ΑΠΟΨΕΙΣ

2016: Η δημοκρατία απέθανε, ζήτω η δημοκρατία!

2016: Η δημοκρατία απέθανε, ζήτω η δημοκρατία!

Η Ιστορία απαρτίζεται από ημερομηνίες. Υπάρχουν όμως κάποιες οι οποίες ξεχωρίζουν, όπως το 1453 (η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως), το 1776 (η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών), το 1821 (η έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης), το 1945 (το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου), ή το 1989 (η πτώση του τείχους του Βερολίνου και η αρχή της κατάρρευσης των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης). Το 2016 δικαίως μπορεί να πάρει πλέον και αυτό τη θέση του στο πάνθεον των καταλυτικών ημερομηνιών, λόγω των καίριων πληγμάτων που δέχθηκε η αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Στα κράτη με πολίτευμα την βασιλεία, ο θάνατος του μονάρχη αναγγέλλεται με το: «ο βασιλεύς απέθανε, ζήτω ο βασιλεύς!», υπονοώντας τον θάνατο του βασιλέα και την ανάληψη της εξουσίας από τον διάδοχο του θρόνου. Ο τρόπος που χειρίστηκαν αρκετοί πολιτικοί ανά την υφήλιο την έννοια της δημοκρατίας το 2016 θυμίζει αρκετά αυτήν την παράδοση.

Που αρχίζει η ιστορία;

Μια ιστορία πρέπει πάντα να έχει μία αρχή, και ενώ θα μπορούσε κανείς να ανατρέξει σε παλαιότερες δεκαετίες, η ιστορία του 2016 έχει ρίζες στο αμέσως προηγούμενο έτος. Το 2015, το Βρετανικό Συντηρητικό Κόμμα του David Cameron δεσμεύτηκε να διεξάγει δημοψήφισμα σχετικά με την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) σε περίπτωση που κέρδιζε τις εκλογές του Μαΐου – όπως και έγινε. Παράλληλα, στην Ελλάδα, η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α και ΑΝ.ΕΛ. υπό τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα ανακοίνωσε την διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με την αποδοχή ή όχι πρότασης της Ε.Ε. για επέκταση του Μνημονίου Συνεργασίας – το οποίο και έγινε. Αυτά είναι δύο από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα που προϊδεάζουν τις εξελίξεις του 2016: στο πρώτο, ο Cameron διακινδύνευσε το Ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας του για να προσελκύσει ψηφοφόρους που κινούνταν προς το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Nigel Farrage (UKIP). Στο δεύτερο, ένα δυσνόητο ερώτημα στα όρια της συνταγματικότητας, για μια προσφορά που αποσύρθηκε πριν την ημέρα του δημοψηφίσματος, έφερε το αποτέλεσμα του ΟΧΙ, το οποίο έπειτα μεταφράστηκε σε ανταπόκριση του κοινού σε κάτι παρόμοιο, εάν όχι αρκετά χειρότερο. Η δημοκρατία – όπως πιστεύουμε ότι λειτουργεί, για αυτούς που πιστεύουν ότι λειτουργεί – άρχισε να δείχνει σημεία αδυναμίας.

Τι είναι η δημοκρατία;

Πάνω στα προηγούμενα δυο παραδείγματα μπορεί να στηριχθεί και η υπόθεση του «θανάτου» της δημοκρατίας το 2016. Πρωτίστως πρέπει να δοθεί ο ορισμός για το τι ακριβώς σημαίνει «δημοκρατία». Καλώς ή κακώς, είναι μία από αυτές τις λέξεις που ο καθένας χρησιμοποιεί διαφορετικά. Όμως σε γενικές γραμμές οι περισσότεροι συμφωνούν στο ότι εκφράζει τη βούληση της πλειοψηφίας, η οποία εκφράζεται είτε μέσω εκλογών, είτε με τη μορφή δημοψηφίσματος. Οι πιο πολλοί συντείνουν ότι σε μια δημοκρατία η βούληση του λαού πρέπει να εισακουστεί. Εάν συμφωνήσουμε στον παραπάνω ορισμό, δυστυχώς πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι το 2016 η έννοια της δημοκρατίας εμφανέστατα άρχισε να σβήνει.

Η «φωνή του λαού»: το πρώτο ερωτηματικό

Τον Ιούνιο του 2016 ο David Cameron έκανε πραγματικότητα την δέσμευση του κόμματός του και διεξήγαγε δημοψήφισμα ως προς την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε., με τον ίδιο και την κυβέρνησή του να στηρίζουν την επιλογή της παραμονής – και να ηττούνται. Το 52% του Βρετανικού εκλογικού σώματος ψήφησε υπέρ της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. – με ότι αυτό συνεπάγεται – και ο Cameron δήλωσε την παραίτησή του από το αξίωμα του πρωθυπουργού. Έως εδώ, όλα καλά. Το πρόβλημα για την έννοια της δημοκρατίας εμφανίστηκε στον απόηχο του δημοψηφίσματος, όταν δύο τέως πρωθυπουργοί, οι Sir John Major (1990-1997) και Tony Blair (1997-2007), δήλωναν υποστηρικτές μιας επαναληπτικής ψηφοφορίας, προκειμένου να μην χρειαστεί οι πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου που ψήφισαν υπέρ της παραμονής να είναι θύματα της «τυραννίας της πλειοψηφίας» (!). Ίσως οι Major και Blair να έχουν αλλάξει τα πιστεύω τους σχετικά με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία που τους εξέλεξε πρωθυπουργούς επί 17 (συνολικά) έτη: συνηθίζεται η μειοψηφία να αποδέχεται την εκλογική νίκη της πλειοψηφίας, ενώ σε καμία προηγούμενη (κερδισμένη) εκλογική μάχη δεν έχει «παραπονεθεί» ο νικητής ότι η πλειοψηφία δεν αντιπροσωπεύει το σύνολο. Εάν αυτή η τακτική τύχει υποστήριξης, δημιουργείται ένα επικίνδυνο προηγούμενο για την λαϊκή ετυμηγορία.

Η άλλη όψη του νομίσματος

Το 2016 κάποιοι είδαν «τυραννία της πλειοψηφίας», άλλοι «τυραννία της μειοψηφίας». Οι τελευταίοι σχετίζονται με την άποψη ότι η μη-αποδοχή συμφωνιών Ευρωπαϊκού επιπέδου από ένα κράτος της Ε.Ε. (ουσιαστικά άσκηση βέτο σε συμφωνίες στις οποίες απαιτείται ομοφωνία) συνιστά την αιχμαλωσία των πολλών από τους λίγους. Είχε συμβεί το 2005 με την αποτυχία του «Ευρωπαϊκού Συντάγματος», όταν δημοψηφίσματα στην Γαλλία και Ολλανδία απέρριψαν την πρόταση για το λεγόμενο «Ευρω-σύνταγμα» με 55% και 61% αντιστοίχως. Η ονομασία άλλαξε, έγινε «Συνθήκη της Λισαβόνας» (οι συνθήκες δεν έχουν την ίδια βαρύτητα σε θέματα εκχώρησης κυριαρχίας με τα συντάγματα), και επαναλήφθηκαν οι ψηφοφορίες το 2007-2009 – μα αυτήν τη φορά η απορρίφθηκε από την Ιρλανδία. Ακολούθησαν αλλαγές στα βασικά θέματα που απασχολούσαν τους Ιρλανδούς ψηφοφόρους (προκειμένου να μην χάσει η Ιρλανδία την εθνική της ταυτότητα και τα πλεονεκτήματα που είχε σε σχέση με τους Ευρωπαϊκούς μηχανισμούς), και ανακηρύχτηκε δεύτερο δημοψήφισμα. Αυτήν τη φορά, οι ψηφοφόροι τα κατάφεραν: έδωσαν το αποτέλεσμα που «χρειάζονταν», και η Ε.Ε. συνέχισε την πορεία της. Παρομοίως και το 2016 με την Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου Ε.Ε.-Καναδά (CETA) και το Βέλγιο. Πιο συγκεκριμένα, η Γαλλόφωνη περιοχή της Βαλλωνίας του Βελγίου απέρριψε την συμφωνία λόγω ανησυχιών σχετικά με τα φθηνότερα, προερχόμενα από τον Καναδά, αγροτικά προϊόντα, και μόνο μετά από πρόσθετες πολιτικές διαβουλεύσεις ξεπεράστηκε το εμπόδιο και προχώρησε η υπογραφή της συμφωνίας. Ως αποτέλεσμα, η πλειοψηφία ξαναπήρε τον έλεγχο της κατάστασης, αυτήν τη φορά χωρίς σχόλια περί «τυραννίας της πλειοψηφίας», αλλά με κριτική του ακριβώς αντιθέτου. Συνεπώς η έννοια της δημοκρατίας φάνηκε ότι αλλοιώνεται και χρησιμοποιείται επιλεκτικά.

Το «κυρίως πιάτο»

Ίσως το πιο ανησυχητικό (λόγω του παραδείγματος που παραθέτει μια υπερδύναμη) αντίστοιχο γεγονός το συναντήσαμε στις προεδρικές εκλογές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Οι προσπάθειες της Hillary Clinton να ελέγξει τον μηχανισμό του κόμματος των Δημοκρατικών επιτυγχάνοντας να εμποδίσει τον Bernie Sanders από το να λάβει το χρίσμα του κόμματος ήταν μόνο η αρχή της φανερής πτώσης της μάσκας της δημοκρατικότητας. Η συνέχεια ήρθε με τα σχόλια του τότε υποψηφίου των Ρεπουμπλικανών (και νυν εκλεγμένου προέδρου) Donald Trump πως πιθανώς να μην αναγνώριζε τα αποτελέσματα των εκλογών σε περίπτωση ήττας. Οι αντίπαλοί του τον κατέκριναν επανειλημμένως για αυτά του τα σχόλια χαρακτηρίζοντάς τα ως αντιδημοκρατικά, αφού στην δημοκρατία επικρατεί η άποψη της πλειοψηφίας έναντι της μειοψηφίας. Η ειρωνεία είναι ότι η (απρόσμενη για τους περισσοτέρους) νίκη του Trump είχε ως αποτέλεσμα το εξής παράδοξο: οι επικριτές του Trump έλαβαν θέσεις μάχης στα social media και ξεχύθηκαν στους δρόμους κατά χιλιάδες με το σύνθημα «δεν είναι πρόεδρός μου!» (“not my president!”). Η Clinton έλαβε παραπάνω ψήφους πολιτών σε απόλυτους αριθμούς, όμως το Αμερικανικό εκλογικό σύστημα λειτουργώντας βάσει ενός συστήματος εκλεκτόρων ανακήρυξε τον Trump νικητή με μεγάλη διαφορά από την αντίπαλό του (ανάλογο αποτέλεσμα έχρισε νικητή των εκλογών του 2000 τον George W. Bush). Ίσως η λαϊκή ετυμηγορία να μην εισακούστηκε σε απόλυτους αριθμούς, αλλά εάν υποθέσουμε ότι το Αμερικανικό Σύνταγμα είναι δημοκρατικό, όντας ομοσπονδιακή δημοκρατία, τότε η άρνηση του αποτελέσματος καθιστά άλλο ένα καρφί στο φέρετρο της δημοκρατίας.

Το «αποκορύφωμα...»

Μεταξύ της «τυραννίας της πλειοψηφίας», της «τυραννίας της μειοψηφίας», και των αμφιλεγόμενων συνεπειών μιας δημοκρατικής διαδικασίας, έχουμε μια χαρακτηριστική περίπτωση που επισφραγίζει τον λόγο συγγραφής και ύπαρξης αυτού του άρθρου: ο λόγος για την Κολομβία και το αντίστοιχο Νόμπελ Ειρήνης, που αποτελούν το αποκορύφωμα της ιστορίας αυτής.

Ο εμφύλιος πόλεμος στην Κολομβία, έχοντας στοιχίσει τη ζωή σε πάνω από 250.000 ανθρώπους από την δεκαετία του 1960, συνεχίζεται έως σήμερα. Μία από τις πολλές αντικυβερνητικές δυνάμεις είναι και το μαρξιστικό FARC (Fuerzas Armadas Revolucionarias de Colombia). Το 2016 το Νόμπελ Ειρήνης απονεμήθηκε στον Juan Manuel Santos, νυν πρόεδρο της Κολομβίας, για την συμφωνία που σύναψε με τον αρχηγό του FARC για εκεχειρία μετά από σχεδόν τέσσερα χρόνια διαπραγματεύσεων. Η συμφωνία έπρεπε να επισφραγιστεί από τον λαό, και έτσι διοργανώθηκε – σύμφωνα με την τάση των τελευταίων ετών – δημοψήφισμα. Παρά τις προτροπές του Santos και των Ηνωμένων Εθνών, και παρά της αποφάσεις της επιτροπής απονομής του Νόμπελ Ειρήνης, ο λαός οριακά (με 50.2%) καταψήφισε τη συμφωνία. Οι λόγοι της απόρριψης της συμφωνίας δεν είναι τόσο σημαντικοί όσο η αντίδραση της κυβέρνησης του Santos: με μικρές αλλαγές (καθώς οι μαχητές του FARC δεν δεχόντουσαν πολλές αλλαγές μετά από τέσσαρα χρόνια σκληρών διαπραγματεύσεων) μια «νέα» συμφωνία εστάλη απευθείας στο Κολομβιανό Κογκρέσο, όπου ενεκρίθη από την πλειοψηφία του κυβερνώντος κόμματος, παρακάμπτοντας τους πολίτες που φανερά δεν ήταν σε θέση να πάρουν τη «σωστή» απόφαση. Ως αποτέλεσμα, η έννοια της δημοκρατίας παρακάμφθηκε για άλλη μια φορά και με τρόπο άκρως προκλητικό και επικίνδυνο.

Honorable Mention

Το 2016 επέφερε, ανά τον κόσμο, πολλά στιγμιότυπα άξια σχολιασμού. Οι προεδρικές εκλογές στην Αυστρία τον Απρίλιο εκείνου του έτους ανέδειξαν πρώτο τον υποψήφιο του συντηρητικού Κόμματος της Ελευθερίας, ενώ ο δεύτερος γύρος ακυρώθηκε όταν στο (πολύ μικρό) προβάδισμα νίκης του ανεξάρτητου υποψηφίου (προερχόμενος από τους Πρασίνους και πολύ περισσότερο αποδεχτός από το Δυτικό πολιτικό κατεστημένο), διαπιστώθηκε να υπάρχουν εκλογικές παρατυπίες. Οι επαναληπτικές εκλογές έγιναν τον Δεκέμβριο, και εξασφάλισαν στον ανεξάρτητο Van Der Bellen τη νίκη. Το Αυστριακό Κόμμα της Ελευθερίας δεν είναι της νέας γενιάς ακραίων και λαϊκιστικών κομμάτων: προϋπάρχει από το 1956, αλλά η εκλογή υποψηφίου του γεννούσε φόβους για περαιτέρω εκλογικά αποτελέσματα υπέρ εθνικό-συντηρητικών κομμάτων (με το βλέμμα στραμμένο στις Γαλλικές και Γερμανικές εκλογές του 2017), εξ ου και η εκστρατεία κατά του εν λόγω υποψηφίου.

Εν τω μεταξύ, το Ευρωκοινοβούλιο ψήφισε (479 υπέρ, 37 κατά, 107 αποχές) υπέρ του παγώματος των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, καθώς αποφάνθηκε ότι η κυβέρνηση της Άγκυρας έχει υπερβεί τα όρια της κατανοητής περιστολής εσωτερικών εχθρών μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του Ιουλίου του ιδίου έτους. Η αρχή έγινε όταν ο Τούρκος πρόεδρος αμφισβήτησε ευθέως την σημασία και την βαρύτητα της ψήφου του εν λόγω αντιπροσωπευτικού οργάνου (στο οποίο η Τουρκία θα παραστεί με τους δικούς της αντιπροσώπους σε περίπτωση ολοκλήρωσης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων). Όμως το πιο σημαντικό «άδειασμα» και η πιο ανησυχητική επίκριση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προήλθε από Ευρωπαίους αξιωματούχους και πολιτικές προσωπικότητες, ανάμεσά τους και η Ύπατη Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, Federica Mogherini(!). Η κατακεραύνωση μιας ψηφοφορίας (και με μεγάλη πλειοψηφία) ενός εκ των πιο σημαντικών αντιπροσωπευτικών οργάνων της δημοκρατικότητας της Ε.Ε ήταν άλλη μία αρνητική εξέλιξη για τον σεβασμό προς τους δημοκρατικούς θεσμούς παγκοσμίως, και η απόρριψη την απόφανσης των εκπροσώπων των πανευρωπαϊκών κομμάτων σηματοδοτεί ακόμα ένα τραύμα για την δημοκρατική διαδικασία.

Εν κατακλείδι

Όλα τα παραπάνω παραδείγματα δεν υποδηλώνουν την κατάρρευση ή ολική κατάλυση της δυτικής δημοκρατίας και δεν αποσκοπούν σε παροτρύνσεις για δοκιμές άλλων συστημάτων. Το πρόβλημα όμως γίνεται φανερό στο ότι υπάρχουν παρακάμψεις και αλλοιώσεις στην δημοκρατική έκβαση των γεγονότων από πολιτικά πρόσωπα και μηχανισμούς, το οποίο είναι όντως άκρως ανησυχητικό.

Το 2016 αποτέλεσε έτος-ορόσημο όσον αφορά την υπονόμευση της δημοκρατίας. Το τέλος της δημοκρατίας όπως την ξέραμε δεν οφείλεται σε κάποια άνοδο ακραίων κομμάτων ή προσωπικοτήτων, ούτε στην αβεβαιότητα που διακρίνεται για το μέλλον τις πρώτες εβδομάδες του 2017. Αρχίζει ένας νέος κύκλος, με αφετηρία το τέλος του 2016, όπου οι πολιτικοί γνωρίζουν πλέον ότι οι αποφάσεις του λαού μπορούν να ανατραπούν φανερά κι ενώπιον όλων και με άλλα μέσα, και πως αυτό δεν θα δημιουργήσει κάποια σοβαρή αντίδραση. Για τον λόγο αυτό λοιπόν, «η δημοκρατία απέθανε, ζήτω η δημοκρατία!»

*Λεωνίδας Γοντζές, Επικεφαλής Τμήματος Διεθνών Σχέσεων New York College Educational Group
**Αλέξανδρος-Κωνσταντίνος Χοτς Πολιτικός Αναλυτής και Εκπαιδευτικός