Άνθρωποι, μηχανές και νόμοι. Η Δίκη του Kafka στο θέατρο «Πόρτα»
Ο Franz Kafka πίστευε ότι τα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας. Η Δίκη του είναι αναμφισβήτητα ένα από αυτά τα βιβλία, καθώς το χτύπημα που έδωσε στα παγωμένα νερά του εικοστού αιώνα προκαλεί ακόμα κύματα και στον δικό μας αιώνα. Ο αιώνας της ψυχανάλυσης και της σκοτεινής εξουσίας, ο αιώνας του οιδιποδειοποιημένου «Πατέρα» και του κραταιού φασισμού δεν θα μπορούσε να μην βρει μία από τις εμβληματικές λογοτεχνικές του αποτυπώσεις σε αυτό το έργο. Αλλά και ο νεαρός αιώνας του τεχνητού νευρωνικού δικτύου και της παγκοσμιοποιημένης ομοιογένειας δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί.
Ο «μύθος» της Δίκης, δηλαδή η συμβολική πραγματικότητα που μας προσκομίζει, μπορεί να διαβαστεί σήμερα με πολλούς τρόπους, προερχόμενους είτε από την «εγκυκλοπαίδεια» του προηγούμενου είτε από τις εμπειρίες του τωρινού αιώνα. Είναι λ.χ. ο μύθος του εθνικού κράτους και της κραταιής εξουσίας που επιβάλλει νομίμως στα μέλη του ή και του σαθρού δικαστικού συστήματος που παγιδεύει τους πολίτες σε γραφειοκρατικές ατραπούς. Είναι η σφαίρα του αυτοδύναμου ανθρώπου (εν προκειμένω ενός ανώτερου τραπεζικού υπαλλήλου) που απαξιώνεται και του ατόμου που εκθρονίζεται από το αξιολογικό κέντρο και σταδιακά παραγκωνίζεται και ενοχοποιείται για κάτι όχι μόνο απροσδιόριστο, αλλά και μη προσδιοριστέο, για κάτι που δεν χρειάζεται και πιθανότατα δεν πρέπει να προσδιοριστεί: καθαρή, στυγνή, αμετάκλητη ενοχοποίηση χωρίς πραγματική ενοχή.
Είναι περαιτέρω η σφαίρα μιας τελετουργικής θυσίας, αργής και τερατώδους, καθώς ο θυσιαζόμενος αθώος, ο Τζόζεφ Κ, δεν αποκλίνει από τον κανόνα της κοινωνίας (αντιθέτως είναι δείγμα του κανόνα), δεν πρόκειται να επιφέρει κανέναν εξαγνισμό στην κοινότητα και κανέναν εξιλασμό (για να θυμηθούμε τις εκπληκτικές αναλύσεις του René Girard,[1] ούτε να εξαλείψει καμία κακοποιό δύναμη (αντιθέτως, η θυσία μάλλον επιτείνει τη δύναμη αυτήν), δεν διοχετεύει κάπου αλλού τη βία, δεν την ακυρώνει, αλλά την καταφάσκει και τη νομιμοποιεί, δεν απαντά, ούτε καν προσωρινά, σε καμία αγωνία ή αβεβαιότητα, δεν εξευμενίζει κανέναν θεό, γιατί οι θεοί απουσιάζουν. Τερατώδης θυσία λοιπόν, χωρίς λόγο, χωρίς ίχνος μυθολογικού υποστρώματος.
Είναι ακόμα η επίταση του τραύματος της θνητότητας με μια αντιστροφή των πολιτισμικών κωδίκων και πρακτικών: ενώ στον ανθρώπινο πολιτισμό, από τους νεατερντάλειους τάφους με τα κτερίσματά τους έως τα βιονικά σώματα, ο θάνατος είναι μια σκοτεινή ζώνη που συγκαλύπτεται, απομακρύνεται συμβολικά και εξορκίζεται, στη δυστοπική Δίκη εγκαθίσταται στην καθημερινότητα της ζωής, μετατρέποντας ουσιαστικά τους ανθρώπους σε ζωντανούς νεκρούς.
Από εδώ προκύπτει τόσο το υπαρξιακό βάθος του έργου αυτού, όσο και το υπαρξιστικό του βάρος: πόσο στενά γειτνιάζει το μηδέν με το είναι, πόσο παράλογη φαντάζει η ζωή υπό τη σκιά μιας ανεξήγητης, όσο και αμετάκλητης ενοχής; Πόσο καταθλιπτική και συντριπτική μπορεί να αποβεί η αγωνία της ύπαρξης σε έναν κόσμο όπου όλοι είναι καταδικασμένοι εκ των προτέρων;
Ενοχικός εφιάλτης και όνειρο θανάτου, δυστοπική μυθοπλασία και παρανοϊκή διακωμώδηση της ανθρώπινης συνθήκης, η Δίκη εισάγει με τον τρόπο της την absurdité στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, προαναγγέλλει το κλίμα στο θέατρο του παραλόγου, παρέχει χαρακτηριστικά δείγματα της ειρωνικής γραφής που στίζεται από το μαύρο χιούμορ, αλλά και από το μαύρο σκοτάδι μιας απρόσωπης και συντριπτικής εξουσίας.
Αυτό είναι και το σημείο εκκίνησης της ανάγνωσης που επιχειρεί ο Θωμάς Μοσχόπουλος, διασκευάζοντας το κείμενο, σκηνοθετώντας την παράστασή του. Δεν στέκεται μόνο στο γεγονός της σύλληψης, του στιγματισμού και της καθυπόταξης του ατόμου σε ένα ανεξήγητο, ανορθόλογο και γι’ αυτό απόλυτο νομικό καθεστώς, αλλά αναζητεί το ίχνος του τραγέλαφου, το αποτύπωμα του τερατώδους στην κανονικότητα ενός μέσου ανθρώπου, αφήνοντας όλες τις παραπάνω δυνατότητες ερμηνείας ανοικτές. Η ανοιχτότητα είναι απαραίτητη σε έργα πολλαπλών εισόδων όπως είναι η Δίκη: όπως μερικές φορές τα βέλη δεν ταιριάζουν ακριβώς στις πληγές που προκαλούν, γιατί καθώς τα αφαιρείς από το λαβωμένο σώμα, προκαλείς μεγαλύτερη ζημιά, έτσι και το έργο αυτό βρίσκει στόχο στο σώμα των παραστάσεων και των αξιών της κοινωνίας μας, αλλά όσο το διαβάζουμε, τόσο το σημείο επαφής διευρύνεται και βαθαίνει.
Η σκηνοθετική ανάγνωση του Γιόζεφ Κ. εύστοχα δεν στέκεται μόνο στη θυματοποίησή του από το παράλογο σύστημα, αλλά υπαινίσσεται και τη δική του συμβολή στη συγκρότηση και την εδραίωση αυτού του συστήματος στη συνοχή και την πολυπλοκότητά του. Εάν η εξουσία είναι ανώνυμη, δαιδαλώδης και παράλογη είναι γιατί δεν εκπροσωπείται από έναν νόμο, σαφή και ρητό, αλλά από μια μηχανή που ισχυροποιείται τόσο περισσότερο όσο υπάρχουν τα άτομα που προσπαθούν να κατανοήσουν τη λειτουργία της. Άρα η εξουσία είναι ήδη εσωτερικευμένη στα άτομα, σε αυτά βρίσκει τον πιο σταθερό φορέα της. Εξού και η ένταση αυτού του θεμελιακού έργου, αλλά και το μαύρο χιούμορ στο οποίο στηρίζεται εμφανώς και η παράστασή του.
Σαφώς ο Kafka και δεν πολιτικολογεί, τουλάχιστον στοχευμένα, παρουσιάζει μόνο μια οξεία κριτική ευαισθησία, αλλά η ευαισθησία αυτή εγγράφεται μοιραία και στην πολιτική κατάσταση. Με ανάλογο τρόπο ο Μοσχόπουλος αποφεύγει την παγίδα της ευθείας πολιτικής αναφοράς και αναδεικνύει την παρωδία, το καυστικό σχόλιο και τον αυτοσαρκασμό. Γι’ αυτό και δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει ως μέσα τους γκροτέσκους τόνους, την παράλογη μορφή, την πολυσημία της μάσκας, τη χρωματική ρυθμικότητα των ασπρόμαυρων αποχρώσεων στα σκηνικά (Ευαγγελία Θεριανού), τα κοστούμια (Κλερ Μπρέισγουελ) και στους φωτισμούς (Σοφία Αλεξιάδου), ακόμα και την αμφιθυμία του κουκλοθεάτρου και της μαριονέττας στην κίνηση των ηθοποιών (Σοφία Πάσχου).
Παρά την ακρίβεια και τη διεξοδική μελέτη που χαρακτηρίζει τις εργασίες του, ο Μοσχόπουλος δεν κρατάει μπαγκέτα όταν σκηνοθετεί, δηλαδή δεν ορίζει στη σκηνή αρχές και τέρματα, εισόδους και εξόδους. Όπως και ο ίδιος ο Kafka,[2] σκιαγραφεί διακριτικά τις ακολουθίες των εντατικών καταστάσεων και τις διαδοχές των εικόνων χωρίς όρια, προτιμά τις γραμμές διαφυγής από τα ευσύνοπτα περιγράμματα και, ειδικά στην περίπτωση της Δίκης, δέχεται (σωστά νομίζω) να αποδυναμώσει τη μεταφορική χειρονομία προκειμένου να απελευθερώσει την ενέργεια, το γίγνεσθαι, τη δύναμη της συνεχούς μεταβολής και της μεταμόρφωσης.
Οι ηθοποιοί υπηρέτησαν με ευσυνειδησία και, εν τέλει, με επιτυχία το σχέδιο αυτό. Στα σκηνικά σύνολα του Μοσχόπουλου και σε παρόμοιες συνθέσεις είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις εκείνη την υποκριτική επίδοση που διακρίνεται από τις άλλες. Αναφέρω ενδεικτικά τον Τζόζεφ Κ. του Μιχάλη Συριόπουλου και τον δικηγόρο του Σωκράτη Πατσίκα.
[1] René Girard: Το εξιλαστήριο θύμα. Η βία και το ιερό, Εξάντας, Αθήνα 1991.
[2] Gilles Deleuze-Félix Guattari: Κάφκα. Για μια ελάσσονα λογοτεχνία, Καστανιώτης, Αθήνα 1998, σ. 63 κ.εξ.
*Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεωρίας του Θεάτρου και του Δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου.