EDITORIAL

Η συνεκτική αλληλουχία μιας νέας Ελλάδας

Η συνεκτική αλληλουχία μιας νέας Ελλάδας
INTIME NEWS / ΛΙΑΚΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Η Ελλάδα πέρασε μια δεκαετή στενωπό. Η κρίση που ξεκίνησε στα τέλη του 2008 έφερε τη χώρα να έχει απωλέσει το 25% του ΑΕΠ της. Έχασε σε μέγεθος, αλλά έχασε και σε αξιοπιστία. Έγινε το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης. Θεωρήθηκε ως ο βασικότερος παράγοντας αποσταθεροποίησης της Ευρωζώνης.

Και όμως αυτή η χώρα που έφθασε στο χείλος του γκρεμού βρήκε τη δύναμη και τις εσωτερικές παραγωγικές δυνάμεις να ορθώσει ανάστημα. Ένα ελληνικό μνημειωδώς παράδοξο, παράσημο ευστροφίας και συσπείρωσης.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για όλα όσα μπορεί κανείς να της προσάψει ιδίως για την αναντιστοιχία προεκλογικών λόγων και μετεκλογικών έργων, λειτούργησε εξισορροπητικά σε πολλούς τομείς, αφήνοντας την Ελλάδα αθόρυβα να ορθοποδήσει.

Παρά τις δεδομένες αδυναμίες της, απότοκο της ξαφνικής αναγωγής ενός άπειρου σε θέματα κυβερνησιμότητας σχηματισμού σε κέντρου λήψης κομβικών, πολυσύνθετων αποφάσεων για το μέλλον του τόπου, η απελθούσα κυβέρνηση απορρόφησε προοδευτικά αλλά καθοριστικά τους κραδασμούς και τις συσπάσεις μιας διψασμένης για αλλαγή κοινωνίας.

Η οικονομία το 2015 βρέθηκε ένα βήμα πριν τον μοιραίο εκτροχιασμό αλλά έκτοτε παρουσίασε ανάκαμψη. Μικρή μεν, ανάκαμψη δε. Χωρίς λαϊκιστικά κινήματα να την ανακόπτουν. Με μια γενικευμένη αίσθηση ότι οι σχέσεις της με τους εταίρους της -αλλά και με πολλούς εκ των γειτόνων της- βελτιωνόταν.

Το πρωτογενές πλεόνασμα -η διαφορά δηλαδή ανάμεσα στο δημόσιο εισόδημα και τις δαπάνες χωρίς συνυπολογισμό του χρέους- βρίσκεται στο 3%. Το συνολικό απόθεμα από το υπερπλεόνασμα μαζί με τα κεφάλαια που αντλήθηκαν από τις αγορές αθροίζονται σε 30 δισ. ευρώ. Από τη μια η υπεραπόδοση στο πλεόνασμα θεωρείται παράγοντας υφεσιακός, από την άλλη όμως αποκαθιστά την εμπιστοσύνη των αγορών. Σταθεροποιεί την οικονομία. Και τη βοηθάει να αναπνεύσει, βραχυχρόνια.

Οι επενδυτές επιστρέφουν σταδιακά καθώς η αξία των ελληνικών ομολόγων αυξάνεται. Σημαντικά έργα βρίσκονται σε εξέλιξη σε όλη τη χώρα, η επένδυση στο Ελληνικό προχωράει. Η κυβέρνηση Τσίπρα έβαλε πολύ σημαντικά λιθαράκια στο ψηφιδωτό της οικονομικής ανάκαμψης. Πήρε όμως και δύσκολες αποφάσεις στην εξωτερική πολιτική. Η αίσθηση ιστορικής ιδιοκτησίας που ως Έλληνες νιώθουμε ότι έχουμε πάνω στη Μακεδονία παραβιάστηκε βάναυσα.

Αλλά και εσωτερικά τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν αντιδημοφιλή. Με αποδοτικότητα που θα εμφανιζόταν σε βάθος χρόνου, σε ορίζοντα που θα ξεπερνούσε την συνταγματική της θητεία. Κάποια κυβέρνηση έπρεπε να τα πάρει, μαζί με αυτά και το πολιτικό κόστος που θα τα συνόδευε.

Στις 8 Ιουλίου ξημέρωσε για τη χώρα μια καινούργια μέρα, με αλλαγή σελίδας. Η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναρριχήθηκαν στην εξουσία. Οι Έλληνες δεν ψήφισαν απλά κυβερνητική μεταβολή. Έδωσαν μια σαρωτική ψήφο εμπιστοσύνης σε ένα κόμμα που συμμετείχε πρωταγωνιστικά τα περασμένα χρόνια σε ένα μείγμα κυβερνησιμότητας που δεν τους έδωσε όσα άξιζαν. Και όμως: τώρα έχουν σοβαρό λόγο να αισιοδοξούν περισσότερο.

Η χώρα έχει θετική ορμή και το τεχνοκρατικό προσωπικό -μαζί με τον μορφωμένο μεταρρυθμιστή πρωθυπουργό της- που επιλέχθηκαν από τον λαό ως οι καταλληλότεροι για την διαχειριστούν και την αξιοποιήσουν.

Αν έπρεπε να περικλείσουμε σε μια πρόταση τον βασικό στόχο της νέας διακυβέρνησης θα λέγαμε ότι αυτή είναι η χαλάρωση της γραφειοκρατίας, η ψηφιοποίηση της κυβέρνησης και η διευκόλυνση της ίδρυσης επιχειρήσεων, κυρίως στο σκέλος της υπερφορολόγησης που «γονατίζει» κάθε πιθανή πρωτοβουλία, επιφέρει οικονομική «αιμορραγία» στη μεσαία τάξη και κρατάει μακριά από τη χώρα τα ευφυέστερα μυαλά της.

Μέσο για την προώθηση αυτής της προτεραιότητας θα είναι η επιτυχής διαβούλευση με ομάδες ειδικών συμφερόντων που διαχρονικά στέκονται με δυσπιστία απέναντι στις αλλαγές. Η αποτελεσματική κατάληξη τέτοιων προσπαθειών θα φέρει απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, αύξηση των επενδύσεων και καταπολέμηση της διαφθοράς.

Στην εξωτερική πολιτική, ο κ. Μητσοτάκης μπορεί να αξιοποιήσει προς όφελος της Ελλάδας την Συμφωνία των Πρεσπών -την ακύρωση της οποίας έχει παραδεχθεί ότι αδυνατεί να επιβάλλει- εδραιώνοντας τη θέση της χώρας ως σταθεροποιητικού παράγοντα για τα Βαλκάνια, παράλληλα όμως με την απαραίτητη μέριμνα περιορισμού των αρνητικών συνεπειών της ώστε να καταστεί σαφές στη γείτονα χώρα ότι η Αθήνα δεν θα ανεχτεί φαινόμενα μη τηρήσεως των δεσμεύσεών της άλλης πλευράς.

Η ευκαιρία της χώρας να δείξει ότι εν έτει 2019 μπορεί να λογίζεται ως παίκτης επίλυσης παρά πρόκλησης προβλημάτων ενισχύεται ξεκάθαρα και από την παρούσα συγκυρία σύμφωνα με την οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στρέφονται περισσότερο σε εμάς ως εναλλακτική έναντι της Τουρκίας, συζητώντας στη Γερουσία νομοσχέδιο που θα ενισχύει την υποστήριξή τους στη συνεργασία Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ σε θέματα αμυντικής και ενεργειακής σύμπλευσης.

Είναι εξαιρετικά σημαντικό ο κ. Μητσοτάκης να δείξει ότι αποστρέφεται ο,τιδήποτε εθνικιστικό βρεθεί στο διάβα του εσωκομματικά και ενδοπαραταξιακά. Η πορεία του αλλά και η διεθνής του οπτική φαίνεται να εγγυώνται για αυτό. Έχει ζήσει και εργαστεί στο εξωτερικό, έχει νιώσει τη σημασία του μεταναστευτικού κινήματος και του μεγαλείου που αναδύει η προσαρμοστικότητα. Δεν περιμένουμε να πράξει τίποτα λιγότερο από το να είναι αμείλικτος σε φαινόμενα που θα αμαυρώσουν και θα προσβάλλουν την Ελλάδα και τον κοινό αξιακό μας κώδικα σε ζητήματα σεβασμού της διαφορετικότητας.

Φθάνουν όλα τα παραπάνω για να δώσουν στην Ελλάδα την ώθηση που χρειάζεται για να αφήσει οριστικά πίσω της μια μαύρη δεκαετία; Όχι, αν η Ευρώπη δεν συμβάλλει. Όχι, αν δεν κατανοήσει πλέον τώρα, μετά από χρόνια θυσιών ότι πρέπει και η ίδια να αγκαλιάσει την Ελλάδα ως ένα υπόδειγμα επιτυχούς διαχείρισης μιας πρωτοφανούς κρίσης.

Να μην το κάνει στο όνομα της λύπησης. Ούτε σε αυτό της αναγκαστικής προσφυγής σε συμβιβασμό. Αλλά ενστερνιζόμενη βαθιά την άποψη ότι η Ελλάδα δύναται να προβληθεί στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ως μια χώρα που συνεργάστηκε με τις Βρυξέλλες για την επίλυση της οικονομικής κρίσης στην Ευρωζώνη αλλά και της έκρηξης στο μεταναστευτικό, την ίδια ώρα που πρώτη από όλους θριάμβευσε κατά των εξτρεμιστικών πολιτικών δυνάμεων και επέλεξε να κάνει ένα βήμα πίσω στα εθνικά της θέματα για να βοηθήσει τη γειτονιά της να προστατευτεί περισσότερο αμυντικά, παρά την εκ του αντιθέτου ετυμηγορία της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού ως προς αυτό.

Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη θα πρέπει να λογιστεί ως θετικό σημάδι όχι μόνο για τους Έλληνες, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη. Είναι ο λόγος να θωρακιστεί η αντίληψη ότι λογικές κεντροδεξιές δυνάμεις στην Ήπειρό μας μπορούν να εκτρέψουν σε φυγή όχι την Αριστερά. Αλλά τον λαϊκισμό, από όπου και αν προέρχεται.