Μούφα και ...παραλλαγή
Ο κ. Θοδωρής Δρίτσας, για όσους τον ξέρουν έστω και λίγο, είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να αφουγκράζεται τόσο τις ανάγκες της σημερινής συγκυβέρνησης αναφορικά με τις υποχρεώσεις της στις διεθνείς συμφωνίες (βλ. Μνημόνια) όσο και τις υποχρεώσεις του κόμματός του απέναντι στους ψηφοφόρους του.
Ως εκ τούτου, μάλλον, ζει το δικό του δράμα εντός των ορίων του εσωτερικού πολιτικού διπολισμού, στον οποίον έχουν περιέλθει τόσο οι πρωταγωνιστές όσο και ορισμένοι κομπάρσοι του σημερινού πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα.
Από τη μία, βρίσκεται η πιεστική ανάγκη για άσκηση κυβερνητικών καθηκόντων στο πλαίσιο των υποχρεώσεων στις οποίες έχει δεσμευτεί η πλειοψηφία του Κοινοβουλίου. Μπορεί να μην αρέσει σε πολλά κυβερνητικά στελέχη, μεταξύ των οποίων υποπτευόμαστε ότι βρίσκεται και ο Αλ. Τσίπρας, αλλά αυτήν τη στιγμή –και βάσει υπολογισμών συνοικιακού ψιλικατζίδικου- το μοναδικό πλάνο στο οποίο καλείται να επιδείξει επίτευξη στόχων η κυβέρνηση, είναι οι μεταρρυθμίσεις. Και σε πιο προσγειωμένη λογική, οι ιδιωτικοποιήσεις. Και από την άλλη, η αυτονόητη και απολύτως δικαιολογήσιμη προσπάθεια συνεπούς ιδεολογικής στάσης απέναντι στους ψηφοφόρους, όπως αυτή έχει εκφραστεί με τη μορφή προεκλογικών δεσμεύσεων.
Έτσι, λοιπόν, στο μυαλό του κ. Δρίτσα δεν θα μπορούσε να υπάρξει άλλη ικανή και αναγκαία συνθήκη για να κινδυνεύσει η εισροή του 1,5 δις ευρώ της Cosco, εκτός από τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και τα εμπόδια των συνδικαλιστών του ΟΛΠ. Από κοντά, βέβαια, και η δήλωση του κ. Μπαλαούρα, μια ειλικρινής –αν μη τι άλλο – στάση: «Αν ήμασταν αντιπολίτευση θα ήμασταν στους δρόμους, δεν θέλουμε την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού». Αληθινό αλλά στα όρια του κυνισμού. Ο διπολισμός, που λέγαμε, είναι ψυχιατρική κατάσταση. Εδώ έχουμε να κάνουμε και με κάτι άλλο, πολιτικά ισχυρότερο: την ψυχρή ομολογία περί θρυμματισμού των ιδεολογικών ερεισμάτων και υποσχέσεων βάσει των οποίων επήλθαν οι εκλογικές νίκες του ΣΥΡΙΖΑ.
Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η εμμονή στην παράλληλη θυματοποίηση κατά την εφαρμογή των αποφάσεων και των συμφωνιών από την πλευρά των κυβερνητικών στελεχών. Δεν κάνει τίποτε περισσότερο και τίποτα λιγότερο από το να επιβεβαιώνει και να επισημοποιεί την παλινωδία. Αλλά και την υποκριτική συμπαράσταση στους βάναυσα πληγέντες της κρίσης. Το να πατά κάποιος σε δύο βάρκες δεν έχει μεγάλη διάρκεια ζωής. Κάποια στιγμή θα πρέπει να αποφασίσει και να το υποστηρίξει, βεβαίως, σε ποια βάρκα από τις δύο βλέπει τη σωτηρία του.
Και το ερώτημα που έχει ανηλεώς προκύψει είναι το «ποια σωτηρία προέχει;». Της χώρας ή του κόμματος και περαιτέρω της εσωκομματικής κυριάρχησης; Αν και το κίνημα των 53, πλέον, μάλλον με διακοσμητικό και συνάμα αναμνηστικό άλλοθι μοιάζει. Οι Κινέζοι έδειξαν τα δόντια τους μόλις αντιλήφθηκαν ότι η ελληνική κυβέρνηση επενέβη στη συμφωνία και έφερε στη Βουλή ένα σχέδιο με αλλαγές για τις οποίες δεν είχαν ιδέα. Και η κυβέρνηση ανέκρουσε πρύμναν μετά τη θυελλώδη συνεδρίαση της Βουλής. Είναι άραγε ο μόνος εκτεθειμένος ο κ. Θ. Δρίτσας; Ο οποίος, παρά τις αιτιάσεις που προέβαλε σε διάφορα ΜΜΕ, κατάφερε να πείσει ότι δεν θέλει να παραδεχθεί πως και αυτή η προεκλογική δέσμευση του κόμματος του για το λιμάνι πνίγηκε μαζί με τις άλλες.
Μοιάζουμε να ζούμε στη φούσκα μιας συναρμολογημένης δικής μας πραγματικότητας. Ολόκληρος ο κόσμος αναθεωρεί και επαναπροσδιορίζει τα βασικά του συστατικά –η παγκόσμια τρομοκρατία και οι τζιχαντιστές, η άνοδος της ακροδεξιάς και των φιλοναζιστών (βλ. Αυστρία, κ.ά.), η διόγκωση του άκρατου λαϊκισμού και του εθνικισμού που έχει αρχίσει να τρώει τις ευρωπαϊκές σάρκες, τα προσφυγικά μεταναστευτικά κύματα με τους χιλιάδες νεκρούς (2.900 άνθρωποι έχασαν τις ζωές τους μόνο στο α’ εξάμηνο του 2016), οι εσωτερικές και εξωτερικές επιθέσεις που δέχονται οι δημοκρατίες, η παντοκυριαρχία των αγορών είναι μερικές από τις παγκόσμιες, τραγικές ασκήσεις. Εμείς εδώ βαυκαλιζόμαστε με τις χαρμόσυνες και κουτοπόνηρες, μαζί, αυταπάτες μας. Είτε λιμάνι τις λένε αυτές, είτε πλαφόν 3%, είτε ψήφος στα 17, είτε απλή αναλογική, είτε κινεζικές επενδυτικές προσδοκίες θερινής νυκτός, είτε εθνικοπατριωτικά ταρατατζούμ που παγιώνουν μια μόνιμη αίσθηση συμβίωσης με την καθημερινή γελοιότητα. Η μανιώδης προσπάθεια μόνιμης παραλλαγής της πραγματικότητας με κάτι άλλο, φιλικότερο στις ιδεολογικές μας καταβολές, απλώς διογκώνει τον λόφο με τις αυταπάτες. Όσες περισσότερες τόσο δυσκολότερη η ανάβαση, σε βαθμό κατρακύλας. Αλλά και πάλι θα φταίνε οι άλλοι, οι ξένοι και τα Μέσα Ενημέρωσης...