Μπορεί να γεμίσει το αδειανό πουκάμισο της νέας Κεντρο-αριστεράς-δεξιάς;
Πολύς ο θόρυβος αυτές τις ημέρες – και τις επόμενες υποθέτω – για το ενεργό φαινόμενο της (ανα)συγκροτήσεως της Κεντροαριστεράς, του Κέντρου, της Κεντροδεξιάς, σε μια νέα πολιτική (συμ)παράταξη Κεντρο-αριστεράς-δεξιάς με ηγεσία που θα εκλεγεί πριν το τέλος του 2017.
Καθώς γράφω αυτό το άρθρο, το πουκάμισο της νέας παράταξης είναι αδειανό. Είναι μια περιθωριακή συνεύρεση, που δεν επηρεάζει την πολιτική πορεία της χώρας. Το μόνο σίγουρο για την νέα παράταξη είναι ότι θα έχει ηγεσία, και μάλιστα με πολλούς αναπληρωματικούς. Το μέγα ερώτημα είναι κατά πόσον η παράταξη αυτή θα έχει μέλη, οπαδούς, αλλά – κυρίως – ψηφοφόρους προκειμένου να μπορέσει να βγει από το περιθώριο στο οποίο είχε καταδικαστεί το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι, και άλλοι, και να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική σκηνή.
Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας μετά τον εμφύλιο έχει κινηθεί με μία σταθερά. Τα πολιτικά κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία είναι δύο. Μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι αυτή η σταθερά δεν θα αλλάξει στο εγγύς μέλλον, οπότε η νέα παράταξη εύλογα θα πρέπει να αναδειχθεί σε μία από τις δύο κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της χώρας, αλλιώς θα παραμείνει στο πολιτικό περιθώριο, παίζοντας – στην καλύτερη περίπτωση – τον ρόλο της ουράς σε ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα. Αυτό τονίζει και ο Κώστας Λαλιώτης σε πρόσφατες δηλώσεις και αρθρογραφία του, ότι η νέα παράταξη δεν πρέπει να γίνει ουρά. Άρα πρέπει να είναι ένας από τους δύο μεγάλους.
Με δεδομένη την δυναμική της σημερινής συγκυρίας, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ) θα είναι μία από τις δύο κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. Έχει νέο αρχηγό, έχει αξιοπρεπές πρόγραμμα, έχει ένα σκληρό πυρήνα που είναι γύρω στο 20% του εκλογικού σώματος, και ένα αριθμό ικανών στελεχών για να ασκήσουν διοίκηση. Η πρώτη μεγάλη αδυναμία της ΝΔ είναι η ταύτισή της με την καθεστηκυία τάξη που στα μάτια πολλών ψηφοφόρων ευθύνεται για την οικονομική καταστροφή της χώρας. Αυτήν την αδυναμία σε μεγάλο βαθμό την έχει διαχειριστεί με επιτυχία ο Κ. Μητσοτάκης, προβάλλοντας ένα νέο μεταρρυθμιστικό πρόσωπο που ελκύει τους νέους και τους επιχειρηματίες. Οι δημόσιοι υπάλληλοι παραμένουν ένα μεγάλο ερωτηματικό. Η δεύτερη αδυναμία της ΝΔ είναι οργανωτική. Το κόμμα δεν έχει αποκτήσει ακόμη την οργανωτική δομή που απαιτείται να έχει ένα κόμμα εξουσίας. Αυτή εξάλλου ήταν και η Αχίλλειος πτέρνα στην δεκαετία του 1980, όταν το ΠΑΣΟΚ του Α.Γ. Παπανδρέου κυριάρχησε.
Επομένως η νέα παράταξη θα πρέπει να εκτοπίσει τον ΣΥΡΙΖΑ και να λάβει την θέση του σαν μία από τις δύο κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Και θα πρέπει να το πράξει στη διενέργεια των επομένων γενικών εκλογών, και όχι στα αλώνια των δημοσκοπήσεων που δεν λένε και πολλά ούτως ή άλλως.
Το ερώτημα λοιπόν που θα πρέπει να απαντήσουμε είναι: «Μπορεί η νέα παράταξη στις επόμενες γενικές να πάρει ένα μεγάλο μέρος από την εκλογική πελατεία του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να αναδειχθεί σε δεύτερη δύναμη εκτοπίζοντας τον ΣΥΡΙΖΑ στην τρίτη θέση ή παρακάτω;»
Αρχικά θα πρέπει να επισημάνω ότι δεν είναι τυχαίο ότι η νέα παράταξη πρώτα θα εκλέξει ηγεσία και μετά θα αποκτήσει πολιτικό πρόσωπο. Αυτό είναι συνέπεια του ότι το όλο «κίνημα» για τη νέα παράταξη ξεκίνησε «εκ των άνω», και όχι από την πολιτική βάση της κοινωνίας. Εδώ ισχύει αυτό που λέμε «Στρατηγούς έχουμε, καιρός να βρούμε στρατιώτες».
Επομένως η νέα παράταξη δεν αντανακλά ένα πραγματικό κίνημα πολιτών, αλλά μια αναδιάταξη πολιτικών στελεχών, που επιδιώκουν να συμπαρασύρουν μια μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος. Αυτή είναι μια μεγάλη ορατή αδυναμία της νέας παράταξης. Ως εκ τούτου η νέα παράταξη δεν διαθέτει μια ιδεολογική πλατφόρμα ούτε καν ένα πολιτικό πρόγραμμα. Πώς λοιπόν θα μπορέσει να πείσει μια μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος να φύγει από τον ΣΥΡΙΖΑ και έλθει σε αυτήν;
Με δεδομένο ότι ο θετικός τρόπος – πολιτικό πρόγραμμα, θέσεις, ιδεολογική πλατφόρμα – απουσιάζει, η νέα παράταξη είναι αναγκασμένη να καταφύγει στον αρνητικό τρόπο, δηλαδή την αποδόμηση του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να μαζέψει τα συντρίμμια. Πόσο πιθανό όμως είναι κάτι τέτοιο; Πώς θα μπορούσε να αποδομηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να ενισχυθεί η νέα παράταξη και να γίνει μία από τις δύο κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στη χώρα;
Το παρελθόν αποτελεί οδηγό για μια απάντηση. Ακριβώς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ λεηλάτησε τον χώρο του ΠΑΣΟΚ, με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε η νέα παράταξη να προσελκύσει τις «χαμένες» της δυνάμεις, αν μπορούμε να τις χαρακτηρίσουμε έτσι. Απλό ακούγεται, είναι όμως έτσι;
Σε περιπτώσεις που ερευνούμε την εφικτότητα επανάληψης ή αντιστροφής ενός φαινομένου, θα πρέπει να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τις συνθήκες, το πλαίσιο μέσα στο οποίο παρατηρήθηκε το αρχικό φαινόμενο. Η επανάληψη του, έστω και με αντίστροφη φορά απαιτεί την ύπαρξη παρόμοιων συνθηκών.
Κάτω από ποιες συνθήκες συντελέστηκε η μαζική μετακίνηση ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ; Κάτω από συνθήκες οξύτατης οικονομικής κρίσης και με την προσδοκία ότι η κατάσταση δεν μπορεί να γίνει ακόμη χειρότερη. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των μετακινηθέντων ψηφοφόρων;
Ο μεγάλος όγκος των μετακινηθέντων ψηφοφόρων είναι Δημόσιοι Υπάλληλοι και λοιποί εξαρτώμενοι από το Δημόσιο Τομέα της Οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων. Ο ΣΥΡΙΖΑ στα μάτια τους αποτελούσε το καταφύγιο στο οποίο αν καταφέρουν να φτάσουν θα σωθούν από την οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις της. Ο κρατικισμός που χαρακτηρίζει ορισμένες πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από την ανάγκη διατήρησης αυτής της μερίδας του εκλογικού σώματος.
Οι ψηφοφόροι του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας είναι διασκορπισμένοι, με ένα μεγάλο κομμάτι τους να είναι προσανατολισμένο στη ΝΔ. Εδώ δεν φαίνεται να είχαμε φαινόμενα μαζικών μετακινήσεων από το ΠΑΣΟΚ στο ΣΥΡΙΖΑ, παρά μόνον στα πλαίσια της ορμής και της δυναμικής ενός σχηματισμού νίκης, που παρασέρνει ψηφοφόρους από παντού. Αξίζει να αναφέρουμε την ιδιαίτερη ευαισθησία των αγροτών, που τους οδηγεί σε συχνές αλλαγές πολιτικού προσανατολισμού, και την δυσμενή επίπτωση των νέων διατάξεων για την ασφάλιση στους ελεύθερους επαγγελματίες.
Οι πραγματικοί φτωχοί της χώρας, οι άνθρωποι που βρίσκονται σε εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση, αν όχι σε οριακή, είτε δεν ψηφίζουν, είτε είναι διασκορπισμένοι σε διάφορους πολιτικούς σχηματισμούς. Ορισμένοι από αυτούς βέβαια ακολουθούν τα κόμματα εξουσίας, δεν αποτελούν όμως παράγοντα διαφοροποίησης του πολιτικού σκηνικού. Είναι σχετικά περιθωριοποιημένοι, ευμετάβλητοι, και στερούνται χαρακτηριστικών συσπείρωσης.
Απομένουν οι νέοι και οι νέες που περισσότεροι από τους μισούς δεν έχουν ακόμη ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία επειδή δεν υπάρχουν δουλειές. Και σε αυτό το κομμάτι του εκλογικού σώματος παρατηρούνται φαινόμενα περιθωριοποίησης και πολιτικής αδράνειας, που το καθιστούν ευάλωτο και αβέβαιο σε ό,τι αφορά την εκλογική του προτίμηση.
Από την σύντομη ανάλυση του εκλογικού σώματος, προκύπτει ότι το περισσότερο κρίσιμο για τη νέα παράταξη κομμάτι του εκλογικού σώματος είναι οι ψηφοφόροι που εργάζονται στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα. Ακολουθούν οι αγρότες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες.
Τι θα μπορούσε να κάνει τους ψηφοφόρους του Δημόσιου τομέα να αλλάξουν γνώμη και να υποστηρίξουν τη νέα παράταξη; Μόνο αν κρίνουν ότι απειλούνται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων. Η επικείμενη αξιολόγηση είναι σημείο σύγκρουσης και πιθανής ρήξης των ψηφοφόρων του Δημόσιου Τομέα. Ένα άλλο σημείο καθοριστικής σημασίας είναι η εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών. Οποιαδήποτε δυσμενής εξέλιξη για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους του Δημόσιου Τομέα από εδώ και πέρα θα είναι αρνητική για τον ΣΥΡΙΖΑ και θετική για τη νέα παράταξη.
Το θέμα είναι κατά πόσον ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει να διαχειριστεί την αξιολόγηση στο Δημόσιο και τις δαπάνες του Δημοσίου Τομέα, αλλά και τη γενικότερη πορεία της οικονομίας της χώρας, που θα επηρεάσει όλα τα κομμάτια του εκλογικού σώματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει παρουσιάσει ένα καινούργιο πρόσωπο μετά το καλοκαίρι του 2016, και συνεχίζει να εξελίσσεται προς την κατεύθυνση μιας σοσιαλδημοκρατικής παράταξης με πινελιές ριζοσπαστισμού που είναι κατά κύριο λόγο οπορτουνιστικός. Το νέο αυτό πρόσωπο συνδυάζεται με εμφανή βελτίωση της διακυβέρνησης της χώρας σε σχέση με το πρώτο 18μηνο
της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (Ιανουάριος 2015 -Ιούλιος 2016).
Αν μάλιστα αληθεύει αυτό που ψιθυρίζουν διάφοροι κύκλοι της αγοράς, ότι δηλαδή έχει αρχίσει να αλλάζει το κλίμα, και τα πράγματα πάνε καλύτερα στην πιάτσα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα απέναντι στη νέα παράταξη. Αν μάλιστα μετά την λήξη του μνημονίου τον Αύγουστο 2018 ο ΣΥΡΙΖΑ τα καταφέρει να δώσει κάποιες ελαφρύνσεις στα χαμηλά και χαμηλο-μεσαία εισοδήματα, θα έχει σοβαρό λόγο να πιστεύει ότι θα διατηρήσει την υποστήριξη των ψηφοφόρων που εντάσσονται στον Δημόσιο Τομέα.
Το πολιτικό στοίχημα για τον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι αυτό. Να παραμείνει μία από τις δύο κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα. Μία νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές δεν είναι πολύ πιθανή, αλλά αυτό δεν είναι τόσο σημαντικό για τον ΣΥΡΙΖΑ στην σημερινή συγκυρία. Το σημαντικό είναι να μην πέσει ο ΣΥΡΙΖΑ στην τρίτη θέση, οπότε και θα κινδυνεύει να εκφυλισθεί και να επαληθεύσει την προφητεία της αριστερής παρένθεσης. Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ θέλει να αναδειχθεί στην πολιτική παράταξη που θα αντιπαλέψει τη ΝΔ στα επόμενα 20 χρόνια. Ο κ. Τσίπρας είναι νεότατος και σφριγηλότατος και μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτήν την πρόκληση. Αρκεί να μην πέσει ο ΣΥΡΙΖΑ στην τρίτη θέση.
Η πολιτική ζωή της Ελλάδος μετά τον εμφύλιο πόλεμο έχει δείξει ότι το άλμα από την Τρίτη στην δεύτερη θέση του πολιτικού φάσματος είναι σπάνια. Η μοναδική περίπτωση που αυτό έγινε ήτανε από το ΠΑΣΟΚ που ήτανε τρίτο στις εκλογές του 1974 και δεύτερο το 1977, για να κατακτήσει την εξουσία το 1981. Σε αντίθεση, η Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου του Γεωργίου Μαύρου ήτανε δεύτερο κόμμα το 1974 και τρίτο το 1977. Το 1981 η ΕΔΗΚ συγκέντρωσε το 0.46% των ψήφων και μετά εξαφανίστηκε.
Το Κόμμα Φιλελευθέρων του Γ. Παπανδρέου ήτανε τρίτο στις εκλογές του 1958. Στις εκλογές του 1961 ο Γ. Παπανδρέου ηγήθηκε της Ένωσης Κέντρου και ήρθε δεύτερος. Το 1963 η Ένωση Κέντρου ανέλαβε την εξουσία.
Το ΠΑΣΟΚ σήμερα επιχειρεί το άλμα από την δεύτερη στην πρώτη κατηγορία της πολιτικής, ενδυόμενο τον μανδύα μιας κεντρώας συμπαράταξης δυνάμεων, και ποντάροντας στην κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ. Άλλο όμως οι επιθυμίες και άλλο η πραγματικότητα.
Όπως προκύπτει από την σύντομη ανάλυση αυτού του σημειώματος, η επιτυχία του εγχειρήματος της κεντρώας παράταξης προϋποθέτει την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν είναι δεδομένη με κανένα τρόπο. Το αντίθετο, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύεται ότι έχει προσαρμοστικότητα και ευελιξία και πρόκειται να δώσει μεγάλη μάχη για να αποφύγει τον πολιτικό υποβιβασμό που είναι και προϋπόθεση για την επιτυχία της νέας παράταξης.
Το κρίσιμο κομμάτι του εκλογικού σώματος, οι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι του Δημόσιου Τομέα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα προσχωρήσουν στη νέα παράταξη εγκαταλείποντας τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν τα πράγματα εξελιχθούν προς αυτή την κατεύθυνση, το πουκάμισο της νέας παράταξης θα παραμείνει αδειανό.
*Ο Νίκος Μορόπουλος είναι Σύμβουλος Εταιρικών Μετασχηματισμών (MSc)