Το μέλλον του Κυπριακού
Οι πρόσφατες συζητήσεις στην Ελβετία τον Ιανουάριο του 2017 επιβεβαίωσαν απλώς το αδιέξοδο που έχει επικρατήσει εδώ και αρκετά χρόνια στην προοπτική επίλυσης αυτού του χρόνιου προβλήματος για την γεωπολιτική ασφάλεια της Ανατολικής Μεσογείου.
Είναι κοινή παραδοχή ότι το Κυπριακό έχει περάσει από διάφορα στάδια στις τέσσερις και πλέον δεκαετίες που πέρασαν από την τουρκική εισβολή του 1974. Συνήθως υπάρχουν μακρές περίοδοι διπλωματικής σιγής στις οποίες μεσολαβούν στιγμιαίες εκλάμψεις διαπραγματεύσεων και συναντήσεων κορυφής. Τότε συνήθως ακούγονται αισιόδοξες φωνές από τον ΟΗΕ και τα ΜΜΕ οι οποίες λίγο πριν τις εκάστοτε συναντήσεις δημιουργούν κλίμα τεχνητής, προφανώς, αισιοδοξίας. Κατόπιν των άκαρπων συναντήσεων η κοινή γνώμη και στις δύο πλευρές επιστρέφει στην σιγή περί του θέματος και την καθημερινότητα.
Είναι δεδομένο ότι για να υπάρξει βιώσιμη και δίκαιη λύση στο Κυπριακό θα πρέπει η εν λόγω λύση να είναι σύμφωνη με την αρχή της διεθνούς νομιμότητας επί τη βάσει των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ αλλά και ρεαλιστική, δηλ. να ταιριάζει με τις διεθνείς συγκυρίες και να αντανακλά την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Ρεαλισμός και δίκαιο είναι έννοιες οι οποίες σπάνια ταυτίζονται στην πολιτική και τις διεθνείς σχέσεις. Η Κύπρος δεν είναι δυνατόν να εξαιρεθεί του κανόνα.
Έχοντας υπόψη την αυξανόμενη μέχρι σήμερα ανισομέρεια γεωπολιτικής ισχύος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υπέρ της δεύτερης αλλά και το γεγονός ότι το Κυπριακό είναι συγκοινωνούν δοχείο με το Παλαιστινιακό, δεν πρέπει να αναμένει ο ελληνισμός επίλυση του Κυπριακού βραχυπρόθεσμα. Σε σχέση με την Τουρκία είναι λογικό η Άγκυρα να ζητεί την αποτύπωση της γεωπολιτικής της ισχύος σε μια συνθήκη επίλυσης του Κυπριακού. Μία τέτοια αποτύπωση σημαίνει πολλά πλεονεκτήματα για την τουρκοκυπριακή πλευρά που συγκρούονται με το δίκαιο των ελληνοκυπρίων και τη διεθνή νομιμότητα. Δεν υπάρχει συνθήκη στη οποία ο ισχυρός, είτε έχει δίκιο είτε άδικο, να μην εξαργυρώνει την ισχύ του σε έννομο πλεονέκτημα επί της συνθήκης. Δίκαιο είναι ο νόμος του ισχυρού. Όποιος στην Ελλάδα και την Κύπρο αισιοδοξεί περί άμεσης και δίκαιης λύσης με αυτές τις συνθήκες απλώς αιθεροβατεί.
Συνεπώς δεν είναι προς το συμφέρον της ελληνοκυπριακής πλευράς να επιζητεί λύση την δεδομένη χρονική στιγμή. Αντίθετα πρέπει να περιμένει τον καιρό, μεσοπρόθεσμα, που η ελληνοκυπριακή πλευρά και η Ελλάδα θα έχουν αυξήσει την γεωπολιτική τους επιρροή στην περιοχή και ευρύτερα αλλά θα ευνοούνται και από τις γεωπολιτικές συγκυρίες για να επιδιώξουν δίκαιη λύση στο Κυπριακό επί ίσοις όροις ισχύος και επιρροής.
Στο πλαίσιο της αλλαγής των διεθνών συγκυριών συμπεριλαμβάνεται κυρίως το Παλαιστινιακό Ζήτημα με το οποίο το Κυπριακό συνδέεται γεωπολιτικά όχι απλώς επειδή οι περιοχές γειτνιάζουν άμεσα αλλά και διότι οι καταστάσεις τόσο στην Κύπρο όσο και την Παλαιστίνη παρουσιάζουν, πέραν των διαφορών τους, ιδιαίτερες ομοιότητες σε σχέση με το διεθνές δίκαιο σχετικά με την έννοια της κατοχής, του εποικισμού των κατεχομένων κλπ. Επιπλέον τα δύο προβλήματα, Κυπριακό και Παλαιστινιακό, συνδέονται άμεσα και σε επίπεδο γεωπολιτικής στρατηγικής των περιφερειακών και παγκόσμιων δυνάμεων που καθορίζουν τον χάρτη των συμφερόντων τους στην περιοχή. Μάλιστα η συγκεκριμένη παράμετρος του Παλαιστινιακού είναι καθοριστικής σημασίας για την χάραξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην Κύπρο, στοιχείο το οποίο δεν έχει λάβει υπόψη της η Αθήνα, σε αντίθεση με την Λευκωσία. Όταν το πράξουν και οι δύο, έχοντας την αρετή της υπομονής ήδη αναπτυγμένη στον απαιτούμενο βαθμό, τότε θα είναι σε θέση να διεκδικήσουν την δίκαιη και βιώσιμη λύση στο Κυπριακό.
*Υπεύθυνος Ερευνητικού Προγράμματος Μέσης Ανατολής - ΕΛΙΑΜΕΠ