Μεϊμαράκης-Μητσοτάκης: Οι πιο έτοιμοι να κυβερνήσουν για τους νεοδημοκράτες
Το υψηλό ποσοστό προσέλευσης στις γαλάζιες κάλπες της Κυριακής σχολιάστηκαν εντόνως από φίλους και αντιπάλους της αξιωματικής αντιπολίτευσης, περισσότερο ακόμα και από αυτό καθ' αυτό το αποτέλεσμα που έφερε τον Ευάγγελο Μεϊμαράκη και τον Κυριάκο Μητσοτάκη στον επόμενο γύρο.
Η ουσία είναι πως τόσο οι αριθμοί προσέλευσης όσο και η επιλογή των Νεοδημοκρατών σε πρόσωπα συνδέονται και συνδυάζονται.
Ο κόσμος του κόμματος κινητοποιήθηκε, έσπευσε να δηλώσει προτίμηση και δεν άφησε σε άλλους ή σε λιγότερους τη δύναμη αυτής της επιλογής.
Ο καθαρός λόγος του Μητσοτάκη, η μεταρρυθμιστική του διάθεση σε συνδυασμό με την οικογενειακή του προϊστορία στο κόμμα, την κοινοβουλευτική και υπουργική του εμπειρία και την ευρωπαϊκή του προσήλωση του έδωσε την ευκαιρία να διεκδικήσει μέχρι τέλους το χρίσμα.
Η χαμηλότερη προσέλευση ψηφοφόρων που αναμένεται στις 10 Ιανουαρίου -κυρίως στις τάξεις των όσων στήριξαν τον κ. Γεωργιάδη και τον κ. Τζιτζικώστα- και η σιγουριά που αναδύει η υποψηφιότητα Μεϊμαράκη στην πλειοψηφία των παραδοσιακών νεοδημοκρατών που ακόμα αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι της πιθανότατα θα δώσουν στον μέχρι πρότινος μεταβατικό της πρόεδρο την αρχηγία.
Ωστόσο, οι 400.000 πολίτες που έσπευσαν να τοποθετηθούν πολιτικά στις 20 Δεκεμβρίου και το μήνυμα που έστειλαν για την ανάγκη ενδυνάμωσης και στήριξης της παράταξης σε μια δύσκολη εκλογική στιγμή δείχνουν και το πρόσημο της επιλογής τους για τα πρόσωπα του β' γύρου.
Ο Ευάγγελος Μεϊμαράκης και ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι οι πλέον μετριοπαθείς επιλογές που συνδυάζουν το παλιό και το νέο, σε μια ξεκάθαρη προσδοκία το κόμμα να μείνει ενωμένο αλλά και έτοιμο να εκμεταλλευτεί τις κυβερνητικές παλινωδίες και ενδεχομένως να ασκήσει και την εξουσία σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Οι επιλογές Γεωργιάδη και Τζιτζικώστα πέρα από ακραίες ιδεολογικά κρίθηκαν και ως ανέτοιμες πολιτικά να ηγηθούν σχηματισμού που σε σύντομο διάστημα θα μπορούσε να κυβερνήσει την Ελλάδα.
Ο επιθετικός δε λόγος τους προφανώς πρόδιδε επιθυμία και ικανότητα σφοδρότερης αντιπαράθεσης με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον πρωθυπουργό αλλά φαίνεται πως η κυρίαρχη αίσθηση στις τάξεις των νεοδημοκρατών είναι πως η κυβέρνηση θα δεχθεί φθορά όχι τόσο από την επιθετικότητα της ηγεσίας της αντιπολίτευσης όσο από τις ίδιες τις αντιφάσεις που ενσκύπτουν στην πολιτική της σε συνδυασμό με τα προβλήματα που θα κληθεί να διαχειριστεί το επόμενο διάστημα.