Bridge over trouble water: Το Γεφύρι του Δρίνου, του Ίβο Άντριτς στο Φεστιβάλ Αθηνών
Γεφυρώνω τις διαφορές, γεφυρώνω δύο όχθες, γεφυρώνω δύο πολιτισμούς, γεφυρώνω τον χρόνο: ιδού ορισμένες χρήσεις ενός ρήματος που θέλει να κυριαρχεί στα ειρηνικά συμφραζόμενα, αλλά πρωταγωνιστεί τόσο συχνά στα πολεμικά σκηνικά. Και πώς να μη συμβαίνει κάτι τέτοιο αφού στην ίδια την έννοια κρύβεται καλά μια εγγενής αντίθεση; Το γεφύρωμα απαιτεί δύο όρους αντικριστούς, αντίθετους, ενίοτε αντίπαλους ή και πολέμιους. Για να γεφυρώσω δύο πράγματα, αυτά πρέπει να είναι αγεφύρωτα και, κατά μία έννοια, η γεφύρωση είναι τόσο σημαντικότερη, όσο δυσκολότερη είναι η πραγματοποίησή της.
Γι’ αυτό άλλωστε είναι σημαντικές και εντυπωσιακές οι μεγάλες γέφυρες: επειδή δείχνουν ότι το ακατόρθωτο είναι κατορθωτό. Σε κάθε άλλη περίπτωση που το χτίσιμο μιας γέφυρας μοιάζει εύκολο ή αναμενόμενο, η έννοια της γεφύρωσης έχει περισσότερο μια μεταφορική χροιά, που καλύπτει την απλή σύνδεση, την ενεργοποίηση μιας προϋπάρχουσας πραγματικότητας, την ικανοποίηση μιας λειτουργικής ανάγκης κ.ο.κ. Ο γεφυροποιός είναι η προσωποποίηση μιας αιχμής στην ανθρώπινη βούληση, στη βούληση που θέλει και επιβάλλεται στο φυσικό τοπίο και στον φυσικό περιορισμό. Συμβολίζει την επέκταση της βουλητικής σφαίρας μας όχι μόνο πάνω στον χώρο, όπως σημειώνει ο Simmel,[1] αλλά και στον χρόνο, αφού η γέφυρα συγκόπτει χρονικές διάρκειες, ενώνει χρονικές ενότητες, αλλά και δημιουργεί νέες μεταιχμιακές χρονικότητες.
Το πολυδιάστατο των γεφυριών αποτυπώνει με ενάργεια ο σέρβος νομπελίστας Ίβο Άντριτς στο μυθιστόρημά του Το Γεφύρι του Δρίνου[2] που διασκευάζει η Ισμήνη Ραντούλοβιτς και σκηνοθετεί για το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου ο Νικίτα Μιλιβόγεβιτς. Η Ραντούλοβιτς συνδέει πέντε προσωπικές ιστορίες που συνυφαίνονται με την ιστορία του γεφυριού, ήδη από τη θεμελίωσή του έως και το τελικό γκρέμισμά του. Πέντε ιστορίες που διατρέχουν τους τελευταίους αιώνες των πολύπαθων Βαλκανίων και που αναδεικνύουν τη δυνατή, αντιθετική ειρωνεία ανάμεσα στον τίτλο του μυθιστορήματος/δραματοποιημένου κειμένου με την έννοια της γεφύρωσης από τη μια μεριά και από την άλλη τον ιστορικό (και σκηνικό) χώρο των Βαλκανίων με την αντίθετη έννοια της Βαλκανιοποίησης (Balkanization), δηλαδή της διάσπασης και της αποδιάρθρωσης, να υφέρπει συνεχώς ως ιστορική ειρωνεία.
Η γέφυρα που στήνει από σκηνής ο Μιλιβόγεβιτς είναι ένας θρύλος στα ιστορικά αναγνώσματα, αλλά και στον λαϊκό πολιτισμό της περιοχής, καθώς αποτελεί έναν διαβατήριο τόπο για πολλές θρησκείες που συνωστίζονται γύρω από αυτόν στο κύλισμα της ιστορίας, για πολλές εθνοτικές ομάδες που τον διεκδικούν και για διαφορετικές ιστορικές εποχές που αρθρώνονται και εξαφανίζονται στις δύο άκρες του από τον 16ο αιώνα, όταν χτίζεται από τον Μεγάλο Βεζίρη Μεχμέτ Πασά Σόκολι κοντά στην πόλη Βίσεγκραντ για να ενώσει δύο αυτοκρατορίες, την Οθωμανική και την Αυστροουγγρική, έως τα μέσα του εικοστού αιώνα. Αναρωτιέται λοιπόν εύλογα κανείς: όλο αυτό το υλικό σε πέντε μόλις περιστατικά;
Ο σκηνοθέτης διατηρεί το «επικό» στοιχείο στη σκηνική του αφήγηση, επιλέγοντας διαφορετικές εικόνες του ιστορικού χρόνου και των ανθρώπινων καταστάσεων. Η σκληρότητα των εικόνων, όπως ο ανασκολοπισμός του Ράντισαβ που προσπάθησε να αντισταθεί στο χτίσιμο του γεφυριού, αποδίδεται πότε με συμβολικό, πότε με συνεκδοχικό τρόπο, αλλά πάντα μέσα από μια συναισθηματική απόσταση των ηθοποιών. Επί παραδείγματι, ο ανασκολοπισμός τελείται αργά, στην κυριολεξία βασανιστικά πάνω σε ένα ομοίωμα ανθρώπου, κατασκευασμένο από το χάρτη των Βαλκανίων, αλλά το ανατριχιαστικό θέαμα δεν προκαλεί στη σκηνή συναισθηματικές εξάρσεις: τα άτομα είναι υποταγμένα στις μεγάλες δομές και στην άτεγκτη διαδικασία της ιστορικής εξέλιξης.
Αυτή η οιονεί «μπρεχτική», αλλά και συνάμα απαισιόδοξη οπτική υπηρετείται με συνέπεια από όλους τους ηθοποιούς στην εναλλαγή των ρόλων τους. Η ωριμότητα του Κώστα Κορωναίου, η επάρκεια του Μιχάλη Τιτόπουλου και του Προμηθέα Αλειφερόπουλου είναι σημεία στα οποία μπορεί να σταθεί κανείς, αλλά τις πιο έντονες στιγμές τις δίνουν οι Θάνος Τσοκάκης και Σοφία Κόκκαλη, που αφήνουν να διαφανεί και μια ποιητική διάσταση στη σκηνική αφήγηση σε συνδυασμό με τους ρευστούς φωτισμούς του Νίκου Βλασόπουλου και το διακριτικό μουσικό σχόλιο του Δημήτρη Καμαρωτού.
Τη γέφυρα του Δρίνου διαβαίνουν θρησκευτικοί αρχηγοί, πολιτικοί ηγέτες, στρατιωτικοί διοικητές, φοβισμένες ανθρώπινες ομάδες, αψίκοροι φοιτητές, ανυπότακτες νύφες, αντικαθεστωτικοί αντιρρησίες και υποταγμένοι εργάτες. Μια ανθρωπογεωγραφία και ένας ιστορικός χάρτης που απλώνονται πάνω σε ένα πέρασμα, καθώς όλα περνούν και χάνονται στη χοάνη του χρόνου. Έτσι και το γεφύρι θα γκρεμιστεί και η μεταλλική κατασκευή του Κέννυ Μακ Λέλλαν θα αφήσει τη θέση της σε ένα απρόσμενο καθρέφτισμα: πίσω από το γεφύρι υπάρχουν και άλλοι θεατές που κοιτούν έκπληκτοι το γκρέμισμα. Διπλασιασμός του θεατρικού ακροατηρίου, αυτοί που βρίσκονται απέναντι μπορεί να είναι και το καθρέφτισμα ημών των ιδίων, η αντίπερα όχθη δεν έχει νόημα παρά μόνο ως η άλλη-αυτής-εδώ-της-όχθης. Δεν είμαστε ποτέ οι μόνοι θεατές, αλλά οι γέφυρες που μας ενώνουν είναι δύσβατες.
[1] Georg Simmel: Περιπλάνηση στη νεωτερικότητα. Κοινωνιολογικά, φιλοσοφικά και αισθητικά κείμενα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2004, σ. 193.
[1] Ίβο Άντριτς: Το Γεφύρι του Δρίνου, Καστανιώτης, Αθήνα 2010.
*Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεωρίας του Θεάτρου και του Δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου