ΑΠΟΨΕΙΣ

Τρία συμπεράσματα από τις εκλογές στη Γερμανία

Τρία συμπεράσματα από τις εκλογές στη Γερμανία
REUTERS/Christian Mang

Οι δύο βασικοί χαμένοι των γερμανικών εκλογών είναι τα κόμματα της προηγούμενης συγκυβέρνησης, το χριστιανοδημοκρατικό CDU και το σοσιαλδημοκρατικό SPD. Μπορεί η νίκη να ήρθε για την Καγκελάριο Μέρκελ, ωστόσο οι απώλειες είναι σημαντικές.

Βάσει εδρών, και με δεδομένο ότι οι σοσιαλδημοκράτες δήλωσαν πως δεν θα συμμετάσχουν σε επόμενο «μεγάλο συνασπισμό», ο μόνος σχηματισμός που διαμορφώνει κυβερνητική πλειοψηφία είναι εκείνος μεταξύ των χριστιανοδημοκρατών/χριστιανοκοινωνιστών, του φιλελεύθερου FDP και των πρασίνων.

Οι συζητήσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης ενδέχεται να κρατήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και εκείνο που αξίζει να δούμε στην παρούσα φάση, είναι κάποια βασικά συμπεράσματα μετά το εκλογικό αποτέλεσμα.

1. Η υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών αποδεκατίζει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα

Χωρίς να έχει υποστεί πλήρη καταβαράθρωση, όπως συνέβη στη Γαλλία με το σοσιαλιστικό κόμμα ή στην Ελλάδα με το ΠΑΣΟΚ, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα σημείωσε τη χαμηλότερη εκλογική απόδοση από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.

german

Πίνακας 1: Πτωτική πορεία SPD βάσει εκλογικών ποσοστών

Η πτωτική πορεία ξεκίνησε από το 2002 και ενισχύθηκε τα αμέσως επόμενα χρόνια, όταν άρχισαν να αποτυπώνονται οι συνέπειες της «Ατζέντας 2010» του Γκέρχαρντ Σρέντερ, που αφορούσαν κυρίως στην πλήρη αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους και στην απορρύθμιση της αγοράς εργασίας με στόχο την βελτίωση των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών δεικτών.Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε με συνέπεια από την Μέρκελ τα επόμενα χρόνια, τόσο εντός Γερμανίας, όσο και στην Ευρωζώνη.

Το SPD δεν κατάφερε στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου να διαμορφώσει διακριτό ιδεολογικό και προγραμματικό λόγο, έχοντας απορροφηθεί πλήρως από τη συμμαχία με τους χριστιανοδημοκράτες.Η εκλογική του αποδυνάμωση ενίσχυσε όλα τα υπόλοιπα κόμματα, πλην των χριστιανοδημοκρατών, με το ακροδεξιό και ξενοφοβικό AfD να κερδίζει τους περισσότερους ψηφοφόρους του SPD, σε σύγκριση με την αριστερά, τους πράσινους και τους φιλελεύθερους.

german1

Πίνακας 2: Μετακινήσεις ψηφοφόρων από και προς το SPD

2. Το AfD κέρδισε μεγάλο ποσοστό των αναποφάσιστων

Η ψήφος υποστήριξης στο AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως, με βασικό σημείο αναφοράς το ζήτημα του προσφυγικού. Το κόμμα άντλησε 35% των ψήφων του από τη δεξαμενή των αναποφάσιστων, 21% από τους χριστιανοδημοκράτες/χριστιανοκοινωνιστές, 10% από τους σοσιαλδημοκράτες.

Το AfD συγκέντρωσε τα υψηλότερα ποσοστά του σε περιοχές της Ανατολικής Γερμανίας με χαμηλό αριθμό προσφύγων, ενώ η ψήφος του δεν έχει ούτε καθαρά ταξικό χαρακτήρα, αλλά ούτε και ξεκάθαρη ηλικιακή αναφορά, με το υψηλότερο ποσοστό υποστήριξης να εντοπίζεται στην ηλικιακή ομάδα 35-44 (17%). To AfD επίσης συγκέντρωσε το υψηλότερο ποσοστό στα κρατίδια της Σαξονίας και της Θουριγγίας, με 27% και 22.7% αντίστοιχα, επιτυγχάνοντας διψήφια ποσοστά σε όλα τα ομόσπονδα κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας, όπου οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες σε σχέση με τη Δυτική Γερμανία αυξάνονται διαρκώς από το 2005 και μετά.

GERMAN 2

Πίνακας 3: Εκλογικά ποσοστά AfD στο σύνολο της επικράτεις (%)

Το AfD, αποτελεί το 9ο ακροδεξιό κόμμα με διψήφια ποσοστά σε κράτος-μέλος της ΕΕ ή/και της Ευρωζώνης, και το 16ο συνολικά σε 27 (εκτός Ηνωμένου Βασιλείου) κράτη-μέλη της ΕΕ με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, από τις ευρωεκλογές του 2014 και μετά. Με δύο λόγια, σε πάνω από το 50% των κρατών-μελών της Ένωσης, η ακροδεξιά έχει κοινοβουλευτική παρουσία.

3. Η αριστερά οφείλει να δυναμώσει την εκλογικής της επιρροή

Το Die Linke κατάφερε να βελτιώσει κατά 0.6% τα ποσοστά του, γεγονός που δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί επιτυχία. Η αύξηση του ποσοστού προήλθε κυρίως από πρώην ψηφοφόρους του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, και σε μικρότερο βαθμό από τη δεξαμενή των αναποφάσιστων.

german 3

Πίνακας 4: Μετακινήσεις ψηφοφόρων από και προς το Die Linke

Η εκλογική επίδοση της γερμανικής αριστεράς ενισχύει τον προβληματισμό, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, τόσο για τα επόμενα βήματα του πολιτικού χώρου, όσο και αναφορικά με τις συγκλίσεις με το χώρο της σοσιαλδημοκρατίας. Εκείνο που παρατηρούμε στα τρία μεγαλύτερα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) είναι αφενός η διαρκής αποδυνάμωση της σοσιαλδημοκρατίας, αφετέρου η αδυναμία της αριστεράς να αυξήσει τα ποσοστά της και να διεκδικήσει ρόλο στη διαμόρφωση κυβερνητικών συνασπισμών.

Οφείλουμε ωστόσο να προσθέσουμε ότι η Γερμανία, σε σχέση με τις άλλες δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, δεν έχει υποστεί με την ίδια ένταση και σε ίδιο βάθος τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, χωρίς να αποφύγουμε βέβαια τη διαπίστωση ότι τα ιλιγγιώδη εμπορικά πλεονάσματα της χώρας και η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου δεν έχουν μέχρι τώρα αποτυπωθεί ούτε σε ανάλογη αύξηση μισθών, ούτε σε αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, ούτε σε ενίσχυση πολιτικών κοινωνικής σύγκλισης.

Στο θέμα των πολιτικών συμμαχιών και της παρουσίας της αριστεράς σε κυβερνητική θέση, σημαντικές εξαιρέσεις εντοπίζουμε στον ευρωπαϊκό Νότο, και συγκεκριμένα στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα. Στη Ισπανία έχουν αναπτυχθεί διεργασίες σύγκλισης και προγραμματικού διαλόγου μεταξύ των Podemos και των σοσιαλιστών, στην Πορτογαλία έχουμε την κυβέρνηση συνεργασίας σοσιαλιστών, αριστεράς και κομμουνιστικού κόμματος, και στη χώρα μας έχουμε κυβέρνηση αριστεράς με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ.

Στη Μεγάλη Βρετανία, το εργατικό κόμμα επιστρέφει δυναμικά στο προσκήνιο, με ένα προοδευτικό πρόγραμμα, ωστόσο οι συζητήσεις για το Brexit και η ασάφεια για τα επόμενα βήματα και τις σχέσεις με την ΕΕ, συγκρατούν προς το παρόν τη διάχυση αυτής της δυναμικής σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ και της Ευρωζώνης.

Βασική διαπίστωση για το μέλλον της Ευρώπης

Και τα τρία βασικά συμπεράσματα από τις γερμανικές εκλογές συγκλίνουν σε μια κοινή διαπίστωση: το ευρωπαϊκό οικοδόμημα βρίσκεται σε μια πολύ κρίσιμη καμπή, ενώπιον κρίσιμων διλημμάτων πολιτικής στρατηγικής και θεσμικής μεταρρύθμισης. Με ορίζοντα τις ευρωεκλογές του 2019, αυτές οι προκλήσεις θα εντείνονται και θα έρχονται στο δημόσιο διάλογο με μεγαλύτερη ορμή. Οι προτάσεις Μακρόν δεν μπορούν να έχουν ορίζοντα δεκαετίας, αλλά απαιτούν ένα πιο συγκεκριμένο και άμεσο χρονικό σχήμα.

Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα χρειάζεται αλλαγή πορείας και επιστροφή στις θεμελιώδεις αρχές πάνω στις οποίες δημιουργήθηκε: στην κοινωνική δικαιοσύνη, στην αλληλεγγύη και στη δίκαιη ανάπτυξη.Το στοίχημα για τις προοδευτικές δυνάμεις είναι μεγάλο, με την πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών να ζητά πειστικές απαντήσεις και αποτελέσματα, όχι λόγια και ιδεολογικές αγκυλώσεις.

Διαφορετικά, η μετατόπιση του ιδεολογικού και πολιτικού άξονα προς το νεοφιλελευθερισμό, την ακροδεξιά και τον λαϊκισμό θα επηρεάσουν ακόμη βαθύτερα την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης και θα ενισχύσουν τις διαλυτικές τάσεις.

*Ο Δημήτρης Ραπίδης είναι πολιτικός αναλυτής και επικοινωνιολόγος