«Aυτοκτονώ.Aς μην ενοχληθή κανείς».Ο Αυτόχειρ του Μιχαήλ Μητσάκη σε σκηνοθεσία Κ. Παπακωνσταντίνου
Ο Παπακωνσταντίνου φαίνεται πως δουλεύει με την ακρίβεια της βελόνας που κεντάει το ύφασμα σε ένα και μόνο σημείο, αφήνοντας ένα και μόνο ίχνος προτού προχωρήσει στο επόμενο σημείο και ούτω καθ’ εξής, για να σου αποκαλύψει λίγο μετά ότι το εκάστοτε μοναδικό ίχνος είναι συνάμα και μέρος ενός πολυσήμαντου συνόλου.
Πρόκειται για έναν σκηνοθέτη της λεπτομέρειας, αλλά εκείνης της λεπτομέρειας που ψεύδεται για τη δευτερεύουσα σημασία της, που υποκρίνεται ότι ανήκει μόνο στο φιλοπερίεργο βλέμμα, στη σχολαστική μνήμη και στο ευαίσθητο αυτί. «Σκηνοθετώ τη λεπτομέρεια» στην περίπτωσή μας σημαίνει «ανασύρω το ουσιώδες εκεί και από εκεί που δεν το περιμένεις να υπάρχει», στο έρμα που πετάμε για να υψωθούμε στην περιωπή του νοήματος, στην ανέξοδη αβαρία, όταν θυσιάζουμε το ευτελές για να περισώσουμε τα τιμαλφή. Αλλά όχι. Για τον σκηνοθέτη αυτόν στο έρμα, στην αβαρία, στη λεπτο-μέρεια πρέπει να επιμένει κανείς διότι στα επ-ουσιώδη κρύβονται συχνά τα ουσιώδη και τα τιμαλφή.
Καθόλου τυχαίο λοιπόν που ο Παπακωνσταντίνου στη ενδιαφέρουσα «φιλολογική» του πορεία συναντά τον Αυτόχειρα του Μιχαήλ Μητσάκη,[1] ένα έργο της λεπτομέρειας και έναν συγγραφέα που ενδιαφέρεται όσο λίγοι για αυτό που κρύβεται πίσω από τους επιβλητικούς όγκους και τις απλόχερες γραμμές, έναν συγγραφέα ο οποίος, αδίκως, αποτελεί για αρκετούς και ο ίδιος μια λεπτομέρεια στις μεγάλες σελίδες της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Οινόφλυγες και μικροπωλητές, γυναικεία ακκίσματα, μεροκάματα και νυχτοξοδέματα, απράγμονες περιπατητές και αρειμάνιοι θυμόσοφοι, ήρεμες θάλασσες, σιωπηλά βουνά και ακίνητα καράβια: εικόνες και πρόσωπα της Πάτρας που ζωντανεύουν στο διήγημα του Μητσάκη με απαιτητικές περιγραφές, με gros plan στις λεπτομέρειες, με φωτογραφικές αποτυπώσεις και εστιάσεις συνήθεις στις αφηγήσεις του αστικού ρεαλισμού στο γύρισμα του 19ου αιώνα.
Πώς απαντά ο Παπακωνσταντίνου; Με τον πλέον απλό τρόπο: υλοποιώντας επί σκηνής το διήγημα του συγγραφέα, εκφέροντας τον λόγο του με φυσικότητα, με τον ρυθμό μιας σύγχρονης αφήγησης, με τον παλμό του ζωντανού λόγου, χωρίς συντομεύσεις ή απαλειφές, χωρίς, βεβαίως, εκείνους τους έντονους χρωματισμούς της φωνής που αλλοιώνουν το ύφος και το πνεύμα της γραφής και ελκύουν την προσοχή στην εκφορά, υποκρύπτοντας το εκφερόμενο. Πολύ απέχει από τις τεχνικές αυτές η αισθητική αυτού του καλλιτέχνη. Και σκεφτείτε τούτο: αν και σκηνοθετεί τον εαυτό του, αν και είναι το μοναδικό πρόσωπο στη σκηνή δεν δράττεται της ευκαιρίας να «σκεπάσει» το διήγημα με τη διπλή του ιδιότητα, αλλά συνομιλεί συνεχώς μαζί του.
«Ας μην ενοχληθεί κανείς»: η υπέρτατη λεπτότητα και ευαισθησία ενός αγνώστου λίγο πριν από την εκούσια και οριστική αναχώρησή του. Αλλά και πάλι, η ίδια φράση ακούγεται και αλλιώς. «Ας μην ενοχληθεί κανείς»: η ύστατη έκκληση, μαζί και ο έσχατος σαρκασμός. «Το ξέρω ότι δεν ενδιαφέρεται κανείς για τη ζωή μου, γιατί να ενοχληθεί με τον θάνατό μου»; Όλες οι στιγμές μιας ζωής πληγώνουν, η τελευταία όμως μπορεί να σκοτώσει. «Ας μην ενοχληθεί κανείς» που παίρνω αυτήν την απόφαση. Και όμως, επειδή κανείς δεν ενοχλείται με τον χαμό ενός ανθρώπου γι’ αυτό ο άγνωστος παίρνει αυτήν την απόφαση.
Η ειρωνεία της ακροτελεύτιας εμβληματικής φράσης αναλαμβάνεται πρώτα από τον συγγραφέα και στη συνέχεια από τον σκηνοθέτη-ηθοποιό τρεις φορές σε τρεις αναβαθμούς μιας κλίμακας.
Η πρώτη φορά: «Ωσάν να ενωχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δι' όσους η χειρ του Θανάτου σημειώνει με την μαύρην σφραγίδα της!» Ο συγγραφέας σαρκάζει πικρά και ο ηθοποιός εκφέρει τις λέξεις χαμηλόφωνα σα να εκμυστηρεύεται ένα μυστικό: το μυστικό των ανθρώπινων σχέσεων καθώς αυτές επισκιάζονται από τον θάνατο.
Η δεύτερη φορά: «Ωσάν να ενωχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δι' όσους η αρπάγη του Πάθους, της Nόσου ή της Aνάγκης σκορπίζει εις τα τετραπέρατα του ορίζοντος, αγέλην οικτρών σφαγίων!» Τώρα ο συγγραφέας μοιάζει να εκμυστηρεύεται το δικό του μυστικό, να εξομολογείται τον βιωμένο χρόνο του (η «dementia praecox» άλλωστε, ας την πούμε ευγενικά «πρόωρη άνοια», αλλά ξέρουμε ότι θα εξελιχθεί σε σχιζοφρένεια) και το προαίσθημα της επικείμενης κατάρρευσης, ενώ ο ηθοποιός επιτείνει εμφατικά τον τόνο της φωνής του για να αποτυπώσει την εσωτερική ένταση.
Τέλος, η τρίτη φορά: «Ωσάν να ενωχλείτο ποτέ κανείς εις τον κόσμον, δια τους δυστυχείς ή τους ανοήτους, όσοι κατατρεγμένοι από την Mοίραν των ή καββαλικεμένοι από την Xίμαιράν των δεν επρόφθασαν να σκεφθούν πώς έμελλαν ν' αποθάνουν!» Τώρα οι δύο φωνές ισορροπούν, διηθούνται αμοιβαία και συμ-φωνούν μπροστά σε αυτό το «έμελλαν» που φαίνεται να στοιχειώνει την αφήγηση και τη σκηνή.
Η απλή, αλλά βαθειά, η απέριττη, αλλά μεστή, η ελαφρώς αποστασιοποιημένη, αλλά κρυφά φορτισμένη υποκριτική του Παπακωνσταντίνου ταιριάζει απόλυτα με την ατμόσφαιρα του διηγήματος και το ύφος του παραγνωρισμένου στυλίστα. Υπάρχουν στιγμές που ο θεατής νιώθει ότι ζωντανός αφηγητής γράφει μαζί με τον συγγραφέα το έργο. Και αυτό δεν συμβαίνει συμπτωματικά, αλλά ακριβώς πάνω στον κεντρικό άξονα του διηγήματος, εκεί όπου το θέμα της αστικής περιήγησης περιπλέκεται όλο και πιο σφικτά με τις δολιχοδρομίες και τα στριφογυρίσματα μιας ιδεοληπτικής σκέψης που έλκεται και αποστρέφεται μαζί την ιδέα της αυτοκτονίας.
Στον άξονα αυτόν ο αφηγητής του διηγήματος μοιάζει να συνομιλεί κρυφά με τον άγνωστο αυτόχειρα (σε μια σύμπλευση, θα λέγαμε του νατουραλιστικού βλέμματος με την ψυχαναλυτική θέαση ή της εμμενούς αφήγησης με την υπερβατική διάσταση). Μοιάζει να απωθείται από τη σκέψη η αιφνιδιαστική είδηση της αυτοχειρίας και για την επιτυχία του σχεδίου απώθησης επιστρατεύονται περιγραφές του αστικού τοπίου, του πολύβουου ανθρώπινου πίνακα και του φυσικού κόσμου. Όμως εκεί που οι περιγραφές πυκνώνουν και περιμένει κανείς ότι το συμβάν λησμονήθηκε, αυτό επανέρχεται λάθρα στην επιφάνεια του λόγου κατακλύζοντας εκ νέου τη σκέψη. Στη σκηνή, ευφυώς, επανέρχεται ως ψίθυρος, ως ένας ακύμαντος παφλασμός της θάλασσας, ζοφερός, αλλά και οικείος. Σε αυτές τις στιγμές ο ηθοποιός, με το απροσδιόριστο χαμόγελο και με τα μάτια να γυαλίζουν, γράφει μαζί με τον συγγραφέα.
Η παράσταση τελειώνει όπως και το διήγημα: «H θάλασσα εξετείνετο κάτωθεν αυτού, γαληνιαία και ακύμαντος, ακύμαντος πάντοτε, και πάντοτε γαληνιαία, ακίνητοι ωρθούντο των πέραν ορέων αι κατατομαί, και από του Παναχαϊκού ο ήλιος ανέτελλε, θαυμασίως ομοιόμορφος και απαραμίλλως αναλλοίωτος...».
Απαραμίλλως αναλλοίωτος και ο κόσμος, παρά το χαμό μιας ζωής, παρά τα εκατό χρόνια από τον θάνατο του Μητσάκη. Αλλά, ας μην ενοχληθεί κανείς... .
*Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεωρίας του Θεάτρου και του Δράματος στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και κριτικός θεάτρου