Κυπριακό: Μια βαθιά ανάσα, πριν από τη στροφή
Όταν στις 30 Απριλίου του 2015 ο Μουσταφά Ακιντζί αναλάμβανε τα καθήκοντά του ως ηγέτης της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας, η ευφορία ήταν διάχυτη σε ένα μεγάλο μέρος της Κυπριακής κοινωνίας.
Οι λόγοι, δεν ήταν ούτε αφηρημένοι, ούτε καθρέφτιζαν συναισθηματικούς ευσεβείς πόθους.
Ο κύριος Ακιντζί, είχε θητεύσει επί μακρόν ως Δήμαρχος της κατεχόμενης Λευκωσίας και με τον ομόλογό του της ελεύθερης Κυπριακής πρωτεύουσας ανέπτυξε μία υποδειγματική συνεργασία που αποδείχθηκε ωφέλιμη για όλους.
Μαζί, οι δύο Δήμαρχοι, απέσπασαν ουκ ολίγα ευρωπαϊκά βραβεία και άλλαξαν προς το καλύτερο σε σημαντικό βαθμό, το πρόσωπο της εντός των τειχών ιστορικής πόλης με την αποτελεσματική συντήρηση του αρχιτεκτονικού της χαρακτήρα.
Γνωστός ο κος Ακιντζί για τον ήσυχο βίο του, μακριά από πολιτικά πάθη, γέννημα της Λεμεσού, εξελέγη ηγέτης της κοινότητας του, με ισχυρή πλειοψηφία (65%) προκαλώντας έκπληξη σε πολλούς.
Σε μία όχι πλειοψηφούσα μεν αλλά υπολογίσιμη ομάδα της κοινωνίας, η έκπληξη είχε περισσότερο τον χαρακτήρα της ανησυχίας.
1ον γιατί ήταν απολύτως ανεξάρτητος χωρίς καμία άμεση ή έμμεση στήριξη από τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα και,
2ον γιατί δεν ήταν η επιλογή της Άγκυρας.
Τέλος γιατί, ολόκληρη η εκστρατεία του, ήταν «Κυπροκεντρική» (χωρίς την παραμικρή εθνικιστική αιχμή) με άξονα τη λύση του Κυπριακού και ένα μέλλον συμφιλίωσης, δημιουργίας και ειρήνης.
Αυτό ήταν το έδαφος πάνω στο οποίο ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ο κ Ακιντζί ξεκίνησαν να βαδίζουν.
Στο βαθμό μάλιστα που η «προσωπική χημεία» διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, ήρθε κι έδεσε γρήγορα για να ενισχύσει την αισιοδοξία σε πολλούς και την δυσαρέσκεια σε άλλους.
Και για να εξηγήσω λίγο την ανησυχία κάποιων, θα πρέπει να υπενθυμίσω πως η διαίρεση, η διχοτόμηση τόσων δεκαετιών ασφαλώς και έχει εκατέρωθεν δημιουργήσει ποικίλα βαρίδια. Οικονομικά συμφέροντα, ανασφάλειες διασκεδασμένες από την ακινησία, εθνικισμοί που θρέφονται από τους δύο προηγούμενους παράγοντες, και ένα πολιτικό κατεστημένο που απομυζά τους καρπούς του status quo επενδύοντας κατά κανόνα σε πατριωτικούς τόνους εμπλουτισμένους με απειλές που πιάνουν σε μια μερίδα της κοινωνίας.
Χαρακτηριστικό όλων αυτών, η συνθηματολογία και η απόλυτη, μα απόλυτη απουσία οποιασδήποτε εναλλακτικής πρότασης. Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως ο λόγος των «απορριπτικών» ομάδων στις δύο κοινότητες είναι ταυτόσημος.
Όσο μια μερίδα του Ελληνοκυπριακού πολιτικού κατεστημένου ποτίζει τις φοβίες καλλιεργώντας την «αίσθηση» πως ο Αναστασιάδης ξεπουλάει την Κύπρο στην Τουρκία, άλλο τόσο, στην κατεχόμενη Κύπρο οι αντίστοιχοι του Τουρκοκυπριακού κατεστημένου «καταγγέλλουν» πως ο Ακιντζί παραδίδει τους Τουρκοκύπριους στους Έλληνες που θέλουν τον αφανισμό τους.
Προσπαθώντας να συνοψίσω το πώς φτάσαμε εδώ (στην Ελβετία) και γράφοντας για ένα ελληνικό Μέσο, νιώθω την ανάγκη να θυμίσω πως αυτό που ονομάζουμε Κυπριακό ζήτημα, δεν ξεκινά το 1974 αλλά πάει πολύ πιο πίσω.
Ουσιαστικά, η σημερινή κατάσταση έχει ως εφαλτήριο τον εξοστρακισμό των Τουρκοκυπρίων από το Κράτος και τη διοίκηση (1965) και τα δραματικά γεγονότα που προκύπτουν από τη δράση ελληνοκυπριακών παραστρατιωτικών ομάδων με αποτέλεσμα τις δολοφονίες 400 περίπου Τουρκοκυπρίων, αριθμός εξαιρετικά μεγάλος αν κάποιος συνυπολογίσει στην εξίσωση τον τότε πληθυσμό της Κύπρου και ακόμα πιο ειδικά της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας.
Πολλά σημαίνοντα για τον αναγνώστη που ενδιαφέρεται να έχει μία πραγματική ιστορική αντίληψη, υπάρχουν στο άρθρο της Κυπριακής εφημερίδας «Πολίτης» που υπογράφει ο Δρ Σώτος Κτωρής με τίτλο «Γιατί οι Τουρκοκύπριοι θέλουν εγγυήσεις»
Επισημαίνω τα παραπάνω, γιατί τακτικά αντιλαμβάνομαι πως για πολλούς, «Κυπριακό πρόβλημα» σημαίνει 1974.
Όμως, όσο και αν αυτό εξυπηρετεί μία εθνική προπαγάνδα ή ένα εθνοκεντρικό αφήγημα, δεν είναι Ιστορία και απέχει έτη φωτός από την πραγματικότητα.
Το 1974, η εισβολή και η έκτοτε συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή είναι μεν το πιο αιματηρό και τραγικότερο κεφάλαιο του βιβλίου, αλλά, δεν είναι καθόλου το μοναδικό.
Οι δικοινοτικές συγκρούσεις είχαν προϋπάρξει, οι «μητέρες πατρίδες» είχαν ενσταλάξει τα δηλητήρια βρίσκοντας όχι πολλούς μεν αλλά φανατικούς αναμεταδότες για να φτάσουμε εκεί που φτάσαμε με αποκορύφωμα την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης της Κύπρου από το δικτατορικό καθεστώς των Αθηνών και τις εν Λευκωσία πρόθυμες ορντινάντσες τους.
Αυτά, τα τελευταία, είναι γνωστά. Αυτό που παραμένει εγκληματικά αχαρτογράφητο τόσο στην Ελλάδα όσο και σε σημαντικό αριθμό Ελληνοκυπρίων, είναι η συλλογική μνήμη και συνείδηση που διαμορφώνουν αυτά τα γεγονότα σε αμφότερες τις κοινότητες.
Πρόκειται για μία συνείδηση που θέλει μεν να προχωρήσει μπροστά, αλλά ταυτόχρονα έχει ανάγκη από χώρο και χρόνο για να νιώσει σιγουριά.
Υπό αυτή την έννοια, ασφάλεια και καθεστώς εγγυήσεων είναι αδύνατο να βγουν από την ατζέντα.
Στην πραγματικότητα, όσοι αποζητούν «λύση» με αποχώρηση όλων των δυνάμεων κατοχής ακόμα και πριν από τις υπογραφές μιας λύσης, όσοι αποζητούν «ενιαίο» κράτος και αρνούνται την Ομοσπονδιακή μορφή, απλά 1ον δεν επιθυμούν καμία μα καμία λύση και 2ον αγνοούν κατά τον πλέον απαράδεκτο τρόπο τους Τουρκοκύπριους, χωρίς τους οποίους η Κύπρος μένει μισή.
Και δεν εννοώ «εδαφικά».
Μία τέτοια ματιά, αντιβαίνει τη λογική και την ιστορία και ευνουχίζει τις υγιέστερες δυνάμεις του τόπου, τις νεότερες γενιές ε/κ και τ/κ που επιθυμούν να συνεργήσουν δημιουργικά για την πρόοδο της χώρας τους.
Αυτό που είναι κρίσιμα απαραίτητο να συμβεί, είναι οι ασφάλειες και οι εγγυήσεις να μην έχουν τη μορφή της δεκαετίας του 60 (μονομερή επεμβατικά δικαιώματα) και, να έχουν ξεκάθαρη, σαφή και εγγυημένη ημερομηνία λήξης.
Η τεράστια δυσκολία, βρίσκεται στην επίτευξη μιας ισορροπίας, μέσα από την οποία «η ασφάλεια της μίας πλευράς δεν συνιστά απειλή για την άλλη». Είναι λόγια, που έχει επαναλάβει αμέτρητες φορές ο κ. Αναστασιάδης και δείχνουν εύγλωττα την περιπλοκότητα.
Η Κύπρος, είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από μόνο του το γεγονός, θα έπρεπε να συνιστά μία τεράστια εγγύηση και να παρέχει αίσθηση ασφάλειας, σε όλους.
Πως όμως να εκπέμψει «ασφάλεια» η Ε.Ε. όταν τα τελευταία χρόνια δεν έχει επιδείξει καμία απολύτως ρηξικέλευθη πολιτική βούληση, δεν έχει διαχειριστεί με επιτυχία κανένα απολύτως ζήτημα και- ακόμα χειρότερα- η στάση της έναντι των σχεδόν οντολογικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Τουρκία είναι απελπιστικά κοντόφθαλμη;
Η Γενεύη είναι σε εξέλιξη. Η Γενεύη του 2017 ιστορικά θα έπρεπε να κλείνει τον κύκλο που άνοιξε το 1959 με τις συνθήκες Ζυρίχης Λονδίνου και να τοποθετεί οριστικά στο χτες τα εγκλήματα των δεκαετιών 60 και 70 για τα οποία δεν υπάρχει καμία πλευρά με καθαρά χέρια. Ωστόσο κανείς δεν διατηρεί κάποια αισιοδοξία αυτή τη στιγμή και οι αιτίες είναι πολλές τόσο εξωγενείς όσο και ενδογενείς.
Μία σημαντική μερίδα Ελληνοκυπρίων- μεταξύ των οποίων και γράφων- πιστεύει πως το momentum χάθηκε όταν δεν αναβλήθηκαν οι βουλευτικές εκλογές που έγιναν τον Μάϊο του 016.
Τώρα, με την Τουρκία σε βαθιά κρίση, με τους διεθνείς παίκτες σε ρευστότητα, με τις ΗΠΑ να εισέρχονται στην άγνωστη και ίσως απρόβλεπτη περίοδο Τραμπ είναι όλα πιθανά, ακόμα και τα πιο ανατρεπτικά σενάρια, θετικά ή αρνητικά.
Αν στην Κύπρο υπήρχε πραγματική πολιτική κουλτούρα, τότε οι κύριοι Αναστασιάδης και Ακιντζί θα είχαν ήδη μεταξύ τους συμφωνήσει τα πάντα (ή θα είχαν διαφωνήσει ριζικά) και θα πήγαιναν μαζί, σε ένα αεροπλάνο στη Γενεύη για να πουν στον ΟΗΕ, την ΕΕ και τις εγγυήτριες δυνάμεις :
«Κύριοι, αυτή είναι η Κύπρος των ονείρων μας, δεν μας ενδιαφέρει τι λέει η Ελλάς, η Τουρκία, κλπ βάλτε τις υπογραφές σας να τελειώνουμε και να ξεκινήσει η νέα εποχή»
Ή, ακόμα θα μπορούσαν να πουν «Κύριοι, δε μπορούμε να τα βρούμε, θέλουμε συναινετικό διαζύγιο υπό αυτούς τους όρους».
Πολιτική κουλτούρα όμως δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο βαθύτατα και συχνά αντικοινωνικά συμφέροντα, με την εξαίρεση του δίπολου Αριστερά- Δεξιά (ΑΚΕΛ- Δημοκρατικός Συναγερμός) που είναι τα μόνα κόμματα που λειτουργούν ιστορικά, πολιτικά και με συνείδηση.
Το πιο σημαντικό όμως δεν είναι το «ποια είναι η πρέπουσα λύση για την Κύπρο» αλλά, το «ποια λύση θα περάσει από τον λαό» εννοώ βεβαίως και των δύο κοινοτήτων.
Εδώ ξεκινά ένα κεφάλαιο διαφορετικό, εξ ίσου θλιβερό, καθώς στην Κύπρο η συζήτηση περί «Ομοσπονδίας» είναι μεν ζωντανή από τα τέλη της δεκαετίας του 70, αλλά, οι άνθρωποι που γνωρίζουν τι σημαίνει Ομοσπονδία είναι αναλογικά ελάχιστοι.
Επιφυλάσσομαι για ένα επόμενο άρθρο, ανάλογα με τις εξελίξεις.