Τα τρία λάθη στη διαπραγμάτευση
Όπως όλα δείχνουν, στη συνεδρίαση του Eurogroup η πρόταση των Ευρωπαίων προς την ελληνική πλευρά θα είναι παρόμοια με αυτή που κατατέθηκε το Μάιο και αρνήθηκε τότε ο κ. Τσακαλώτος. Βάσει αυτής, η συζήτηση για το χρέος μετατίθεται το 2018, όταν ολοκληρωθεί το 3ο μνημόνιο, και «αν χρειαστεί», όπως διατυπώνεται χαρακτηριστικά. Επίσης το ΔΝΤ παραμένει κανονικά στο πρόγραμμα, χωρίς όμως να βάλει ούτε 1 ευρώ από την αρχή μέχρι το τέλος του.
Η εξέλιξη αυτή ήταν αναμενόμενη εδώ και πολλούς μήνες. Γενικότερα το ζήτημα είναι αρκετά δύσκολο. Αποτελεί ταμπού για πολλές ευρωπαϊκές χώρες που δάνεισαν από τον προϋπολογισμό τους την Ελλάδα και δε θέλουν να ακούσουν λέξη για ελάφρυνση. Ιδιαίτερα η γερμανική κυβέρνηση δεν επιθυμεί να ανοίξει ένα τέτοιο ευαίσθητο θέμα σε αυτή τη χρονική στιγμή, εν όψει των επικείμενων εκλογών. Θεωρεί το χρέος το τελευταίο εργαλείο πίεσης προς τις ελληνικές κυβερνήσεις για να τηρήσουν όσα έχουν υπογράψει. Άρα, δε θα προσφέρει έτσι εύκολα μια γενναία ρύθμιση στη χώρα μας. Κρίνει όμως απαραίτητη την παρουσία του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Γι αυτό και προέβη στο μεγάλο συμβιβασμό με το ταμείο. Το ταμείο παραμένει στο πρόγραμμα ως το απόλυτο αφεντικό στις διαπραγματεύσεις, παρότι άλλοι βάζουν τα χρήματα. Ως αντάλλαγμα, ξεχνά προσωρινά και αποσιωπά το πάγιο αίτημά του για ρύθμιση του ελληνικού χρέους.
Είναι απορίας άξιο πως τόσο καιρό η ελληνική κυβέρνηση δε λάμβανε υπόψη τα δεδομένα, ώστε να κατανοήσει έγκαιρα την κατάσταση και να διαμορφώσει αντίστοιχα τη στάση της. Το πρώτο μεγάλο λάθος της ήταν ότι άφησε επίτηδες τη διαπραγμάτευση να συρθεί μέχρι τις εκλογές στην Ευρώπη με την ελπίδα ότι έτσι θα πετύχαινε καλύτερα αποτελέσματα. Το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο. Οι ευρωπαίοι επέδειξαν μια άκρως αμυντική στάση, φοβούμενοι το πολιτικό κόστος στις χώρες τους. Επιπλέον, η οικονομία υπέστη μεγάλο πλήγμα με την καθυστέρηση και την αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε.
Το δεύτερο μεγάλο λάθος της ήταν πως ανέδειξε σε επικοινωνιακή της σημαία το ζήτημα του χρέους, φωνάζοντας σε όλους τους τόνους ότι δεν είναι βιώσιμο. Στην πολιτική όμως υπάρχουν πράγματα που γίνονται, αλλά δεν πρέπει να λέγονται. Όταν λοιπόν εθνικός στόχος είναι το 2018 να δανειστούμε από τις αγορές για να απεμπλακούμε από τα μνημόνια δεν μπορεί η κυβέρνηση να βγαίνει και να λέει στους επενδυτές ότι η χώρα είναι ουσιαστικά χρεοκοπημένη αν δε μειωθεί το χρέος της. Κανένας σώφρων επενδυτής δε θα μας δανείσει τα χρήματά του. Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να προσπαθεί νυχθημερόν να τη στήσει ξανά στα πόδια της και να επιτύχει οικονομική ανάκαμψη. Όσο γίνεσαι πιο δυνατός και αξιόπιστος χτυπάς όλο και πιο δυνατά το χέρι στο τραπέζι των μυστικών διαβουλεύσεων και απαιτείς σημαντικές διευκολύνσεις για το χρέος σου.
Το τρίτο λάθος είναι ότι από μόνη της δεν προσπάθησε να διορθώσει καμία από τις παθογένειες του ελληνικού κράτους. Η δημόσια διοίκηση καρκινοβατεί, η καθημερινότητα του πολίτη χειροτερεύει, ενώ σημαντικές δράσεις της συμφωνίας χωρίς κανένα δημοσιονομικό κόστος δεν προχωρούν. Η ανάπτυξη μάλιστα τείνει να γίνει ανέκδοτο με τέτοια υπερφορολόγηση και με τα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος να εμποδίζουν με μανία τις μεγάλες επενδύσεις (πχ. Ελληνικό).
Ως συνέπεια των παραπάνω, καταλήξαμε τώρα να είμαστε ευχαριστημένοι που θα πάρουμε απλά τη δόση των €7,5 δις, ώστε να πληρώσουμε τα ομόλογα που λήγουν τον Ιούλιο και να μη χρεοκοπήσουμε. Έχουμε χάσει το τραίνο της ανάπτυξης , έχουμε χάσει τη συμμετοχή μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, δεν έχουμε άρει τα capital controls και δεν έχουμε λάβει επιπλέον €15 δις που δικαιούμασταν βάσει της συμφωνίας αν είχαμε έγκαιρα κλείσει τις αξιολογήσεις.