Πολιτιστική Διπλωματία: Τα Μουσεία ως Διπλωμάτες
Στη μετανεωτερική εποχή η ταχεία τεχνολογική πρόοδος και η ιλιγγιώδης ταχύτητα με την οποία η πληροφορία εξαπλώνεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, η επιρροή που ασκείται στο διεθνές σύστημα από μη κρατικούς δρώντες και η ανάδυση μιας παντοδύναμης ιδιωτικής κοινωνίας που διαδραματίζει όλο και πιο ενεργό ρόλο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής καθιστούν απαραίτητη την ανάπτυξη μιας νέας μορφής διπλωματίας, η οποία δεν θα προτάσσει ως πρώτιστη, αφετηριακή επιδίωξη το συμφέρον, αλλά την κατανόηση των προτεραιοτήτων, των αξιών και των συμβόλων των άλλων χωρών.
Το συμφέρον per se δεν αρκεί για να επιφέρει μια ευχερή συνεννόηση• όταν όμως γνωρίζει κανείς τους φόβους, τις χαρές ή τις οδύνες ενός λαού γνωρίζει και τον τρόπο με τον οποίο θα διαπραγματευτεί μαζί του. Μια τέτοιου είδους διπλωματία είναι, κατά μείζονα, λόγο Πολιτιστική.
Με την Πολιτιστική Διπλωματία η εξωτερική πολιτική μιας χώρας δεν εξετάζεται μέσα από την ανώδυνη αφήγηση των ιστορικών γεγονότων, αντιθέτως ενδιαφέρει ζωτικά η αποκωδικοποίηση των νοημάτων και των συμβόλων που εντοπίζονται μέσα σε αυτά. Τα Μουσεία ενσαρκώνουν ακριβώς αυτό το αίτημα. Μπορεί η αναμορφωτική τους δύναμη να κατοπτρίζεται στη θέαση των ορατών πραγμάτων, εν τούτοις, λειτουργούν ως εικόνες και σύμβολα των αοράτων.
Δεν αποτελούν φύλακες χρόνου, χώρους περίκλειστους όπου η μνήμη ανακυκλώνεται αενάως μέσα από το παρελθόν, παρέχοντας στις κοινωνίες καθησυχαστικές αφηγήσεις στο παρόν, αλλά τόπους αναγεννησιακούς μέσα από τους οποίους η παιδευτική αξία της τέχνης μορφοποιεί το συναίσθημα ενός λαού και αναγεννά στον ορίζοντα της ιστορίας μια νέα προοπτική ζωής. Προστάτες των Μουσών και αψευδείς μάρτυρες της ιστορικής διαδρομής ενός πολιτισμού, τα Μουσεία αποτελούν, έν τινί τρόπω, το νουκλεϊκό οξύ που περιέχει τις γενετικές πληροφορίες κάθε λαού. Αυτό τα καθιστά διαμορφωτές ταυτότητας στο εσωτερικό μιας χώρας και Πρεσβευτές ενός Πολιτισμού στο εξωτερικό.
Τα Μουσεία, ως φορείς ήπιας ισχύος, επιτελούν σημαντικό έργο στην άσκηση Πολιτιστικής Διπλωματίας. Οι αδελφοποιήσεις με άλλα Μουσεία, οι ανταλλαγές εκθεμάτων, οι συνεργασίες και οι αμοιβαία επωφελείς δράσεις πλέκουν ένα δίκτυο σχέσεων που αποτελεί αναμφισβήτητα σημαντική επικουρία για τη διεθνή διπλωματία. Μέσω της φήμης και της ισχυρής δημόσιας εικόνας τους, τα μουσεία αποτελούν τοπόσημα που συμβάλλουν στον εξωραϊσμό της εικόνας ενός κράτους, στην εξάλειψη των στερεοτύπων και των προκαταλήψεων, καθώς και στην οικοδόμηση ενός θεμελίου εμπιστοσύνης με χώρες των οποίων οι διπλωματικές σχέσεις είναι τεταμένες ή δεν υφίστανται. Ένα πρόσφατο ιστορικό παράδειγμα είναι αυτό της έκθεσης της «βρετανικής τέχνης του δρόμου», η οποία διοργανώθηκε από το Μουσείο «Victoria and Albert» στην Τρίπολη και στη Βεγγάζη τον Απρίλιο του 2012, έξι μήνες μετά τη στρατιωτική επέμβαση των Βρετανών και τον επακόλουθο θάνατο του συνταγματάρχη Μοαμάρ Καντάφι. Μια πολιτιστική εκστρατεία η οποία κατεγράφη ως πράξη “αλληλεγγύης” των Βρετανών προς τον λαό της Λιβύης. Εξ ίσου χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Ιράν.
Τον Αύγουστο του 2005, μετά την εκλογή του Μαχμούτ Αχμαντινετζάντ και την ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, οι σχέσεις με τη Δύση επιδεινώθηκαν δραματικά. Ένα μήνα αργότερα, το Βρετανικό Μουσείο διοργάνωσε μια έκθεση για την αρχαία Περσική αυτοκρατορία προβάλλοντας τα ιστορικά επιτεύγματα των Περσών στην προσπάθεια να εξωραϊστεί η εικόνα του Ηνωμένου βασιλείου στα μάτια των Ιρανών και να οικοδομηθεί ένα ισχυρό θεμέλιο εμπιστοσύνης και αλληλοκατανόησης με την κυβέρνηση της χώρας.
Η έκθεση και η προβολή αρχαιολογικών εκθεμάτων σε κάποια χώρα, σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δεν καθιστούν τους διευθυντές των Μουσείων απλούς γνωμηγήτορες, αλλά αυθεντικούς διπλωμάτες οι οποίοι επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική μιας χώρας - δίχως να αλλάζουν τις αποφάσεις των κυβερνήσεων - και με τον τρόπο προβολής των μουσειακών εκθεμάτων συμβάλλουν κατά τρόπο επωφελή στη δημιουργία σχέσεων με κράτη των οποίων οι κυβερνήσεις θα απέφευγαν να καλλιεργήσουν. Υπό αυτή την έννοια, ο πολιτισμός μπορεί να επαναφέρει το διάλογο ανάμεσα σε δύο λαούς και να αναμορφώσει τη μεταξύ τους σχέση, γεγονός που δεν επιτυγχάνεται πάντα μέσω της παραδοσιακής διπλωματίας.
Επιπλέον, εκτός από τη διπλωματική τους πτυχή, τα Μουσεία επηρεάζουν τις σχέσεις των κρατών ακόμα και σε γεωπολιτικό επίπεδο.
Τον Δεκέμβριο του 2006, το μουσείο του Λούβρου εξέδωσε χάρτη με τον Περσικό Κόλπο μετονομασμένο σε Αραβικό Κόλπο, γεγονός το οποίο δημιούργησε τριβές στις σχέσεις μεταξύ Ιράν και Γαλλίας και καταγγέλθηκε εκ μέρους των Ιρανικών Ιδρυμάτων Πολιτισμού ως γεωγραφικός αναθεωρητισμός.
Στην Ελλάδα, όπως και στην Ευρώπη, τα μουσεία εξαρτώνται οικονομικά και διοικητικά από το κράτος, ωστόσο η λειτουργία τους, ως αυτόνομες οντότητες, θα προσέδιδε εξωστρέφεια στην ελληνική εξωτερική πολιτική και θα ενίσχυε έτι περαιτέρω την εικόνα αλλά και τη διαπραγματευτική της θέση διεθνώς αυξάνοντας την ήπια ισχύ της.
Ως εκ τούτου, η Διπλωματία των Μουσείων κρίνεται εξαιρετικά απαραίτητη, ιδιαίτερα σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία τα ελληνικά μνημεία της Μικράς Ασίας εμφανίζονται ως τουρκικά, ο Πύρρος, ο Βασιλιάς της Ηπείρου ως Αλβανός ενώ τα Σκόπια προσπαθούν να οικειοποιηθούν την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά του Μακεδονικού Ελληνισμού.