Η Ελλάδα της παρακμής αδυνατεί να διεξάγει ακόμη και ένα ποδοσφαιρικό αγώνα
Μέσα σε μια δραματική συγκυρία με την οικονομική κρίση και το προσφυγικό πρόβλημα, η Ελλάδα αναδεικνύει την αδυναμία της να διοργανώσει ακόμη και μία ποδοσφαιρική διοργάνωση, όπως το Κύπελλο.
Η παθογένεια της Ελληνικής κοινωνίας βρίσκει την έκφραση της και στο ποδόσφαιρο. Που από άθλημα έχει μετατραπεί σε όχημα διευθέτησης επιχειρηματικής αντιπαλότητας και πεδίο δράσης μια Πολιτείας, που πιστεύει ότι με επικοινωνιακά τερτίπια θα κρύψει την αδυναμία της να λύσει το πρόβλημα της βίας (τουλάχιστον μέσα στα γήπεδα), όπως έχει κάνει όλη η πολιτισμένη Ευρώπη.
Από την μία υπάρχουν παράγοντες, που δεν δέχονται να χάνουν. Επικαλούνται το 50-50 στην διαιτησία, αλλά στην πραγματικότητα θέλουν τα σφυρίγματα με το μέρος τους. Εσχάτως ενέσκηψε για μια ακόμη φορά και η «διαίρεση» σε Βόρειους και Νότιους, που τουλάχιστον για αρκετά χρόνια είχαμε επιτύχει να αποτελεί την επιχειρηματολογία μια μικρής μειοψηφίας.
Τα χρήματα του Champions League ήταν πολλά (γιατί τώρα με τους προκριματικούς φοβούμαι, ότι θα διαπιστώσουν όλοι πόσο δύσκολο θα είναι για οποιαδήποτε ομάδα μας να «ξανακουνήσει σεντόνι»). Και οι παράγοντες-επενδυτές, μάλλον τα μετράνε περισσότερο από το γενικότερο καλό του όλου οργανισμού, που λέγεται Ελληνικό ποδόσφαιρο. Αλλιώς θα είχαν πάρει απόφαση να κάτσουν σε ένα τραπέζι και να βρουν λύση.
Σε αυτό το πλαίσιο οι «στρατοί» παίζουν σημαίνοντα ρόλο. Εξυπηρετούν την πίεση προς διαιτητές, παράγοντες, δημοσιογράφους και είναι ελάχιστοι εκείνοι, που πραγματικά τα έβαλαν διαχρονικά με την «αλητεία» της κερκίδας. Που όπως αποδεικνύεται και από τις πρόσφατες εκθέσεις της Αστυνομίας, έχει πολλές φορές συμμετοχή και σε άλλες εγκληματικές ενέργειες.
Η ΕΠΟ και η Super League ενεργούν απλά σαν υπάλληλοι και όχι σαν θεσμοθετημένα όργανα του ποδοσφαίρου, που δρουν για την «προστασία του προϊόντος» και καθορίζουν τους κανόνες. Με τις δικαστικές υποθέσεις να εκκρεμούν χρόνια και να επιτείνουν την διαχρονική καχυποψία των φιλάθλων και ανίκανους διαιτητές, που για να επιβιώσουν υπακούν ή υποτάσσονται στις επιταγές του «κάθε φορά ισχυρού».
Σε αυτό το καθεστώς ανοχής, έρχεται η ανικανότητα της συντεταγμένης Πολιτείας και του αρμόδιου Υπουργού να αντιμετωπίσει το φαινόμενο. Τους εύρωστους επιχειρηματίες δεν τολμά διαχρονικά να τους «ακουμπήσει».
Με τους χούλιγκανς πάλι απλά δρα κατασταλτικά. Στην Αγγλία, την Γερμανία, παντού βρήκαν τον τρόπο να διεισδύσουν στο άβατο των οργανωμένων και να διαχωρίσουν τους αγνούς οπαδούς, από τα εγκληματικά στοιχεία. Εδώ ούτε έλεγχος στις θύρες των γηπέδων δεν δύναται η κάθε αστυνομική δύναμη να κάνει. Τα πολεμοφόδια μπαίνουν στη κερκίδα και καλά για να «δημιουργήσουν μια ωραία ατμόσφαιρα», αλλά μπορεί κατά το δοκούν να μετατραπεί σε όπλο στα χέρια των χούλιγκανς. Όταν και όποτε εκείνοι αποφασίσουν (τελευταίο παράδειγμα η Τούμπα, όπου οι ομάδες βγήκαν για να τελειώσουν το ματς, κάτι όμως που δεν επέτρεψε η μικρή μερίδα των φανατικών).
Όσο για τις θεσμικές αλλαγές, το «αυτοδιοίκητο» περιορίζει σίγουρα τις δυνατότητες παρέμβασης του Κράτους. Αλλοίμονο όμως σε μια συντεταγμένη Πολιτεία, που όταν θέλει η Κυβέρνηση να βρει τρόπο να στριμώξει μια ανώνυμη εταιρία ή έναν παράγοντα, δεν μπορεί... Τότε σε σημαντικότερα και μεγαλύτερα προβλήματα τα θα κάνει;
Ο παρατηρητής Υφυπουργός Αθλητισμού
Ο κύριος Κοντονής επεμβαίνει και πάλι καθυστερημένα. Με τις δικές του προηγούμενες ανεπαρκείς αποφάσεις (η κάρτα φιλάθλου, που δεν έγινε ποτέ, πρόστιμα κατά το δοκούν, κλείσιμο μια θύρας, που απλά μεταφέρεται, και αυτό για τα ματς της κανονικής περιόδου, αλλά όχι στα play off, αναβολή για κάποιες μέρες μιας αγωνιστικής, για να ηρεμήσουν κάπως τα πνεύματα, μια νομοθετική παρέμβαση, που ακόμη αναμένεται...), απλά λειτούργησε σύμφωνα με τις «εισηγήσεις» των συμβούλων του. Στην κατεύθυνση, ότι όλα στην Ελλάδα είναι επικοινωνιακά.
Τώρα, βλέποντας τον «Τιτανικό», σε έναν πιθανό τελικό Ολυμπιακού-ΑΕΚ, όπου θα αποδεικνυόταν η ανικανότητα του Κράτους να τον διεξάγει, διακόπτει όλο το Κύπελλο. Αφού έκανε άνω κάτω ΑΕΚ, Ατρόμητο και φιλάθλους, που 2 ώρες (!) πριν την σέντρα δεν ήξεραν τι θα γίνει στον δικό τους ημιτελικό. Και με την Κυβερνητική Εκπρόσωπο να «προαναγγέλλει» την διακοπή του θεσμού, μετά το Υπουργικό Συμβούλιο, δίχως να υπάρχει επίσημη ανακοίνωση. Η οποία βγήκε στις 19.00, μισή ώρα πριν την προγραμματισμένη σέντρα της αναμέτρησης... Και στην οποία κάνει μια απλή καταγραφή των γεγονότων, ως παρατηρητής, δίχως το σθένος να πάρει μια ρηξικέλευθη απόφαση.
Για το πρωτάθλημα το παραπέμπει σε επόμενη απόφαση (λες και το Κύπελλο παράγει βία μόνο, ενώ στο πρωτάθλημα όλα γίνονται καλώς) και «εάν». Δεν τολμά να το διακόψει για πάντα και να πάρει το βάρος της απόφασης του αποκλεισμού της εθνικής ομάδας, των συλλόγων, όλων, ώστε πραγματικά να κάτσουν οι εμπλεκόμενοι και να λύσουν το πρόβλημα. Τότε, ίσως και να χε μαζί του μεγάλο κομμάτι του κόσμου.
Με την αρχική του αυτή απόφαση δεν προσφέρει τίποτε. Η αντιπαράθεση δεν μειώνεται, αντίθετα μεγαλώνει, αν διαβάσει κανείς τα ρεπορτάζ. Τα στρατόπεδα περιχαρακώνονται και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα γίνει στα ματς του πρωταθλήματος, εφόσον διεξαχθούν κανονικά.
ΥΓ Αυτά που γίνονται με τους «στρατούς δημοσιογράφων», που διαλέγουν στρατόπεδο (είτε εξαναγκάζονται, είτε από επιλογή) δεν συναντώνται σε καμμιά πολιτισμένη χώρα. Και επιπλέον δεν επιτρέπεται να εκφράζει κανείς την γνώμη του. Διότι θεωρείται «υπάλληλος», από αυτόν που δεν του αρέσει η άποψη του. Και είναι ελάχιστες οι ιδιοκτησίες των ΜΜΕ που θωρακίζουν τους συνεργάτες τους. Εδώ έχουν πετύχει οι ομάδες να υπαγορεύουν το ποιοι ή πως θα κάνουν, τις μεταδόσεις σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα. Αντί τους όρους να τους επιβάλλουν οι οργανισμοί, που καταβάλουν εκατομμύρια για να αποκτήσουν τα τηλεοπτικά ή ραδιοφωνικά δικαιώματα και ουσιαστικά χρηματοδοτούν τους συλλόγους.