών χρηματοδοτικών αναγκών, αυτό από μόνον του δείχνει πως ο υπολογισμός της κυβέρνησης για δυνητικό πρωτογενές πλεόνασμα 2,6% βάσει του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου είναι το λιγότερο «θολός».

Η ευρωζώνη θεωρεί πως η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να καταγραφεί υψηλά πλεονάσματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επικαλείται δε τις περιπτώσεις της Φινλανδίας που είχε μέσο πρωτογενές πλεόνασμα 5,7% για έντεκα χρόνια, από το 1998 ως και το 2008 και τις Δανίας που είχε πρωτογενές πλεόνασμα 5,3% επί 26 χρόνια, από το 1983 έως και το 2008. Ωστόσο, το ΔΝΤ δεν θεωρεί πως οι χώρες αυτές μπορούν να συγκριθούν με την Ελλάδα, κυρίως λόγω της αφετηρίας από την οποία εκκινεί, αλλά και λόγω των προβληματικών μεγεθών που εμφανίζει η χώρα μας στην ανεργία και στη γήρανση του πληθυσμού.

Το ποιος θα επιβεβαιωθεί θα φανεί στην καλύτερη περίπτωση στο τέλος της πρώτης πενταετίας εφαρμογής των φιλόδοξων αυτών δημοσιονομικών στόχων, ήτοι σε 13 χρόνια από τώρα ή πιο απλά στο τέλος του 2030.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης