Ο Ερντογάν, ο Ράμα και οι βλέψεις της Τουρκίας στα Βαλκάνια
Αίσθηση προκάλεσε στην αλβανική κοινή γνώμη η συνέντευξη του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε φιλοκυβερνητικό τηλεοπτικό κανάλι των Τιράνων, λίγες ημέρες πριν από τις κάλπες της 25ης Ιουνίου.
Τα όσα είπε κατέδειξαν την υποστήριξή του προς τον νυν πρωθυπουργό και δηλωμένο στενό του φίλο, Έντι Ράμα, αλλά όχι μόνο. Άλλο τόσο έδειξαν ότι ο Τούρκος Πρόεδρος -με επίκεντρο το αλβανικό, και ευρύτερα το μουσουλμανικό, στοιχείο- συνδέει την εκ νέου επικράτηση του Αλβανού Πρωθυπουργού με τα συμφέροντα και τη διείσδυση της Άγκυρας στη Βαλκανική.
Μπορεί να είπε ότι δεν θέλει να παρέμβει στην προεκλογική εκστρατεία, φάνηκε, όμως, να γνωρίζει καλά το παρασκήνιο. Εντύπωση, επίσης, προκάλεσε ο χρόνος που επέλεξε να μιλήσει. Και τούτο, διότι, όπως παρατηρούν τα αλβανικά ΜΜΕ, η συνέντευξη Ερντογάν στο αλβανικό φιλοκυβερνητικό κανάλι δόθηκε μόλις λίγες μέρες μετά από εκείνη του εκλεγμένου Προέδρου της Δημοκρατίας -θα αναλάβει καθήκοντα στις 24 Ιουλίου 2007- και κυβερνητικού εταίρου, Ίλιρ Μέτα, σε ελληνικό τηλεοπτικό κανάλι όπου, μεταξύ άλλων, άσκησε σκληρή κριτική στις σχέσεις του Ράμα με την Αθήνα και τους άλλους γείτονες.
Ο Ταγίπ Ερντογάν έδειξε ενοχλημένος από την προεκλογική αντιπαράθεση των δύο κυβερνητικών εταίρων, σημείωσε, όμως, ότι γνωρίζει πως μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου αυτή θα ξεπεραστεί. Με άλλα λόγια, προϊδέασε ότι θα συνεχιστεί ο νυν κυβερνητικός συνασπισμός των κομμάτων που ηγούνται οι Ράμα και Μέτα, λύνοντας -όπως, τουλάχιστον, ερμηνεύτηκε εδώ- τον γρίφο της επόμενης μέρας των εκλογών.
Ιδιαίτερα επέσυρε την προσοχή το γεγονός ότι ο Ερντογάν απέδωσε την αντιπαράθεση Ράμα - Μέτα σε προσπάθειες «τρίτων», έτσι ώστε να υπάρξει «διάσπαση μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων».
Παρά την επιμονή του δημοσιογράφου δεν κατονόμασε «τους τρίτους» αλλά σημείωσε με νόημα ότι «Αλβανοί πολιτικοί μοιράζονται μαζί μας απόψεις και οποιαδήποτε βοήθεια, πολιτική, εμπορική, πολιτιστική, οικονομική, στρατιωτική ή άλλη στήριξη χρειάζεται, θα την προσφέρουμε, διότι η Αλβανία είναι πηγή αλληλεγγύης και χώρα με ουσιαστικό ρόλο στη διατήρηση της σταθερότητας στη Βαλκανική». Η Αλβανία, υπογράμμισε, «δεν πρέπει να έχει τρωτά σημεία [...] πρέπει να την κρατήσουμε ενωμένη και με συνοχή, δεν πρέπει να επιτρέψουμε σε άλλους να εκμεταλλευτούν αδυναμίες για να πράξουν το αντίθετο».
Ο Έντι Ράμα σε προεκλογική συγκέντρωση στα Τίρανα - πηγή: REUTERS/Florion Goga
Ένα χρόνο πριν βεβαίως -όπως αρκετοί αναλογίστηκαν παρακολουθώντας την συνέντευξη- συγκεκριμένα το Μάιο του 2016, επισκεπτόμενος ο Ερντογάν τα Τίρανα ‘δεν πρόσεξε’ ότι η Αλβανία είναι χώρα χριστιανών και μουσουλμάνων, ούτε έκανε μνεία περί συνοχής. Τότε απευθύνθηκε στους Αλβανούς ως ‘αδέρφια της ίδιας θρησκείας’, ενώ το ταξίδι του στα Τίρανα σηματοδότησε την έναρξη των εργασιών για την ανέγερση -την οποία η χώρα του χρηματοδοτεί- του μεγαλύτερου τζαμιού στη Βαλκανική. Ειρήσθω εν παρόδω, έχουν τόσο πληθύνει τα τζαμιά στην Αλβανία που αν κάποιος δει από ψηλά τη χώρα θα θεωρήσει ότι πρόκειται για κατεξοχήν μουσουλμανική. Επίσης, την αντίδραση της αλβανικής κοινής γνώμης -μέχρι και του διεθνούς φήμης συγγραφέα Ισμαήλ Κανταρέ- προκαλεί συχνά η δραστηριότητα στην Αλβανία και το Κόσοβο αυτού που θεωρείται ως ‘μακρύ χέρι’ της Άγκυρας εκεί όπου η Τουρκία επιθυμεί να ασκήσει επιρροή, δηλαδή του κρατικού Ιδρύματος Συνεργασίας και Συντονισμού (TİKΑ).
Ο Ερντογάν δεν έχασε την ευκαιρία να επισημάνει στη συνέντευξή του ότι οι αλβανοτουρκικές σχέσεις δεν εξαντλούνται στην οικονομική τους διάσταση (έκανε λόγο για τουρκικές επενδύσεις στην Αλβανία ύψους τριών δισεκατομμυρίων δολαρίων) αλλά πάνω απ’ όλα αφορούν ένα, 500 χρόνων, «όραμα πολιτισμού και ιστορίας» και «δεσμούς αίματος» όχι μόνο με τους Αλβανούς αλλά και με άλλους λαούς «παντού στη Βαλκανική». Ανέφερε συγκεκριμένα τα Σκόπια και τη Βοσνία και επεσήμανε την ανάγκη οι ιστορικοί αυτοί δεσμοί να διατηρηθούν δυνατοί και να ενισχυθούν περαιτέρω, «με σκοπό οι χώρες αυτές να είναι ισχυρές».
Ερωτηθείς περί Μεγάλης Αλβανίας, ο Τούρκος Πρόεδρος είπε ότι «δεν είναι κάτι που θέλουμε να σκεφτόμαστε» και στάθηκε ιδιαίτερα στο απαραβίαστο των συνόρων σε Σκόπια, Βοσνία, Αλβανία και Σερβία. Συνέδεσε την τοποθέτησή του αυτή με τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, το Ιράν και τη Συρία, σημειώνοντας με νόημα ότι «βλέπουμε τις συνέπειες των επεμβάσεων εκεί, στη δική μας πόρτα, και δεν επιθυμούμε να δούμε παρόμοιες εξελίξεις στη Βαλκανική». Εμφανίστηκε, όμως, ‘κηδεμόνας’ των Βαλκανίων υπογραμμίζοντας ότι «υπάρχουν εκείνοι που απεργάζονται παρόμοια σενάρια στη Βαλκανική αλλά εμείς δεν θα επιτρέψουμε να πετύχουν τους στόχους τους».
Να υπενθυμίσουμε στο σημείο αυτό την πολύμορφη στρατιωτική δραστηριότητα της Άγκυρας στην Αλβανία με αλλεπάλληλες διμερείς συμφωνίες από το 1992 και ένθεν. Στο πλαίσιο αυτό, το 1997 η Τουρκία ανέλαβε την ανασυγκρότηση της ναυτικής στρατιωτικής βάσης του Πασά Λιμάνι στην Αυλώνα -μία από τις σημαντικότερες στην Αδριατική και τη Μεσόγειο- ενώ λίγο καιρό αργότερα τα Τίρανα παραχώρησαν στην Άγκυρα την παρακείμενη αεροπορική βάση της Κουτσόβα.
Εμμέσως πλην σαφώς, ο Ταγίπ Ερντογάν τάχθηκε υπέρ συγκεκριμένων κομμάτων σε Αλβανία, Κοσσυφοπέδιο και Σκόπια, κάνοντας λόγο -καταδεικνύοντας, ταυτοχρόνως, πώς η Τουρκία προωθεί τα γεωπολιτικά της συμφέροντα- για παρατάξεις με ταύτιση πολιτικών απόψεων οι οποίες, όπως είπε, «επιθυμούν να ωφεληθούν από την εμπειρία μας και εμείς είμαστε ευχαριστημένοι που τις βοηθάμε».
Τέλος, δεν παρέλειψε να ζητήσει από τα μεν Τίρανα να αποστασιοποιηθούν από τον Φετουλάχ Γκιουλέν, διότι, όπως είπε, «οι σχέσεις μαζί του αποτελούν κίνδυνο για τη χώρα», από τους δε Αλβανούς πολίτες να μην στέλνουν τα παιδιά τους στα σχολεία Γκιουλέν αλλά στα τουρκικά που υποστηρίζονται από το επίσημο κράτος.
*Ο Παναγιώτης Μπάρκας είναι δημοσιογράφος - αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αργυροκάστρου